Ναι, όλοι οι επίσημοι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι, ο καθένας με τον τρόπο του, απένειμαν εύσημα στην ελληνική κυβέρνηση και στον πρωθυπουργό για την έξοδο της χώρας από την αυστηρή επιτήρηση και κάποιοι του ευχήθηκαν και καλή τύχη στις αγορές. Όλοι ανεξαιρέτως, όμως, κατέληξαν με τη διατύπωση ότι η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις, καθ’ όσον αυτές είναι και η σοβαρή προϋπόθεση για την ανάπτυξή της, γράφει ο Αθανάσιος Χ. Παπανδρόπουλος.
Από την έντυπη έκδοση
Του Αθανάσιου Χ. Παπανδρόπουλου
Ναι, όλοι οι επίσημοι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι, ο καθένας με τον τρόπο του, απένειμαν εύσημα στην ελληνική κυβέρνηση και στον πρωθυπουργό για την έξοδο της χώρας από την αυστηρή επιτήρηση και κάποιοι του ευχήθηκαν και καλή τύχη στις αγορές. Όλοι ανεξαιρέτως, όμως, κατέληξαν με τη διατύπωση ότι η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις, καθ’ όσον αυτές είναι και η σοβαρή προϋπόθεση για την ανάπτυξή της.
Ωστόσο, όπως διαπιστώσαμε διαβάζοντας μεγάλες δυτικές εφημερίδες, την άποψη αυτή δεν δείχνουν να συμμερίζονται απόλυτα οι παρατηρητές και άλλοι αναλυτές της ελληνικής πολιτικοοικονομικής πραγματικότητας. Οι «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς», η «Μοντ», η «Φρανκφούρτερ Αλγκεμάινε», η βελγική «Σουάρ», η ιταλική «24 Όρε», καθώς και αρκετοί έγκυροι ιστότοποι, επισημαίνουν ότι αν κάτι είναι ακατόρθωτο στην Ελλάδα, αυτό έγκειται στις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις που το πολιτικό σύστημα της χώρας δεν θέλει να κάνει.
Πώς είναι δυνατόν να υπάρξει ανάπτυξη 3%-4% στην Ελλάδα, υπό τη σημερινή διεθνή συγκυρία, όταν στη χώρα βολοδέρνει η σημαντικότερη επένδυσή της, αυτή του Ελληνικού, αναρωτιέται ο αρθρογράφος της γαλλικής «Φιγκαρό» - και έχει δίκιο. Από την πλευρά της, η βελγική «DH» τονίζει ότι οι μνημονιακές κυβερνήσεις προτίμησαν να υπερφορολογήσουν την ελληνική μεσαία τάξη έως εξοντώσεώς της, παρά να πραγματοποιήσουν κάποιες σοβαρές ιδιωτικοποιήσεις, από τις οποίες θα αντλούσαν άμεσα κεφάλαια. «Κατά συνέπεια, τι θα αλλάξει στην κατάσταση αυτή; Μάλλον τα πράγματα θα χειροτερέψουν» υπογραμμίζει η βελγική εφημερίδα.
Υπάρχει όμως και ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα με την ελληνική περίπτωση, το οποίο μας έθεσε σε συζήτησή μας ο Φραντζ-Ολιβιέ Γκισμπέρ, κύριος αρθρογράφος του γαλλικού περιοδικού «Λε Πουέν» και συγγραφέας:
«Τι θα κάνει ο Τσίπρας το εξάμηνο που έρχεται; Θα αφήσει το αριστερό του προφίλ να μείνει τσαλακωμένο όπως είναι σήμερα, ή θα επιδιώξει να το αποκαταστήσει εν όψει ευρωεκλογών και πιθανότατα εθνικών σας εκλογών τον Μάιο του 2019; Αν θελήσει να αποκαταστήσει το τρωθέν αριστερό του γόητρο, τότε η Ελλάδα θα μπει σε νέες περιπέτειες. Διότι κατά πάσα πιθανότητα η ελληνική κυβέρνηση, με σημαία της την άρνηση να εφαρμόσει περικοπές συντάξεων την 1η Ιανουαρίου 2019 και με παροχές που θα δώσει από το μαξιλάρι των 24 δισεκατομμυρίων ευρώ, θα έλθει σε αντιπαράθεση με τους θεσμούς. Πολύ απλά, θα αρνηθεί να εφαρμόσει αυτά που η ίδια συμφώνησε και υπέγραψε. Άρα θα υπάρξει επιστροφή στα παλιά» τονίζει ο Γάλλος συνάδελφος.
