Το αντικείμενο αυτού του σημειώματος είναι να εξοικειώσει με κάτι που είχαμε φτάσει να θεωρούμε ότι είχε απωθηθεί στο παρελθόν: με την εκμάθηση της λογικής της αντιπαράθεσης με τους «εταίρους» της Ελλάδας - αυτή την φορά σε μεταμνημονιακό περιβάλλον, γράφει ο Αντώνης Παπαγιαννίδης.
Από την έντυπη έκδοση
Του Α. Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Το αντικείμενο αυτού του σημειώματος είναι να εξοικειώσει με κάτι που είχαμε φτάσει να θεωρούμε ότι είχε απωθηθεί στο παρελθόν: με την εκμάθηση της λογικής της αντιπαράθεσης με τους «εταίρους» της Ελλάδας - αυτή την φορά σε μεταμνημονιακό περιβάλλον.
Η νέα αυτή εκμάθηση, που δεν αφορά μόνο τους κυβερνητικούς, οι οποίοι όμως την έχουν άμεσα μπροστά τους -δεν θέλουμε να προδικάσουμε το τι θα κατατεθεί σήμερα ως προϋπολογισμός 2019 και τι θα καταλήξει (προς συζήτηση/διαπραγμάτευση/έγκριση) στις Βρυξέλλες μετά από δύο εβδομάδες-, αλλά και την αντιπολίτευση, πάντως την αξιωματική που έχει κάνει κεντρικό μέρος της στρατηγικής της την άρνηση του πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.
Όμως θα συνιστούσαμε στον αναγνώστη, προτού λουσθεί στα νάματα της εσωτερικής μας αντιπαράθεσης που υπόσχεται να περάσει σε άλλα επίπεδα -με φόντο και μιαν ανησυχία γύρω από τις τράπεζες, που όλο και διαψεύδεται αρμοδίως, όμως δεν λέει να κάνει πίσω. πάντως η χρηματιστηριακή κατήφεια στον τραπεζικό δείκτη δείχνει την άποψη της «αγοράς»...- να κάνει μια πρώτη/προσγειωτική στάση «έξω».
Αρχικά στη Γερμανία. Που, από πόλος σταθερότητας και προβλεπτότητας, γίνεται πλέον κεντρικό σημείο αστάθειας («και τι μας ενδιαφέρουν τα ΓερμανοΓερμανικά;», μα, με τους Γερμανούς θα διαπραγματευθούμε το οτιδήποτε! γι’ αυτό άλλωστε και ο Αλέξης Τσίπρας σταθερά παρουσιάζεται υποστηρικτικός προς την Άγκελα Μέρκελ). Στη Γερμανία λοιπόν, οι πολυσυζητημένες και υπό κάποιαν έννοια καθοδηγητικές εκλογές της 14ης Οκτωβρίου στη Βαυαρία βρίσκουν την όλο και συντηρητικότερη Χριστιανοδημοκρατία διά του CSU να ελπίζει μόνο να μη χάσει το 35% ως επίπεδο στήριξης στις προθέσεις ψήφου (θυμίζουμε: σταθερά σχημάτιζε αυτοδύναμη κυβέρνηση η CSU σε τοπικό επίπεδο, με σύστημα αναλογικής...), ενώ η Σοσιαλδημοκρατία/SPD, οι Πράσινοι και το AfD κινούνται στην ψαλίδα 17% έως 15%.
