Η έξοδος από το Πρόγραμμα Προσαρμογής αποτελεί ένα σημαντικότατο βήμα για την Ελλάδα και την απεξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από την εποπτεία των Ευρωπαίων εταίρων. Ύστερα από 10 σχεδόν χρόνια λιτότητας και ύφεσης, με κόπο και θυσίες από όλους τους Έλληνες πολίτες πετύχαμε τη δημοσιονομική εξισορρόπηση και την ευκαιρία να επανέλθουμε στην κανονικότητα.
Του Σίμου Αναστασόπουλου
O Σίμος Αναστασόπουλος είναι πρόεδρος του Ελληνο-Αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου.
Η έξοδος από το Πρόγραμμα Προσαρμογής αποτελεί ένα σημαντικότατο βήμα για την Ελλάδα και την απεξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από την εποπτεία των Ευρωπαίων εταίρων. Ύστερα από 10 σχεδόν χρόνια λιτότητας και ύφεσης, με κόπο και θυσίες από όλους τους Έλληνες πολίτες πετύχαμε τη δημοσιονομική εξισορρόπηση και την ευκαιρία να επανέλθουμε στην κανονικότητα.
Με τη συλλογική προσπάθειά μας κερδίσαμε την ευκαιρία, αλλά για να πετύχουμε την επιστροφή στην κανονικότητα δεν αρκεί η έξοδος από τα μνημόνια. Χρειαζόμαστε μια οικονομία που θα μπορεί να παράγει νέο πλούτο και να αναπτύσσεται με γρήγορους ρυθμούς. Η παραμονή σε χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης ισοδυναμεί με στασιμότητα και διαιώνιση του φαύλου κύκλου των χαμηλών εισοδημάτων, της χρησιμοποίησης των αποταμιεύσεων για την αποπληρωμή των δυσβάσταχτων φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, της αποεπένδυσης, της υψηλής ανεργίας και της χαμηλής αγοραστικής δύναμης. Και αυτή θα ήταν η συνταγή της αποτυχίας που έχει και προδιαγεγραμμένο τέλος, την επιστροφή στα μνημόνια, την ύφεση και την λιτότητα.
Η έξοδος από τα μνημόνια δεν εξασφαλίζει και μια επιτυχημένη μεταμνημονιακή πορεία. Η επίτευξη υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων που στηρίζονται στην υψηλή φορολόγηση δεν είναι διατηρήσιμη πολιτική και σίγουρα δεν είναι παράγοντας ανάπτυξης. Πέρα από την εκπεφρασμένη πολιτική βούληση η δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης στην οικονομία απαιτεί αφύπνιση της κρατικής μηχανής, συγκρότηση συνεκτικού σχεδίου και συνέχιση του μεταρρυθμιστικού έργου και οπωσδήποτε όχι την ανατροπή του.
Η Ελληνική Οικονομία χαρακτηρίζεται από χαμηλή ανταγωνιστικότητα, εσωστρέφεια και αδυναμία προσέλκυσης επενδύσεων. Το παλαιό παραγωγικό μοντέλο που στηρίχθηκε στην κατανάλωση εισαγομένων προϊόντων με δανεικά μπορεί να αύξησε πλασματικά το ΑΕΠ για σειρά ετών, αλλά οδήγησε στην αποβιομηχάνιση, στην απώλεια του παραγωγικού ιστού, στην κατάρρευση των αξιών και τελικά στην κατάρρευση της οικονομίας και στα μνημόνια.
Το στοίχημα επομένως σήμερα είναι η δημιουργία συνθηκών ανάπτυξης και αυτό απαιτεί ένα νέο παραγωγικό μοντέλο. Ένα μοντέλο που υποχρεωτικά πλέον, βάσει της διεθνούς εμπειρίας και των επιτυχημένων παραδειγμάτων παγκοσμίως, θα στηρίζεται στην παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων (και υπηρεσιών) και επομένως στην καινοτομία και στην εξωστρέφεια. Για να λειτουργήσει το νέο παραγωγικό πρότυπο χρειάζεται να δημιουργήσουμε και το κατάλληλο περιβάλλον που θα υποστηρίζει την επιχειρηματικότητα και την δημιουργία νέου πλούτου και θέσεων εργασίας.
Αυτό το περιβάλλον θα πρέπει να παρέχει την απαιτούμενη χρηματοδότηση της οικονομίας, να είναι φιλικό στους επενδυτές ώστε να προσελκύει τις άμεσες ξένες επενδύσεις που τόσο χρειάζεται η οικονομίας μας ελλείψει ρευστότητας, και να είναι ανταγωνιστικό. Αν προσθέσει κανείς και την ανάγκη αποκατάστασης των θεσμών και του κράτους δικαίου, απαραίτητων συστατικών για τη διατηρήσιμη ανάπτυξη και ευημερία μιας χώρας, αντιλαμβανόμαστε το μέγεθος του έργου που έχουμε μπροστά μας.
