«Αν υπάρχουν δύο ή περισσότεροι τρόποι να κάνει κάποιος κάτι και ο ένας από αυτούς οδηγεί στην καταστροφή, τότε κάποιος θα επιλέξει αυτόν». Τον περίφημο νόμο του Μέρφι, στη θεωρούμενη ως αυθεντική διατύπωσή του, έχει βαλθεί να επιβεβαιώσει με κάθε τρόπο η Ε.Ε. την τελευταία τριετία. Η αντιμετώπιση του μεταναστευτικού είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, γράφει η Νατάσα Στασινού.
Από την έντυπη έκδοση
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
«Αν υπάρχουν δύο ή περισσότεροι τρόποι να κάνει κάποιος κάτι και ο ένας από αυτούς οδηγεί στην καταστροφή, τότε κάποιος θα επιλέξει αυτόν». Τον περίφημο νόμο του Μέρφι, στη θεωρούμενη ως αυθεντική διατύπωσή του, έχει βαλθεί να επιβεβαιώσει με κάθε τρόπο η Ε.Ε. την τελευταία τριετία. Η αντιμετώπιση του μεταναστευτικού είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Η κοινότητα ήρθε αντιμέτωπη με τη χειρότερη προσφυγική κρίση από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου τη διετία 2015-16. Σήμερα αν δει κανείς τα στοιχεία για τις μεταναστευτικές ροές, καταλαβαίνει ότι η κρίση είναι πια μόνο στη σφαίρα της πολιτικής αντιπαράθεσης, της κόντρας ανάμεσα στο ανοιχτό και το κλειστό, της διαμάχης για την απάντηση που δίνουμε στα ερωτήματα: «ποιοι είμαστε» και «πότε νιώθουμε ασφαλείς»;
Πολύ πριν φτάσουμε εδώ, πριν επιτρέψουμε τους εκβιασμούς των πάσης φύσεως Σαλβίνι, τα ημίμετρα, που έχουν ως μόνο στόχο να σώσουν προσωρινά τον γερμανικό κυβερνητικό συνασπισμό, την υποκρισία από εκείνους που ζητούν σεβασμό των ευρωπαϊκών αξιών, αλλά κλείνουν τα δικά τους σύνορα αφήνοντας το βάρος στις χώρες υποδοχής, προηγήθηκαν πολλά λάθη.
Σε συνέντευξή της το 2016 η Άγκελα Μέρκελ παραδεχόταν ότι η κυβέρνησή της, όπως και οι υπόλοιπες των ευρωπαϊκών κρατών είχαν δύο επιλογές μπροστά τους, πριν ακόμη ξεσπάσει η κρίση: να προετοιμαστούν για τον μαζικής μετακίνησης πληθυσμό από την φλέγουσα Μέση Ανατολή ή να τον αγνοήσουν. Επέλεξαν επί χρόνια το δεύτερο, παρόλο που οι προσφυγικές/μεταναστευτικές ροές αυξάνονταν σταθερά από την Αραβική Άνοιξη του 2011 και έπειτα.
Οι παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις είχαν επίσης την επιλογή να μιλήσουν πρώτες για το ζήτημα, που απασχολούσε και ολοένα και περισσότερο την κοινή γνώμη, όπως μαρτυρούσαν οι δημοσκοπήσεις. Να αναγνωρίσουν τις προκλήσεις, αλλά και το πιθανό κέρδος, να θέσουν το ζήτημα στις σωστές του διαστάσεις, να αποδεχθούν τα σύνορα ως «εμβόλιο κατά της επιδημίας των τειχών», να προτείνουν απτές λύσεις ενσωμάτωσης. Μπορούσαν και να σιωπήσουν ή να περιοριστούν σε κηρύγματα ηθικής και ανθρωπισμού, αφήνοντας τα άκρα να ορίσουν την πολιτική ατζέντα, με διαγωνισμό ρητορικής φόβου και μίσους. Επέλεξαν το δεύτερο.
Μπορούσαν να πιέσουν για πανευρωπαϊκές λύσεις, πριν η Μεσόγειος μετατραπεί σε θαλάσσιο τάφο, να παραδεχθούν την υποκρισία του Δουβλίνου πριν έρθει η de facto κατάργηση της Σένγκεν. Ή να περιμένουν ποιος θα βουλιάξει πρώτος στις λάσπες της Ειδομένης και να αναθέσουν τη φύλαξη των συνόρων... στην Τουρκία. Επέλεξαν το δεύτερο.
Ό,τι μπορούσε να πάει στραβά πήγε. Όχι λόγω κακής μας τύχης, αλλά των επιλογών που έγιναν.