Αφιερώματα
Τρίτη, 11 Σεπτεμβρίου 2018 19:18

Μετάβαση στο νέο ενεργειακό τοπίο για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη

Αναπτυξιακές δυνατότητες, αλλά και προκλήσεις κρύβει για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη η μετάβαση στο νέο ενεργειακό τοπίο, το οποίο περιλαμβάνει τόσο θεσμικές αλλαγές όπως την πλήρη απελευθέρωση των αγορών, όσο και την επίτευξη των φιλόδοξων στόχων που έχει θέσει η Ε.Ε. σχετικά με την αύξηση της συμμετοχής των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα, αλλά και την ενεργειακή εξοικονόμηση.

Του Κώστα Δεληγιάννη 
[email protected]

Αναπτυξιακές δυνατότητες, αλλά και προκλήσεις κρύβει για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη η μετάβαση στο νέο ενεργειακό τοπίο, το οποίο περιλαμβάνει τόσο θεσμικές αλλαγές όπως την πλήρη απελευθέρωση των αγορών, όσο και την επίτευξη των φιλόδοξων στόχων που έχει θέσει η Ε.Ε. σχετικά με την αύξηση της συμμετοχής των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα, αλλά και την ενεργειακή εξοικονόμηση. Έτσι, για παράδειγμα, τη στιγμή που είναι προδιαγεγραμμένη η περαιτέρω διείσδυση των καθαρότερων μορφών ενέργειας σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, η διασφάλιση της ενεργειακής ασφάλειας στην περιοχή φαίνεται να αποτελεί μεγαλύτερο διακύβευμα απ’ ό,τι στην υπόλοιπη γηραιά ήπειρο. Πέραν όμως της ενεργειακής ασφάλειας, ζητούμενο αποτελεί και η αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας, όταν μάλιστα το κόστος αρκετών εισαγόμενων ενεργειακών προϊόντων (όπως π.χ. του φυσικού αερίου) είναι αρκετά μεγαλύτερο απ’ ό,τι σε άλλες περιοχές της Ευρώπης. 

Κοινή πεποίθηση όλων των αναλυτών είναι πως «απάντηση» στα παραπάνω διακυβεύματα αποτελεί η περιφερειακή συνεργασία, με τη δικτύωση και ενοποίηση των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, η οποία θα βοηθήσει τις χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης να μετατρέψουν τις προκλήσεις σε ευκαιρίες και να μεγιστοποιήσουν τα οφέλη από τις σχεδιαζόμενες αλλαγές στον ενεργειακό χάρτη. Μάλιστα, σύμφωνα με τους διοργανωτές του «Southeast Europe Energy Forum», με δεδομένες τις μεγάλες δυνατότητες για αύξηση της ηλεκτροπαραγωγής από ηλιακή και αιολική ενέργεια αλλά και βιομάζα, καθώς και με τις διαφαινόμενες προοπτικές ανάπτυξης μιας ισχυρής τοπικής βιομηχανίας υδρογονανθράκων, είναι πλέον κάτι παραπάνω από προφανής η ανάγκη χάραξης μιας συνολικής ενεργειακής στρατηγικής για όλη την περιοχή. 

Αποτελώντας το πρώτο διεθνές γεγονός πριν από την επίσημη έναρξη της φετινής Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, το «Southeast Europe Energy Forum» πραγματοποιείται την Παρασκευή, 7 Σεπτεμβρίου, από το Ελληνοαμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο σε συνεργασία με την Ελληνική Δεξαμενή Σκέψης για την Ενεργειακή Οικονομία (ΗΑΕΕ). Με τη συμμετοχή στα πάνελ διπλωματών, κυβερνητικών αξιωματούχων, ακαδημαϊκών και επικεφαλής μεγάλων βιομηχανιών, το φόρουμ συνιστά ένα διεθνές βήμα για συζητήσεις σχετικά με τις αλλαγές στο ενεργειακό τοπίο της Ευρώπης και της Ελλάδας και τον ρόλο μεγάλων παικτών, όπως είναι οι ΗΠΑ, με στόχο να προωθήσει την έρευνα και την ανταλλαγή πληροφοριών σε θέματα όπως είναι η ενεργειακή ασφάλεια και οι επιχειρηματικές ευκαιρίες. 

