Κόσμος
Τρίτη, 02 Οκτωβρίου 2018 07:58

Έρευνα: Επιδεινώθηκε περαιτέρω η εικόνα των ΗΠΑ τη δεύτερη χρονιά διακυβέρνησης Τραμπ

Η εικόνα των ΗΠΑ επιδεινώθηκε περαιτέρω μεταξύ των παραδοσιακών τους συμμάχων τη δεύτερη χρονιά της διακυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ, σύμφωνα με έρευνα που διενεργήθηκε σε 25 χώρες από το ινστιτούτο Pew Research Center.

Η εικόνα των ΗΠΑ επιδεινώθηκε περαιτέρω μεταξύ των παραδοσιακών τους συμμάχων τη δεύτερη χρονιά της διακυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ, σύμφωνα με έρευνα που διενεργήθηκε σε 25 χώρες από το ινστιτούτο Pew Research Center.

Όπως προκύπτει από την έρευνα, οι ερωτηθέντες έχουν λιγότερη εμπιστοσύνη στην ικανότητα του Τραμπ να ηγηθεί σε σύγκριση με αυτή του Ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν ή του Κινέζου προέδρου Σι Τζινπίνγκ.

Αφότου ανέλαβε την εξουσία, τον Ιανουάριο του 2017, ο Τραμπ απέσυρε τις ΗΠΑ από διεθνείς συμφωνίες, όπως η συμφωνία του Παρισιού για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής ή η συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, προσπάθησε να κερδίσει την εμπιστοσύνη ηγετών που θεωρούνται αυταρχικοί, όπως ο Πούτιν και ο Κιμ Γιονγκ Ουν της Βόρειας Κορέας, ενώ επέκρινε τους γείτονες των ΗΠΑ και τους συμμάχους τους στο NATO.

Τον Ιούνιο, έπειτα από τη σύνοδο κορυφής της G7 στον Καναδά, ο Τραμπ αρνήθηκε να υπογράψει την κοινή ανακοίνωση, ενώ επιτέθηκε στον οικοδεσπότη, τον Καναδό πρωθυπουργό Τζάστιν Τριντό, χαρακτηρίζοντάς τον «πολύ ανέντιμο και αδύναμο». Ο πρόεδρος των ΗΠΑ έχει εξαπολύσει επανειλημμένα επιθέσεις εναντίον της Γερμανίας για το εμπορικό της πλεόνασμα, τις χαμηλές κατ' αυτόν στρατιωτικές της δαπάνες και την εξάρτησή της από το φυσικό αέριο της Ρωσίας.

Κατά την έρευνα του Pew, η εικόνα της Αμερικής, η οποία είχε ήδη υποστεί βαρύ πλήγμα το 2017, την πρώτη χρονιά του Ρεπουμπλικάνου προέδρου στην εξουσία, συνέχισε να επιδεινώνεται το 2018 σε πολλές χώρες, ειδικά στην Ευρώπη. Μόλις το 30% των Γερμανών έχει θετική γνώμη για τις ΗΠΑ, ποσοστό μειωμένο κατά πέντε μονάδες σε σχέση με πέρυσι. Πρόκειται για το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό σε όλα τα κράτη που συμπεριλήφθηκαν στην έρευνα, μετά τη Ρωσία (26%).

Μόλις το 38% των Γάλλων και το 39% των Καναδών απάντησαν ότι έχουν θετική άποψη για τις ΗΠΑ, ποσοστό μειωμένο και στις δύο χώρες σε σύγκριση πέρυσι. Το ποσοστό αυξήθηκε ελαφρά στο Μεξικό (32%).

Οι χώρες όπου καταγράφονται τα υψηλότερα ποσοστά θετικών απόψεων για τις ΗΠΑ είναι το Ισραήλ, οι Φιλιππίνες και η Νότια Κορέα, όπου φθάνουν το 80% ή το ξεπερνούν. Και στις 25 χώρες, οι ΗΠΑ ως χώρα έχουν θετικό ισοζύγιο, με το 50% να λέει ότι έχει θετική άποψη και το 43% αρνητική.

Μόλις το 7% των Ισπανών, το 9% των Γάλλων και το 10% των Γερμανών δηλώνει ότι έχει εμπιστοσύνη στην ηγετική ικανότητα του Τραμπ. Στις 20 από τις 25 χώρες όπου διενεργήθηκε η έρευνα, η πλειονότητα ανέφερε ότι δεν έχει καμιά εμπιστοσύνη στον Τραμπ.

Συνολικά στο δείγμα, κατά μέσο όρο ένα 27% δηλώνει ότι εμπιστεύεται τις ηγετικές ικανότητες του Τραμπ. Υψηλότερα ποσοστά συγκέντρωσαν τόσο ο Πούτιν (30%) όσο και ο Σι (34%). Το χαμηλότερο ποσοστό του Τραμπ καταγράφηκε στο Μεξικό (6%).

Η Μέρκελ συγκεντρώνει την υψηλότερη εμπιστοσύνη

Η καγκελάριος της Γερμανίας Άγκελα Μέρκελ είναι η μόνη στην οποία εκφράζει εμπιστοσύνη η πλεινότητα όσων ερωτήθηκαν, το 52%. Ακολουθεί ο πρόεδρος της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν με ποσοστό 46%.

Παρά τις κακές επιδόσεις του Τραμπ, το 63% των ερωτηθέντων εκφράζει την άποψη ότι ο κόσμος τα πάει καλύτερα όταν ηγούνται οι ΗΠΑ, ενώ το 19% θα προτιμούσε την Κίνα σε αυτόν τον ρόλο.

Αρνητική άποψη εκφράζουν οι πολίτες των χωρών που αποτελούν παραδοσιακούς συμμάχους των ΗΠΑ σε ό,τι αφορά τις θέσεις της κυβέρνησης Τραμπ για τις αστικές και πολιτικές ελευθερίες, με την πλειονότητα στον Καναδά, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Αυστραλία και το Μεξικό να λέει πως η κυβέρνησή του δεν σέβεται τις ατομικές ελευθερίες.

Λόγω του δόγματος «Πρώτα η Αμερική» του Τραμπ, η πλειοψηφία στις 19 από τις 25 χώρες διατυπώνει την άποψη ότι οι ΗΠΑ δεν λαμβάνουν υπόψη τα δικά τους συμφέροντα όταν χαράσσουν πολιτική.

Η έρευνα διενεργήθηκε από την 20ή Μαΐου ως τη 12η Αυγούστου με τη μέθοδο των προσωπικών συνεντεύξεων σε δείγμα 900 και πλέον προσώπων σε καθεμιά από τις χώρες που συμπεριλήφθηκαν, δηλαδή σε 26.112 ανθρώπους.

Πηγές: ΑΜΠΕ, Reuters, dpa