H Αούνγκ Σαν Σου Κι θεωρείτο κάποτε «ιέρεια» της δημοκρατίας και σύμβολο ελευθερίας και ελπίδας. Το 1990, τη χρονιά που εξελέγη πρωθυπουργός της Μιανμάρ, τιμήθηκε με το Βραβείο Ζαχάροφ και έναν χρόνο αργότερα με το Νόμπελ Ειρήνης, γράφει η Αγγελική Κοτσοβού.
Από την έντυπη έκδοση
Της Αγγελικής Κοτσοβού
[email protected]
H Αούνγκ Σαν Σου Κι θεωρείτο κάποτε «ιέρεια» της δημοκρατίας και σύμβολο ελευθερίας και ελπίδας. Το 1990, τη χρονιά που εξελέγη πρωθυπουργός της Μιανμάρ, τιμήθηκε με το Βραβείο Ζαχάροφ και έναν χρόνο αργότερα με το Νόμπελ Ειρήνης. Δεν ήταν σε θέση να παραλάβει κανένα από τα δύο αυτοπροσώπως, καθώς το στρατιωτικό καθεστώς είχε θέσει εκτός νόμου το κόμμα της και είχε καταδικάσει την ίδια σε κατ’ οίκον περιορισμό. Τον Νοέμβριο του 2010 αφέθηκε ελεύθερη, ενώ το 2015, το κόμμα της, Εθνικός Σύνδεσμος για τη Δημοκρατία, εξασφάλισε την απόλυτη πλειοψηφία στις γενικές εκλογές.
Η Αούνγκ Σαν Σου Κι, μια ιστορική προσωπικότητα που αγωνίστηκε για υψηλά ιδανικά όπως η ελευθερία και η δημοκρατία, τρομάζει με την εκκωφαντική σιωπή της απέναντι στον διωγμό και τις βιαιότητες σε βάρος της μουσουλμανικής μειονότητας των Ροχίνγκια. Φάνηκε να υποστηρίζει σιωπηρά τη διαδικασία εθνοκάθαρσης από τις στρατιωτικές δυνάμεις, ενώ είχε αρνηθεί να τους παραχωρήσει τη βιρμανική υπηκοότητα.
Οι σφαγές, οι βιασμοί και οι καταστροφές ολόκληρων χωριών έχουν αναγκάσει περισσότερους από 700.000 Ροχίνγκια να εγκαταλείψουν τη Μιανμάρ και να αναζητήσουν καταφύγιο στο Μπαγκλαντές, σύμφωνα με στοιχεία των Ηνωμένων Εθνών, που προσδίδει στον διωγμό χαρακτηριστικά γενοκτονίας.
Η στάση της έχει προκαλέσει διεθνή κατακραυγή και εκκλήσεις να της αφαιρεθεί το Βραβείο Νόμπελ, καθώς δεν χρησιμοποίησε το ηθικό της κύρος για να αποτρέψει τον διωγμό των Ροχίνγκια.
Το ποτήρι ξεχείλισε με την πρόσφατη απόφαση του δικαστηρίου της Μιανμάρ για επταετή φυλάκιση των δύο δημοσιογράφων του Reuters. H φυλάκισή τους αποτελεί αυτή τη φορά επίθεση κατά της ελευθερίας του Τύπου. Την εποχή της σύλληψής τους, τον Δεκέμβριο του 2017, ο 32χρονος Γουά Λον και ο 28χρονος Κιάο Σόε Όο, ερευνούσαν τη δολοφονία δέκα μουσουλμάνων Ροχίνγκια από στρατιώτες της Μιανμάρ και βουδιστές χωρικούς του Ιν Ντιν, ενός χωριού στο κρατίδιο Ρακίν. Οι αρχές κατηγόρησαν τους δύο δημοσιογράφους για παράβαση του νόμου περί Επίσημων Μυστικών του Κράτους έχοντας στην κατοχή τους απόρρητα κρατικά έγγραφα. Οι δημοσιογράφοι υποστηρίζουν ότι παγιδεύτηκαν από την αστυνομία, που τους παρέδωσε τα έγγραφα λίγες ώρες πριν από τη σύλληψή τους. «Ξέρουμε ότι δεν έχουμε διαπράξει τίποτε κακό. Δεν φοβάμαι», ήταν τα λόγια του Γουά Λον όταν του απαγγέλθηκε η ποινή.
Δεν φοβήθηκαν να φέρουν στο φως την αλήθεια. Δεν φοβήθηκαν να βρουν αποδείξεις, ώστε να τιμωρηθούν οι ένοχοι.
Μια από τις πιο γνωστές ομιλίες της Αούγκ Σαν Σου Κι είναι η «Ελευθερία από τον φόβο», το προοίμιο της οποίας αρχίζει ως εξής: «Δεν είναι η εξουσία που διαφθείρει, αλλά ο φόβος. Ο φόβος να χάσουν την εξουσία διαφθείρει αυτούς που την ασκούν, εξίσου με αυτούς που υποταγμένοι φοβούνται και υποκύπτουν στην ωμή βία της εξουσίας». Οι δύο δημοσιογράφοι φυλακίστηκαν επειδή αψήφησαν τον φόβο και υπερασπίστηκαν τα ιδανικά τους. Για τα ίδια ιδανικά μαχόταν κάποτε χωρίς φόβο και η «ιέρεια» της δημοκρατίας. Η διεθνής κοινή γνώμη περιμένει από εκείνη να ελευθερωθεί από τη σιωπή της.