Στον δημόσιο διάλογο κυριαρχεί η συζήτηση για το μέλλον των συντάξεων. Τις διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς, ουσιαστικά, μονοπωλεί το ίδιο θέμα, γράφει ο Θάνος Τσίρος.
Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Στον δημόσιο διάλογο κυριαρχεί η συζήτηση για το μέλλον των συντάξεων. Τις διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς, ουσιαστικά, μονοπωλεί το ίδιο θέμα. Οι εκθέσεις των ξένων οίκων εστιάζουν στην «τήρηση των συμφωνηθέντων», τα οποία συμφωνηθέντα έχουν πρωτίστως δημοσιονομικό ενδιαφέρον. Και τελικώς δεν περισσεύει ούτε χώρος ούτε χρόνος για μια επί της ουσίας συζήτηση σχετικά με το πώς θα επιταχυνθεί ο ρυθμός ανάπτυξης. Ποιος άραγε θυμάται το περιεχόμενο του «ολιστικού σχεδίου ανάπτυξης»; Ποιος ασχολείται με το πώς μπορεί να ενεργοποιηθεί στην Ελλάδα η «θεωρία του ελατηρίου»; Το ότι βγήκαμε στις 20 Αυγούστου από τα μνημόνια δεν σημαίνει ότι ο χρόνος δουλεύει πλέον υπέρ μας. Το αντίθετο.
Επί της ουσίας, με τα «μαξιλάρια ρευστότητας» και τα μέτρα διευθέτησης του χρέους, η Ελλάδα εξασφάλισε ένα «παράθυρο χρόνου» για να μπορέσει να σχεδιάσει και να υλοποιήσει τις δικές της αναπτυξιακές πολιτικές, οι οποίες θα φέρουν θέσεις εργασίας και ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης. Δυστυχώς, όλα δείχνουν ότι μέχρι το τέλος του χρόνου τα πάντα θα περιστρέφονται γύρω από τον προϋπολογισμό του 2019, το θέμα των συντάξεων, τα μέτρα και τα αντίμετρα.
Από το περιεχόμενο του προσχεδίου του προϋπολογισμού -όποιες και αν είναι οι τελικές αποφάσεις της κυβέρνησης- σήμερα δεν πρόκειται να γίνουμε σοφότεροι. Είτε είναι ένα το σενάριο είτε δύο, τα βασικά ερωτήματα δεν θα απαντηθούν.
Ποια είναι η θέση των ευρωπαϊκών θεσμών; Θα προχωρήσει μονομερώς η Ελλάδα στην απόφαση για διατήρηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης; Θα ισχύσουν τα πρώτα μέτρα διευθέτησης του χρέους (επιστροφή 600 εκατ. ευρώ από τα ANFAs και τα SMPs και περικοπή των τόκων εξυπηρέτησης του χρέους); Θα βρεθεί τρόπος να σταλούν μηνύματα συναίνεσης κυβέρνησης και δανειστών προς τις αγορές; Όλα αυτά, με βάση τα μέχρι τώρα δεδομένα, θα απαντηθούν στο τέλος του χρόνου και αφού μέχρι τότε έχουν συνταχθεί τρεις ελληνικοί προϋπολογισμοί, δύο εκθέσεις των ευρωπαϊκών θεσμών που θα αναφέρονται στην Ελλάδα, αλλά και αφού θα έχουν συνεδριάσει τουλάχιστον δύο φορές οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης.
Όσοι υποστήριζαν στις 20 Αυγούστου ότι στο εξής «κριτής» της Ελλάδας θα είναι οι αγορές και αυτό δεν σημαίνει ότι είναι κατ’ ανάγκη καλό για την Ελλάδα, ενδεχομένως έχουν απόλυτο δίκιο. Μήπως όπως και οι αποφάσεις σε πολιτικό επίπεδο θα έπρεπε να λαμβάνονται ταχύτερα ακριβώς για να μη δίνεται ακόμη περισσότερη τροφή;