Ξέρω ότι πολλοί θα πουν πώς τολμά ένας μαθηματικός να μιλά για τα Αρχαία, αφού δεν γνωρίζει το αντικείμενο. Με ποιες γνώσεις, με ποια διδακτική εμπειρία στα Αρχαία; Καμία είναι η αλήθεια, γράφει ο Στράτος Στρατηγάκης.
Του Στράτου Στρατηγάκη
Μαθηματικού - Ερευνητή
[email protected]
Ξέρω ότι πολλοί θα πουν πώς τολμά ένας μαθηματικός να μιλά για τα Αρχαία, αφού δεν γνωρίζει το αντικείμενο. Με ποιες γνώσεις, με ποια διδακτική εμπειρία στα Αρχαία; Καμία είναι η αλήθεια. Δεν θέλω, όμως, να μιλήσω για τα Αρχαία Ελληνικά, αλλά για την εξέτασή τους στις πανελλήνιες εξετάσεις.
Το ζητούμενο της εξέτασης κάθε μαθήματος στις πανελλήνιες εξετάσεις είναι τα θέματα να είναι σχετικά με αυτό που θέλουν να σπουδάσουν οι υποψήφιοι και να μπορούν οι απαντήσεις να βαθμολογηθούν όσο γίνεται πιο αντικειμενικά. Τι θα πει να είναι σχετικά με αυτό που θέλουν να σπουδάσουν οι υποψήφιοι; Σημαίνει ότι αν κάποιος θέλει να σπουδάσει φιλολογία δεν είναι σωστό να εξετάζεται στα μαθηματικά και αυτό να αποτελεί κριτήριο εισαγωγής στη φιλολογία. Προσέξτε τη διαφορά: δε σημαίνει ότι δεν πρέπει να διδάσκεται και να γνωρίζει μαθηματικά, αλλά δεν πρέπει τα μαθηματικά να αποτελούν κριτήριο εισαγωγής στο τμήμα φιλολογίας. Με την ίδια λογική δεν μπορεί η επίδοση στα Λατινικά να αποτελεί κριτήριο για την εισαγωγή στα παιδαγωγικά, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Το ερώτημα λοιπόν δεν είναι αν θα διδάσκεται ή όχι η μετάφραση του γνωστού κειμένου, αλλά αν θα αποτελεί κριτήριο εισαγωγής, δηλαδή κριτήριο επιλογής η απόδοση της μετάφρασης ενός γνωστού κειμένου. Πιστεύω ότι στις πανελλήνιες εξετάσεις πρέπει να εξετάζεται όχι το τι έμαθε ο μαθητής αλλά τι μπορεί να κάνει με αυτά που γνωρίζει. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η εξέταση του άγνωστου κειμένου στα Αρχαία Ελληνικά και οι ασκήσεις που ζητούνται στα Μαθηματικά. Έτσι λοιπόν οι γνώσεις του υποψηφίου στα Αρχαία Ελληνικά μια χαρά αποδεικνύονται με την εξέταση στο άγνωστο, αλλά καθόλου δεν αποδεικνύονται με την εξέταση στη μετάφραση γνωστού κειμένου. Αυτό που μπορεί να συμβεί στη μετάφραση του γνωστού είναι οι υποψήφιοι με το άγχος της επιτυχίας να καταφύγουν στην εύκολη λύση: την παπαγαλία. Πράγματι οι υποψήφιοι θεωρούν ασφαλέστερο να εμπιστεύονται τη μνήμη τους παρά την κρίση τους. Λογικό είναι αφού η εφηβεία είναι ηλικία έντονης ανασφάλειας και μειωμένης αυτοπεποίθησης. Δυστυχώς μένει σε πολλούς και όταν μεγαλώσουν. Ο μέσος υποψήφιος αν μπορεί κάτι να το μάθει απέξω θα το κάνει για να μειώσει το άγχος του. Έτσι φτάνουμε στην παπαγαλία. Για να αποβάλουμε την παπαγαλία από την εκπαίδευσή μας μόνο ένας τρόπος υπάρχει: Τα θέματα να μην μπορεί να τα αντιμετωπίσει ο υποψήφιος που παπαγάλισε. Αν γίνει αυτό σε όλα τα μαθήματα θα έχουμε αποβάλει οριστικά την παπαγαλία από τα σχολεία μας.
Γιατί είναι τόσο επιτακτική ανάγκη να απαλλαγούμε από την παπαγαλία; Επειδή ο κόσμος αλλάζει με ασύλληπτες ταχύτητες, πρέπει οι νέοι μας να έχουν τη δυνατότητα να αλλάζουν και αυτοί, ώστε να προσαρμόζονται στις αλλαγές. Ο Δαρβίνος έλεγε ότι δεν επιβιώνει το δυνατότερο, ούτε το εξυπνότερο είδος, αλλά το πιο ευπροσάρμοστο. Για να μπορούν οι άνθρωποι να αλλάζουν και να προσαρμόζονται πρέπει να αντιλαμβάνονται τι γίνεται γύρω τους. Αυτό επιτυγχάνεται μόνο μέσα από την κριτική σκέψη. Αυτό, ακριβώς, πρέπει να είναι το ζητούμενο της εκπαίδευσης. Πρέπει να καταλάβουμε ότι εκπαιδεύουμε τα παιδιά μας για να ζήσουν σε ένα κόσμο που δεν ξέρουμε πως θα είναι. Δεν μπορεί, λοιπόν, να τους επιτρέπουμε ούτε να υποψιάζονται ότι παπαγαλίζοντας μπορούν να επιτύχουν.
Τα θέματα πρέπει να τίθενται με κριτήριο να μη μπορεί να παπαγαλίσει ούτε κατ’ ελάχιστον ο υποψήφιος. Το δεύτερο ζητούμενο είναι να μπορούν να βαθμολογούνται αντικειμενικά. Αυτό θέλει πολύ δουλειά αλλά δεν είναι ανέφικτο. Ας εργαστούν σ’ αυτή την κατεύθυνση οι επιστημονικές ενώσεις των διαφόρων ειδικοτήτων.
Θα μου αντιτείνει κάποιος ότι θα πέσουν πολύ οι επιδόσεις των υποψηφίων και θα γκρεμιστούν οι βάσεις. Κανένα πρόβλημα. Και τη δεκαετία του 70 έγραφες 10 στα μαθηματικά και έμπαινες στο πολυτεχνείο. Πρέπει να καταλάβουμε ότι οι πανελλήνιες εξετάσεις είναι ένας διαγωνισμός συμπλήρωσης προκαθορισμένου αριθμού θέσεων και δεν έχει κανένα νόημα η βαθμολογική βάση. Αντίθετα θα δημιουργούσε ακόμη ένα πρόβλημα στους θεματοδότες. Θα έπρεπε να βάλουν τέτοια θέματα ώστε να μην είναι πολλοί κάτω από τη βάση.
Αν λοιπόν εξασφαλιστεί η βαθμολόγηση με τις μικρότερες δυνατές αποκλίσεις και εξοριστεί η παπαγαλία από τις εισαγωγικές εξετάσεις θα έχουμε κάνει ένα πολύ μεγάλο βήμα για την αναβάθμιση της εκπαίδευσής μας, γιατί θα προσαρμοστούν σ’ αυτό, εύκολα ή δύσκολα, όλοι όσοι διδάσκουν, σε σχολεία ή φροντιστήρια. Το καλό θα το νιώσουν τα παιδιά μας σε 20 χρόνια και θα φανεί και στο… ΑΕΠ της χώρας μας.