Απτή απόδειξη για την αξία που θα είχε ένας ενεργειακός σχεδιασμός για το σύνολο της περιοχής αποτελεί η πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη συνδεσιμότητα της Κεντρικής και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης (CESEC), που ξεκίνησε το 2015, για να αντιμετωπιστεί η μικρή διαφοροποίηση των πηγών τροφοδοσίας με φυσικό αέριο στις αντίστοιχες χώρες. Ενδεικτικό είναι πως, έως τότε, οι χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης ήταν εξαιρετικά ευάλωτες στη διακοπή του εφοδιασμού με φυσικό αέριο από τον μεγάλο, και συχνά μοναδικό, προμηθευτή της - μάλιστα, σε περίπτωση εξάμηνης διακοπής, κράτη όπως η Σερβία και η πΓΔΜ θα παρουσίαζαν ελλείψεις τουλάχιστον 60% στις εισαγωγές τους. Ωστόσο, χάρη στις υποδομές που προωθήθηκαν μέσω της πρωτοβουλίας, όχι μόνο θα εμπλουτισθούν οι πηγές τροφοδοσίας, αλλά και η περιοχή θα θέσει σοβαρή υποψηφιότητα να καταστεί διαμετακομιστικός κόμβος για την όδευση του καυσίμου προς τις αγορές των υπόλοιπων ευρωπαϊκών κρατών. 

Στην περίπτωση μάλιστα της Ελλάδας, τα έργα που έχει θέσει σε προτεραιότητα η CESEC δημιουργούν το έδαφος ώστε η χώρα μας να μετεξελιχθεί σε «πύλη εισόδου» φυσικού αερίου στην ευρύτερη περιοχή, αλλά και την υπόλοιπη γηραιά ήπειρο. Ρόλο που εξυπηρετεί ο συνδυασμός του Διαδρατικού αγωγού φυσικού αερίου (TAP) με τον Διασυνδετήριο αγωγό φυσικού αερίου Ελλάδας-Βουλγαρίας (IGB), ο οποίος προωθείται στα πλαίσιο της CESEC. Με μήκος 182 χιλιόμετρα και αρχικά προβλεπόμενη μεταφορική ικανότητα έως 3 δισ. κυβικών μέτρων αερίου ετησίως, ο IGB θα ξεκινά από την Κομοτηνή και θα καταλήγει στη Στάρα Ζαγόρα της Βουλγαρίας, αποτελώντας τμήμα του λεγόμενου Κάθετου Διαδρόμου, με τη διασύνδεση των συστημάτων της Ελλάδας, της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας και της Ουγγαρίας, που επίσης αποτελεί προτεραιότητα της ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας. 

Η διασύνδεση αυτή δημιουργεί νέες προοπτικές αξιοποίησης του τερματικού υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) του ΔΕΣΦΑ στη Ρεβυθούσα, καθώς θα μπορεί να εξυπηρετήσει βιομηχανικούς πελάτες και προμηθευτές έως και την Κεντρική Ευρώπη. Μάλιστα, με την ολοκλήρωση και της τρίτης δεξαμενής στην εγκατάσταση, που αναμένεται εντός Σεπτεμβρίου, με τα 5 δισ. κυβικά μέτρα που θα απομένουν με την κάλυψη της ελληνικής αγοράς θα μπορεί να καλυφθεί το 1/3 των αναγκών των βαλκανικών αγορών. 

Επίσης, o IGB θεωρείται «συγχρονισμένο» έργο με τον πλωτό σταθμό υποδοχής, προσωρινής αποθήκευσης και αεριοποίησης (FSRU) υγροποιημένου φυσικού αερίου, τον οποίο σχεδιάζει να εγκαταστήσει η Gastrade ανοιχτά της Αλεξανδρούπολης. Η εταιρεία προγραμματίζει εντός του Σεπτεμβρίου το market test για τη δέσμευση χωρητικότητας στο τερματικό, ώστε έως το τέλος του 2018 να ληφθεί η τελική επενδυτική απόφαση (FID) για το έργο. 

