Κόπασε μεν η ελληνο-ελληνική διαμάχη για το αν η 21η Αυγούστου βρήκε την Ελλάδα, την οικονομία και την κοινωνία της σε μεταμνημονιακή φάση (την βρήκε: το διακήρυξαν και οι «εταίροι», αλλά και τα διεθνή media, άσχετα αν αναμεταξύ μας κανείς δεν θα πείσει τον άλλο), καθώς και για το αν αυτή η μεταμνημονιακή εποχή αποτελεί επάνοδο σε κάποιον Απολεσθέντα Παράδεισο/Paradise Lost (δεν αποτελεί παρόμοια επάνοδο, εδώ δεν χρειάζεται ιδιαίτερη επιχειρηματολογία), γράφει ο Αντώνης Παπαγιαννίδης.
Από την έντυπη έκδοση
Του Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Κόπασε μεν η ελληνο-ελληνική διαμάχη για το αν η 21η Αυγούστου βρήκε την Ελλάδα, την οικονομία και την κοινωνία της σε μεταμνημονιακή φάση (την βρήκε: το διακήρυξαν και οι «εταίροι», αλλά και τα διεθνή media, άσχετα αν αναμεταξύ μας κανείς δεν θα πείσει τον άλλο), καθώς και για το αν αυτή η μεταμνημονιακή εποχή αποτελεί επάνοδο σε κάποιον Απολεσθέντα Παράδεισο/Paradise Lost (δεν αποτελεί παρόμοια επάνοδο, εδώ δεν χρειάζεται ιδιαίτερη επιχειρηματολογία).
Πάντως μια σειρά από σημάδια στον ορίζοντα δείχνουν κάτι που θα ήταν χρήσιμο να έχει συνειδητοποιηθεί νωρίτερα: καλές οι προσδοκίες και οι αντι-προσδοκίες, όμως το πέρασμα στην υλοποίηση, στην εφαρμογή, στη «δουλίτσα», για να το πούμε πιο λαϊκότροπα, έχει τις δικές του δυσκολίες. Που πολιτικά προβληματίζουν. Διεφάνη αυτό με το τράνταγμα που είχαμε από την επιμονή των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων -το 10ετές από 4,04% έως 4,65% και πάλι πίσω, το καημένο το σχετικά φρέσκο 7ετές από 3,60% έως 4,07% και πίσω στο 3,58%- να μένουν σε επίπεδα τα οποία δεν ανταποκρίνονται σε ενεργητική επάνοδο στις αγορές. Άρχισε να κατασταλάζει με την οπισθοχώρηση των «εταίρων» από αρχική επίδειξη ελαστικότητας από μέρους τους στο ζήτημα της περικοπής των συντάξεων από 1/1/2019 -ζήτημα που εμείς οι ίδιοι το κάναμε κεντρικό αντικείμενο της πολιτικής αντιπαράθεσης και τούτο ενώ προέκυψε... πλειοδοσία κυβέρνησης/αξιωματικής αντιπολίτευσης/ελάσσονος αντιπολίτευσης ποιος θα είναι ο πιο «προστατευτικός» των παλαιών συνταξιούχων- σε όλο και πιο άγαρμπη εκφώνηση του σοϊμπλικού pacta sunt servanda. Ήδη, δε μας έφερε την απόφανση της Citi για την αναπτυξιακή χαλαρότητα τα χρόνια που έρχονται (1,9%-1,5% το 2019-20 με 1,4% στη συνέχεια) και ήδη τη διστακτικότητα της Moody’s να καταθέσει την προαναγγελμένα βελτιωμένη αξιολόγησή της (σε «Β2» από «Β3») χωρίς να δώσει εξήγηση. Και η μεν Citicorp γενικώς «το ‘χει» με την απαισιοδοξία για την Ελλάδα, όμως η Moody’s είναι άλλη υπόθεση.