Έχουμε δε την αίσθηση ότι τις απόψεις και προβλέψεις του συμμερίζονται παρασκηνιακά και πολλοί κοινοτικοί αξιωματούχοι. Γι’ αυτό και υπογραμμίζουν ότι η κυβέρνηση θα αποφύγει να προσφύγει στις αγορές για ένα διάστημα. «Σε καμία περίπτωση δεν θα ρισκάρει υψηλό κόστος δανεισμού υπό τις σημερινές ρευστές συνθήκες» μας είπε αναλυτής του Ιδρύματος Bruegel στις Βρυξέλλες.
Τη δε εκτίμησή του μοιράζονται και αρκετοί παρατηρητές στη βελγική πρωτεύουσα, οι οποίοι πιστεύουν ότι ο Αλέξης Τσίπρας αυτήν τη στιγμή αμφιταλαντεύεται αν πρέπει να ενδώσει στον λαϊκισμό ή να παίξει το χαρτί του νέου και ελπιδοφόρου για την Κεντροαριστερά Ευρωπαίου ηγέτη. Προφανώς στην πορεία προς τη ΔΕΘ τα πράγματα στο επίπεδο αυτό ίσως ξεκαθαρίσουν.
Ένα άλλο σοβαρότατο πρόβλημα που έχει μπροστά της η Ελλάδα είναι το τραπεζικό. Όσο διαρκούν οι κεφαλαιακοί έλεγχοι, οι επενδυτές θα είναι πάντα καχύποπτοι απέναντι στη χώρα.
Παράλληλα, η πολύ χαμηλή πιστωτική ικανότητα των τραπεζών μας δεν λύνει τα ζέοντα προβλήματα κερδοφόρων επιχειρήσεων, οι οποίες δεν διαθέτουν όμως επεκτατική άνεση κεφαλαίων. Αρκετές δε από αυτές, λόγω μεγέθους, δεν έχουν τη δυνατότητα να προσφύγουν στις διεθνείς αγορές. Ως γνωστόν, στις σύγχρονες οικονομίες οι μεγάλες εταιρείες χρηματοδοτούνται από το ρευστό που τους αποφέρει η δραστηριότητά τους. Αντιθέτως, οι μμε χρειάζονται φρέσκα κεφάλαια για να μπορέσουν να επεκταθούν. Τα τελευταία όμως απουσιάζουν δραματικά από την Ελλάδα. Υπάρχει έτσι σοβαρό πρόβλημα ρευστότητας, που από μόνο του είναι αντιαναπτυξιακό και αποθαρρυντικό σοβαρών παραγωγικών επενδύσεων. Από την άλλη πλευρά, καθυστερήσεις υπάρχουν και στην απορρόφηση κοινοτικών πόρων.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, συνεπώς, η έξοδος από τα μνημόνια είναι ταυτοχρόνως είσοδος σε εποχή αβεβαιότητας, στο πλαίσιο της οποίας πολλά θα μπορούσαν να προκύψουν. Όσο για τις αγορές, αυτές ήδη παρακολουθούν σχολαστικά τις ελληνικές εξελίξεις, καθ’ όσον αυτές θα μπορούσαν να επηρεάσουν και άλλη ωρολογιακή βόμβα, που φέρει το όνομα Ιταλία.