Την ίδια ώρα, εφημερίδες όπως η «Die Zeit» (κάπως σαν το παλιό «Βήμα», ήπια κεντροδεξιά με κοινωνικά φιλελεύθερες τάσεις, με εκδότη τον Χέλμουτ Σμιτ) ή η «Handelsblatt» (κάτι σαν «Ναυτεμπορική», με βάση τα οικονομικά, όμως με απόσταγμα πολιτικής άποψης), έκαναν πρωτοσέλιδη μεγάλη φωτογραφία της Άγκελα Μέρκελ. Με λογική αποχαιρετισμού σε μια μεγάλη πολιτικό, που χάνει βαθμιαία την επαφή της με τους πολίτες/την κοινωνία... Άντε τώρα να βρεις διαπραγματευτικές σταθερές! Την ίδια στιγμή, η Ιταλία κάνει το μεγάλο βήμα -άλλο θέμα αν θα το ολοκληρώσει- καταθέτοντας συνειδητά προσχέδιο προϋπολογισμού 2019 με έλλειμμα 2,4% σε μια λογική τόνωσης της άνευρης ανάπτυξης (και με συμβολική επιλογή τη μείωση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης, τη θέσπιση «βασικού εισοδήματος», όμως και τη συμπίεση του φορολογικού βάρους για αρκετούς: «Να είναι αυτός ο προϋπολογισμός του λαού, των πολιτών που στο παρελθόν υπέφεραν και ταπεινώθηκαν από το κράτος»).
Περισσότερο από τη διαμάχη του ΥΠΟΙΚ Τζιοβάνι Τρία με τα πολιτικά στηρίγματα της κυβέρνησης Ντι Μάιο/Σαλβίνι ή και από την εγκατάλειψη στόχου ελλείμματος 1,6% που είχε προσυμφωνηθεί με Βρυξέλλες και στόχου 0,8% της προηγούμενης κυβέρνησης, διατυπώσεις σαν αυτήν που μόλις είδαμε απομακρύνουν τη συζήτηση και αναβαθμίζουν την ατμόσφαιρα κόντρας. Οι αγορές «απάντησαν» ήδη, μετά από μια φάση ψυχραιμίας, με ένταση στα ιταλικά ομόλογα. Ενώ η νομενκλατούρα των Βρυξελλών ανεβάζει στροφές - ακόμη και ο συγκρατημένος Βάλντις Ντομπρόσφσκις ή ο κατ’ επάγγελμα διαλλακτικός Πιερ Μοσκοβισί. Πάλι, λοιπόν, μη-διαλλακτική ατμόσφαιρα.
Μ’ αυτά ως φόντο, η κυβέρνηση θα χρειαστεί να ξαναμάθει τη λογική της κόντρας, ακόμη κι αν θεωρεί ότι υποβάλλοντας έναν προϋπολογισμό «εντός πλαισίων πρωτογενών πλεονασμάτων» αλλά χωρίς περικοπή συντάξεων/χωρίς και «αντίμετρα» δεν θα ακούσει μεγάλες φωνές από Βρυξέλλες/Βερολίνο. Διότι... έχει μεσολαβήσει ο όλο και πιο διαταρακτικός ρόλος των αγορών: είχαμε μάθει την υπό πίεση διαπραγμάτευση με την τρόικα, τώρα έχουμε τις Moody’s του κόσμου τούτου να μας κανοναρχούν. Ενώ εισπράξαμε το πάγωμα της (υπεσχημένης, νομίσαμε) αναβάθμισης, τώρα καταγράφεται και απειλή αποβάθμισης -όχι άμεση, αλλά με «ρίσκο απρόβλεπτων γεγονότων»- άμα υπάρξει παρέκκλιση από το μενού των μεταρρυθμίσεων. Ανάγνωθι εδώ και συνταξιοδοτικό. Αλλά και «ταχύτερη βελτίωση στο τραπεζικό κλάδο».
Ακριβώς επειδή αυτού του είδους η συζήτηση ανεβάζει το πολιτικό ρίσκο, άμα επιπλέον συνειδητοποιηθεί ότι (και) η αξιωματική αντιπολίτευση όχι μόνον βλέπει το μέτωπο των συντάξεων ακόμη πιο αρνητικά (η δε ελάσσων/το ΚΙΝΑΛ ακόμη πιο έντονα!), αλλά και ότι αρνείται ως μη-βιώσιμο τον δημοσιονομικό ζουρλομανδύα των πρωτογενών πλεονασμάτων, τότε πού θα καταλήξουμε;