Γιατί αναφερόμαστε σε «δουλίτσα» που σαν να ξέχασαν οι αρμόδιοι ότι χρειάζεται - πέρα από τις προσδοκίες; Ήδη στο μέτωπο των συντάξεων γίνεται φανερό ότι το πράγμα πήρε την άγουσα στην πολιτική διαπραγμάτευση -ήταν αποφασισμένο να σταθούμε στου Τσακαλώτου το «περισσότερο θέμα πειθούς, όχι επιβολής»-, καθώς η Ελλάδα με το Μακεδονικό στην τελική ευθεία και το Προσφυγικό/Μεταναστευτικό να παίζει κομβικό ρόλο στις κεντροευρωπαϊκές πολιτικές εξελίξεις έχει όντως χαρτιά στα χέρια της. (Παρόμοιες συνδέσεις ριζικά ανόμοιων θεμάτων είναι επικίνδυνες. Ιδίως άμα ξεκινάς ως διαρθρωτικά αδύναμο μέρος. Όμως η σύνδεση έχει γίνει, οπότε…). Όμως τουλάχιστον ας έχει σημειωθεί ότι το lapsus Τσίπρα στη ΔΕΘ πως το συνταξιοδοτικό/η προσωπική διαφορά «αφορά κάποια συγκεκριμένη μερίδα συνταξιούχων άνω των 70 ετών […] άρα η όποια περικοπή θα σβήσει με το πέρασμα του χρόνου», εξειδικευμένο με του Τσακαλώτου (σε Roadshow στο Λονδίνο «αυτοί [οι παλιοί συνταξιούχοι] θα τεθούν εκτός συστήματος με φυσικό τρόπο») μπορεί να απετέλεσε πολιτικό πυρομαχικό στην εσωτερική αντιπαράθεση. Πλην όμως, ως τεχνικό επιχείρημα σκοντάφτει - πού; Στο ότι μεγάλο μέρος του αδιεξόδου του Ασφαλιστικού προέρχεται από τις πρόωρες συνταξιοδοτήσεις που αφορούν ανθρώπους που «βγήκαν» πολύ πριν από τα 60. Αυτές μπορεί στο ευφρόσυνο κλίμα παλαιών ημερών να αφορούσαν ανθρώπους οι οποίοι σιγά-σιγά μεγαλώνουν. Όμως και υπό τα διαδοχικά μνημόνια σπρώχτηκε πολύς κόσμος προς συνταξιοδότηση: εδώ, οι ηλικίες ωριμάζουν πολύ πιο αργά/σταδιακά. Μπαίνει λοιπόν στο τραπέζι το επιχείρημα Αχτσιόγλου/Πετρόπουλου-Τσακαλώτου ότι ο ΕΦΚΑ υπό το καθεστώς νόμου Κατρούγκαλου έχει ορθοποδήσει (και πάλι, μένει να αποδειχθεί ότι οι χρεώσεις εισφορών δεν μένουν ανείσπρακτες: αλλιώς… γιατί τώρα πάνε να μειωθούν;), αλλά χρειάζεται και να πείσει. Όχι μόνον τους θεσμούς, δε.
Ας πάμε πάλι στο άλλο -λιγότερο παρελθοντοστραφές, αυτό!- μέτωπο της αύξησης του κατώτατου μισθού. Πέρα από τη γνώριμη επιφύλαξη του πώς η νομοθέτηση ενός καλύτερου επιπέδου από τα σημερινά 586 ευρώ (που βέβαια θα απογοητεύσει όσους περίμεναν ανάκτηση του επιπέδου των 751 ευρώ…) θα απορροφηθεί στην πράξη από τις επιχειρήσεις και δεν θα δημιουργήσει νέες περιπτώσεις μαύρης/γκρίζας απασχόλησης, υπάρχει και το ζήτημα της διεξοδικής διαβούλευσης Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου. Θα νομοθετηθεί μεν αυξημένος κατώτατος -ας πούμε στα 610-620 ευρώ, και θα καταργηθεί ο «υποκατώτατος»-, αλλά άμα η διαβούλευση απλώς σπείρει αντιπαράθεση αντί πειθούς, τι θα έχει κερδηθεί; Αυτή είναι η «δουλίτσα» εν προκειμένω. Όσο για το τι δουλίτσα απαιτείται για το ξεκοκκίνισμα των τραπεζικών χαρτοφυλακίων, έχουμε πολλές φορές καταπιέσει τον αναγνώστη…