Με τις προσπάθειες για εκεχειρία στη Συρία να έχουν ναυαγήσει και τη διεθνή κοινότητα να βρίσκεται εν αναμονή του χτυπήματος των δυνάμεων Άσαντ στην Ιντλίμπ, η Ουάσιγκτον βρίσκεται σε συνεχή επαφή με το Παρίσι και το Λονδίνο με στόχο μία συντονισμένη απάντηση στις εξελίξεις.
Με τις προσπάθειες για εκεχειρία στη Συρία να έχουν ναυαγήσει και τη διεθνή κοινότητα να βρίσκεται εν αναμονή του χτυπήματος των δυνάμεων Άσαντ στην Ιντλίμπ, η Ουάσιγκτον βρίσκεται σε συνεχή επαφή με το Παρίσι και το Λονδίνο με στόχο μία συντονισμένη απάντηση στις εξελίξεις.
Οι τρεις χώρες σχεδιάζουν συγκεκριμένα συντονισμένη επίθεση, εάν το καθεστώς Άσαντ χρησιμοποιήσει χημικά όπλα στην εισβολή του στο τελευταίο προπύργιο των ανταρτών. Mάλιστα ο Τζον Μπόλτον, σύμβουλος ασφαλείας του Λευκού Οίκου προειδοποίησε ότι μία νέα επίθεση των συμμαχικών δυνάμεων της Δύσης θα ήταν πολύ ισχυρότερη των αεροπορικών βομβαρδισμών, που έλαβαν χώρα τον Απρίλιο του 2017 και τον Απρίλιο του 2018.
Και στις δύο περιπτώσεις τότε ο Μπασάρ Αλ Άσαντ είχε κατηγορηθεί για τη χρήση χημικών, που οδήγησαν στο θάνατο εκατοντάδων αμάχων.
«Είμαστε σε διαβουλεύσεις με τους Βρετανούς και τους Γάλλους και συμφωνούν ότι μία νέα χρήση χημικών θα απαιτούσε πολύ ισχυρότερη απάντηση» υπογράμμισε ο Μπόλτον.
Στην Ιντλίμπ περίπου 70.000 αντάρτες, αλλά και 3 εκατομμύρια άμαχοι προετοιμάζονται για τη μεγάλη επίθεση. Τις τελευταίες ημέρες η Ρωσία έχει πραγματοποιήσει περισσότερες από 70 αεροπορικές επιδρομές στη γύρω περιοχή, ενώ το συριακό καθεστώς έχει ρίξει δεκάδες βόμβες, σύμφωνα με διεθνή παρατηρητήρια.
Το Ιράν συντάσσεται και σε αυτό στο πλευρό του Άσαντ και της Ρωσίας, ενώ οι προσπάθειες της Τουρκίας να μεταπείσει τους δύο συμμάχους της έχουν πέσει στο κενό. Η Τεχεράνη τονίζει ότι θα κάνει ό,τι δυνατόν να αποφευχθεί μία ανθρωπιστική καταστροφή, αλλά δεν εξηγεί πώς θα αποφευχθεί κάτι τέτοιο σε περίπτωση επίθεσης.
naftemporiki.gr με πληροφορίες από Reuters, WSJ