Η συνταγή της επιτυχίας φαίνεται δύσκολη, αλλά είναι μονόδρομος, και εφόσον υπάρχει η απαραίτητη πολιτική βούληση η πορεία είναι σχετικά απλή. Επιμονή στις μεταρρυθμίσεις που έχουν αναπτυξιακό πρόσημο. Θεωρώντας ότι έχουμε ολοκληρώσει τις δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις, σήμερα πρέπει να συνεχίσουμε με πίστη και επιμονή την προσπάθεια να αλλάξουμε το επιχειρηματικό περιβάλλον, να απλοποιήσουμε και να επιταχύνουμε τις αδειοδοτήσεις νέων επιχειρηματικών σχεδίων, να ανοίξουμε τα κλειστά επαγγέλματα και τις αγορές, να απελευθερώσουμε την εκπαίδευση και να τη συνδέσουμε με την επιχειρηματικότητα, να διατηρήσουμε σταθερό φορολογικό πλαίσιο και να μειώσουμε φορολογικούς συντελεστές, να μειώσουμε το μη μισθολογικό κόστος, και να απομακρύνουμε τα εμπόδια στην ιδιωτική οικονομία.
Στο πλαίσιο της δημιουργίας συνθηκών ανάπτυξης και ενίσχυσης των προοπτικών γρηγορότερης επιστροφής στην κανονικότητα το Ελληνο-Αμερικανικό Επιμελητήριο αντιλαμβάνεται την ανακήρυξη των ΗΠΑ ως τιμώμενη χώρα στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης του 2018 ως μια μεγάλη ευκαιρία. Το κεντρικό θέμα του περιπτέρου είναι η έμφαση στην Τεχνολογία και Καινοτομία, όχι μόνο για το προβάδισμα των αμερικανικών εταιρειών στους τομείς αυτούς, αλλά κυρίως γιατί εκεί πρέπει να στηριχθεί το νέο Αναπτυξιακό πρότυπο της χώρας, αυτό που μπορεί να ενδυναμώσει τον εξωστρεφή προσανατολισμό μας και να φέρει βιώσιμη ανάπτυξη, νέες θέσεις εργασίας και ευημερία.
Η παρουσία στο Περίπτερο των μεγαλύτερων και γνωστότερων αμερικανικών εταιρειών, όπως και η έλευση υψηλόβαθμης κυβερνητικής αποστολής, υπό την ηγεσία του υπουργού Εμπορίου των ΗΠΑ, που θα συνοδεύεται από επιχειρηματίες και επενδυτές, θα αποτελέσει πόλο έλξης για τη ΔΕΘ και θα συγκεντρώσει το διεθνές ενδιαφέρον στην Ελλάδα. Παράλληλα έχουμε προσκαλέσει όλα τα διμερή Αμερικανικά Επιμελητήρια των γειτονικών χωρών να επισκεφθούν την Έκθεση, με αντίστοιχες κυβερνητικές και επιχειρηματικές αποστολές, με προφανή στόχο τη διεύρυνση του αμερικανικού ενδιαφέροντος για την περιοχή, με κέντρο την Ελλάδα, και την μεγέθυνση της απήχησης της ΔΕΘ που ξαναβρίσκει τη θέση της σαν το κορυφαίο επιχειρηματικό και εμπορικό γεγονός της ευρύτερης περιοχής.
Οι διμερείς και πολυμερείς κυβερνητικές και επιχειρηματικές συναντήσεις, οι συνεδριακές εκδηλώσεις και το παράλληλο πολιτιστικό πρόγραμμα αναμένεται να αναδείξει την πρόοδο και τις δυνατότητες της χώρας σε πολλαπλούς τομείς, να δημιουργήσει κλίμα εμπιστοσύνης και να αποκαταστήσει την εικόνα της Ελλάδας σαν ασφαλή επενδυτικό προορισμό με μακροχρόνιο ορίζοντα.
Με τις προϋποθέσεις λοιπόν που αναφέρθηκαν προηγουμένως η ευκαιρία που διαμορφώνεται στη φετινή ΔΕΘ μπορεί να λειτουργήσει σαν καταλύτης για την έναρξη μιας περιόδου ανάπτυξης για την Ελλάδα και να κεφαλαιοποιήσει τις προσδοκίες που δημιουργεί η έξοδος από το Πρόγραμμα Προσαρμογής.