Κόσμος
Σάββατο, 15 Σεπτεμβρίου 2018 09:03

Έρευνα: Οι Αμερικανοί «γυρίζουν την πλάτη» στην ενημέρωση

Μείωση του ποσοστού των πολιτών που παρακολούθησαν κάθε μεγάλο αμερικανικό μέσο ενημέρωσης, με μόνη εξαίρεση το ραδιόφωνο, σημειώθηκε το 2017, σύμφωνα με ετήσια έκθεση που έδωσε στη δημοσιότητα το ερευνητικό κέντρο για τα μέσα ενημέρωσης Pew Research Center που εδρεύει στην Ουάσιγκτον.

Μείωση του ποσοστού των πολιτών που παρακολούθησαν κάθε μεγάλο αμερικανικό μέσο ενημέρωσης, με μόνη εξαίρεση το ραδιόφωνο, σημειώθηκε το 2017, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση που έδωσε στη δημοσιότητα το ερευνητικό κέντρο για τα μέσα ενημέρωσης Pew Research Center που εδρεύει στην Ουάσιγκτον.

Στα αποτελέσματα της έκθεσης που εκδίδεται από το 2004 για την κατάσταση των ειδησεογραφικών μέσων στις ΗΠΑ, σκιαγραφούνται οι οικονομικοί δείκτες, αλλά και η πορεία του κοινού σε διάφορους τομείς της αμερικανικής βιομηχανίας ειδησεογραφικών μέσων.

Ειδικότερα, το ποσοστό εκείνων που παρακολουθούσαν το βράδυ τα τοπικά αλλά και τα εθνικής εμβέλειας τηλεοπτικά κανάλια μειώθηκε κατά 7%, ενώ εκείνο των καλωδιακών καναλιών έπεσε κατά 12%, σύμφωνα με στοιχεία των comScore TV Essentials® και StationView Essentials®.

Επίσης, το κοινό των ψηφιακών ειδησεογραφικών μέσων (digital native news) μειώθηκε κατά 5%, σε όρους μεμονωμένων αριθμών μηνιαίων επισκεπτών, σύμφωνα με τα δεδομένα της ιστοσελίδας comScore Media Metrix Multi-platform data.

Μείωση όμως κατά 11% παρουσίασε το 2017 και η κυκλοφορία των ημερήσιων εφημερίδων στις ΗΠΑ, ένα φαινόμενο που παρατηρείται σταθερά τις τελευταίες δεκαετίες.

Το ραδιόφωνο ήταν ο μοναδικός τομέας όπου δεν παρατηρήθηκε κάποια πτώση. Το συνολικό ποσοστό εκείνων που άκουγαν μή διαδικτυακό ραδιόφωνο - το οποίο περιλαμβάνει όλα τα είδη, όχι μόνο ειδήσεις - παρέμεινε στο 90% τα τελευταία εννέα χρόνια, σύμφωνα με στοιχεία της Nielsen Media Research μετά από εξέταση Αμερικανών ηλικίας από 12 χρόνων και άνω οι οποίοι άκουγαν ραδιόφωνο επί μία συγκεκριμένη εβδομάδα.

Την τελευταία δεκαετία αυξήθηκε επίσης το ποσοστό εκείνων που προτιμούν προηχογραφημένες εκπομπές (podcasts), με το 17% των Αμερικανών ηλικίας 12 ετών και άνω να παρακολουθούν ποντκαστ (ειδησεογραφικά ή μη) την τελευταία εβδομάδα.

«Μετεκλογική ύφεση»

Ένας λόγος που μπορεί να εξηγήσει την πτώση της θεαματικότητας στο τοπικό και καλωδιακό τηλεοπτικό τοπίο είναι η λεγόμενη «μετεκλογική ύφεση». Οι εκλογές του 2016 ήταν το κύριο θέμα που παρακολουθούσαν από κοντά πολλοί Αμερικανοί και όπως συμβαίνει δεκαετίες τώρα, μετά τις εκλογές μειώνεται αισθητά το ενδιαφέρον και η θεαματικότητα. Πιο συγκεκριμένα, το ποσοστό στη ζώνη υψηλής θεαματικότητας στα καλωδιακά δίκτυα μειώθηκε κατά 18% το 2013 και 9% το 2009, γεγονός που συμβαδίζει με την πτώση του 12% το 2017.

Η μετεκλογική αλλαγή στο ποσοστό του κοινού των απογευματινών τοπικών ειδήσεων κυμαίνεται μεταξύ μίας μείωσης κατά 8% και μίας αύξησης 3% τα τελευταία τέσσερα μετα-εκλογικά έτη. Αντιθέτως τα τελευταία χρόνια δεν παρατηρείται καμία μετεκλογική επίδραση στο εφημερίδες και το ράδιο.

Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, τα καλωδιακά δίκτυα ξεχωρίζουν για την αύξηση των εσόδων τους. Τα έσοδα από τις ειδήσεις των καλωδιακών δικτύων συνεχίζουν να αυξάνονται φθάνοντας στο 10% το 2017, ενώ οι τηλεοπτικές διαφημιστικές δαπάνες ήταν σταθερές, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Kantar Media.

Όσον αφορά τον χώρο των εφημερίδων σε λιγότερο από 10 χρόνια μειώθηκε κατά ένα τέταρτο σχεδόν η στελέχωση του δημοσιογραφικού δυναμικού, ως αποτέλεσμα της συνεχούς μείωσης των εσόδων.

Συνεχής αύξηση παρατηρείται στα έσοδα των ψηφιακών διαφημίσεων, ωστόσο λίγα από αυτά ωφελούν νέους οργανισμούς. Τα συνολικά έσοδα από την ψηφιακή διαφήμιση αυξήθηκαν κατά 25% το 2017 σε όλους τους τύπους ψηφιακών μέσων, σύμφωνα με το eMarketer.

Τέλος μείωση του ποσοστού των τηλεθεατών παρουσίασαν και τα ισπανόγλωσσα μέσα ενημέρωσης στις ΗΠΑ. Η τηλεθέαση στο Telemundo και το Univison, τα δύο μεγαλύτερα ισπανόγλωσσα τηλεοπτικά δίκτυα ειδήσεων στις ΗΠΑ, έπεσε κατακόρυφα σε όλες τις μεγάλες χρονικές στιγμές. Επίσης μέσα στο 2017 η κυκλοφορία των τριών ημερήσιων ισπανόγλωσσων εφημερίδων μειώθηκε κατά 18%.