Η μανιώδης επιδίωξη της κυβέρνησης να παρουσιάσει ως δικά της «επιτεύγματα» την αύξηση του κατώτατου μισθού και την επέκταση των συλλογικών συμβάσεων είναι τουλάχιστον ατυχής και επιβεβαιώνει την αγωνία και τον πανικό της. Αυτό γιατί τόσο η αύξηση του κατώτατου μισθού, όσο και η επέκταση των συλλογικών συμβάσεων δεν αποτελούν «επιτεύγματα» της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ -όπως επιδιώκει με κάθε τρόπο να φανούν- καθώς πρόκειται για δρομολογημένες και νομοθετημένες πολιτικές προηγούμενων κυβερνήσεων, γράφει ο Ιωάννης Βρούτσης.
Από την έντυπη έκδοση
Ιωάννης Βρούτσης, τομεάρχης Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης της Νέας Δημοκρατίας και βουλευτής Κυκλάδων.
Η μανιώδης επιδίωξη της κυβέρνησης να παρουσιάσει ως δικά της «επιτεύγματα» την αύξηση του κατώτατου μισθού και την επέκταση των συλλογικών συμβάσεων είναι τουλάχιστον ατυχής και επιβεβαιώνει την αγωνία και τον πανικό της. Αυτό γιατί τόσο η αύξηση του κατώτατου μισθού, όσο και η επέκταση των συλλογικών συμβάσεων δεν αποτελούν «επιτεύγματα» της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ -όπως επιδιώκει με κάθε τρόπο να φανούν- καθώς πρόκειται για δρομολογημένες και νομοθετημένες πολιτικές προηγούμενων κυβερνήσεων.
Συγκεκριμένα, η αύξηση του κατώτατου μισθού είχε ήδη δρομολογηθεί από την κυβέρνηση Σαμαρά με τον Ν. 4172 του 2013. Έναν νέο μηχανισμό διαμόρφωσης μισθών, που διόρθωσε στρεβλώσεις δεκαετιών μέσα από τη δημιουργία ενός σύγχρονου θεσμικού πλαισίου. Αυτό τον νόμο-τομή, που βρίσκεται μέχρι σήμερα σε ισχύ και που εφαρμόζει η κυβέρνηση για την αύξηση του κατώτατου μισθού, τότε κατήγγειλαν και καταψήφισαν οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Την εποχή που εξαπατούσαν τους εργαζόμενους και τους έταζαν κατώτατο μισθό στα 751 ευρώ! Ωστόσο, για την ιστορική αποκατάσταση της αλήθειας υπενθυμίζεται ότι:
Δυστυχώς, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ -αποκλειστικά με δική της ευθύνη- όχι μόνο καθυστέρησε να εφαρμόσει -κατά δύο ολόκληρα χρόνια- το νέο μηχανισμό αύξησης του κατώτατου μισθού, αλλά την ίδια στιγμή 2,1 εκατομμύρια μισθωτοί εργαζόμενοι θα χάσουν έναν ολόκληρο μισθό μέσα από τη δεύτερη συνεχόμενη μείωση του αφορολόγητου ορίου. Από την άλλη πλευρά, η επέκταση των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας αποτελεί άλλη μια ήδη νομοθετημένη διαδικασία που προέρχεται από προηγούμενες κυβερνήσεις. Υπενθυμίζεται ότι αυτή καθορίζεται από το Ν. 1896/1990, η ισχύς του οποίου όμως ανεστάλη -με το άρθ. 37 του Ν. 4024/2011- όταν η χώρα μπήκε στο περιβάλλον της δημοσιονομικής προσαρμογής και έως ότου να βγει από το πλαίσιο των δημοσιονομικών περιορισμών. Την αναστολή αυτή παρέτεινε επίσης και ο ΣΥΡΙΖΑ με το άρθ. 16 του Ν. 4472/2017. Η έξοδος της χώρας από το Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Προσαρμογής (και όχι από το μνημόνιο) αυτόματα επανέφερε σε ισχύ τον Ν. 1896/1990, που υπήρχε ήδη για δεκαετίες στο εργατικό δίκαιο της χώρας και ταυτόχρονα ενεργοποίησε τον μηχανισμό αύξησης του κατώτατου μισθού.
Συνεπώς, η επέκταση για την οποία πανηγυρίζει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν είναι κάτι καινούργιο, αλλά κάτι αναμενόμενο που θα γινόταν ήδη από το 2015. Με τις τραγικές επιλογές της απλά την καθυστέρησε -κατά 3 ολόκληρα χρόνια-, καθώς το 2015, όταν θα μπαίναμε στην προληπτική γραμμή στήριξης και ουσιαστικά θα βγαίναμε από τους αυστηρούς δημοσιονομικούς περιορισμούς, αυτή θα επανερχόταν αυτόματα. Σε κάθε περίπτωση, η κρίση θα πρέπει να μας κάνει όλους σοφότερους. Να εξαλείψουμε τα λάθη, τις παραλείψεις και τις στρεβλώσεις του παρελθόντος που μας οδήγησαν σε αυτή και να διασφαλίσουμε ότι δεν θα επαναληφθούν ξανά στο μέλλον. Θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι οι νέες και καλά αμειβόμενες δουλειές μπορούν να δημιουργηθούν μόνο μέσα από την ενίσχυση του ιδιωτικού τομέα. Κάτι που δυστυχώς η σημερινή κυβέρνηση αγνοεί, καθώς έχει ενοχοποιήσει την επιχειρηματικότητα με την επιβολή εξοντωτικών φόρων και εισφορών, ενώ παράλληλα έχει δημιουργήσει ένα ιδιαίτερα εχθρικό περιβάλλον που αποτρέπει τις επενδύσεις.
Μόνο με ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, εμπέδωση της συνεργασίας εργοδοτών και εργαζομένων, μείωση των φόρων, διαμόρφωση ελκυστικού κλίματος για επενδύσεις, απελευθέρωση της οικονομίας από την πολυνομία, εντατικοποίηση των ιδιωτικοποιήσεων, επαναφορά ταυτόχρονα της εμπιστοσύνης, της αξιοπιστίας και της σταθερότητας στη χώρα, θα μπορέσει η οικονομία να ανακάμψει και να επιστρέψει στην ανάπτυξη. Ούτε οι μισθοί ούτε οι θέσεις εργασίας αυξάνονται με ευχές, υπουργικές αποφάσεις και καλές προθέσεις. Μόνο η οικονομία που δημιουργεί πλούτο και δίνει κίνητρα στην επιχειρηματικότητα μπορεί να πετύχει και τα δυο. Κάτι που μόνο η Ν.Δ. και ο Κυριάκος Μητσοτάκης μπορούν να εγγυηθούν.