Οι παραπάνω υποδομές θα μπορούσαν να «υποδέχονται» και φυσικό αέριο από τα κοιτάσματα που ανακαλύφθηκαν πρόσφατα στην Κύπρο, το Ισραήλ και την Αίγυπτο. Ειδικά για τα «οικόπεδα» της Λεβαντίνης, υπό διερεύνηση βρίσκεται και ο αγωγός EastMed, για την προώθηση του οποίου στα μέσα Σεπτεμβρίου θα συνέλθει εκ νέου στην Ιερουσαλήμ η ομάδα εργασίας Ελλάδας, Κύπρου, Ιταλίας και Ισραήλ. 

Οι παραπάνω διεργασίες που συντελούνται στη μεταφορά και αποθήκευση των υδρογονανθράκων (midstream), σε συνδυασμό με την ισχυρή εγχώρια παρουσία στον κλάδο της διύλισης (downstream), στην περίπτωση της Ελλάδας έχουν παίξει όμως και καταλυτικό ρόλο στην αναθέρμανση τα τελευταία χρόνια των ερευνών για εγχώρια κοιτάσματα (upstream). Έρευνες που αυτή τη στιγμή δρομολογούνται σε 12 θαλάσσια και χερσαία οικόπεδα στη δυτική και νότια Ελλάδα, από τη νότια Κρήτη μέχρι το βόρειο Ιόνιο (βορειανατολικά της Κέρκυρας), και από τα Ιωάννινα μέχρι την Πελοπόννησο.

Οι «καρποί» που απέδωσε η CESEC στην αναβάθμιση και διασύνδεση των εθνικών συστημάτων φυσικού αερίου είχε ως αποτέλεσμα εδώ και έναν χρόνο η πρωτοβουλία να επεκταθεί και στους τομείς της ηλεκτρικής ενέργειας, των ΑΠΕ και της ενεργειακής απόδοσης. Αναφορικά με την ηλεκτρική ενέργεια, ένα σημαντικός «πυλώνας» είναι η προώθηση πρότζεκτ που θα επιταχύνουν την περιφερειακή ολοκλήρωση με τη σύζευξη (coupling) των εθνικών αγορών επόμενης ημέρας, τη στιγμή που έχει ήδη δρομολογηθεί η σύζευξη της Ελλάδας με την Ιταλία και τη Βουλγαρία από την επόμενη χρονιά, όπως επίσης και η ένταξη της Βουλγαρίας από το 2020 στην κοινή πλατφόρμα που ήδη έχουν δημιουργήσει η Τσεχία, η Σλοβακία, η Ουγγαρία και η Ρουμανία. 

Στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας, 6 έργα αναβάθμισης των εθνικών ηλεκτρικών δικτύων έχουν ιεραρχηθεί ως πρότζεκτ υψηλής προτεραιότητας, τόσο για τη διασύνδεση των χωρών όσο και για την ενσωμάτωσή τους στην ενιαία ευρωπαϊκή ενεργειακή αγορά. Έργα τα οποία έρχονται να προστεθούν στα σχέδια των τοπικών Διαχειριστών για νέες διασυνδέσεις, όπως η γραμμή μεταφοράς 400 kV Νέας Σάντας - Μαρίτσα που σχεδιάζουν οι Διαχειριστές Ελλάδας και Βουλγαρίας και η οποία έχει χαρακτηρισθεί από την Ε.Ε. ως Έργο Κοινού Ευρωπαϊκού Ενδιαφέροντος (PCI). 

Η αναβάθμιση των δικτύων αναμένεται να «ξεκλειδώσει» αρκετά μεγάλο ποσοστό από τα περίπου 127 GW (γιγαβάτ) ισχύος ΑΠΕ που, σύμφωνα με τον οργανισμό IRENA, είναι εμπορικά αξιοποιήσιμα στην περιοχή. Ποσοστό που μεταφράζεται σε σημαντικές νέες επενδύσεις για καινούργιες «πράσινες» μονάδες ηλεκτροπαραγωγής, αν αναλογιστεί κανείς πως η λειτουργική ενίσχυση νέων μονάδων συνολικής ισχύος 2,6 GW έως το 2020 στην Ελλάδα ισοδυναμεί με κεφάλαια περίπου 2,5 δισ. ευρώ.