Μιλώντας στο Ελληνοαμερικανικό Επιμελητήριο, ο κ. Νίκος Παππάς, υπουργός Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Επικοινωνίας, τόνισε ότι «η χώρα μας πρέπει να γίνει επικοινωνιακός και τεχνολογικός κόμβος στην αναδυόμενη ψηφιακή εποχή και ως εκ τούτου έχει μπροστά της μεγάλες προκλήσεις». Καμία απολύτως αντίρρηση. Το ερώτημα, όμως, είναι: Πώς μπορεί να επιτευχθεί ο παραγωγικός μετασχηματισμός της χώρας; γράφει ο Αθανάσιος Χ. Παπανδρόπουλος.
Από την έντυπη έκδοση
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Μιλώντας στο Ελληνοαμερικανικό Επιμελητήριο, ο κ. Νίκος Παππάς, υπουργός Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Επικοινωνίας, τόνισε ότι «η χώρα μας πρέπει να γίνει επικοινωνιακός και τεχνολογικός κόμβος στην αναδυόμενη ψηφιακή εποχή και ως εκ τούτου έχει μπροστά της μεγάλες προκλήσεις». Καμία απολύτως αντίρρηση. Το ερώτημα, όμως, είναι: Πώς μπορεί να επιτευχθεί ο παραγωγικός μετασχηματισμός της χώρας;
Ο παραγωγικός ιστός της χώρας αντιμετωπίζει πολύ σοβαρά προβλήματα. Η δε πορεία πολλών επιχειρήσεων αναιρεί πλήρως σχεδόν τις αισιόδοξες προοπτικές για το ξεπέρασμα της υφέσεως. Έτσι, την περίοδο που η κυβέρνηση προβλέπει επιστροφή σε ρυθμούς αναπτύξεως της οικονομίας έως και 3% σχεδόν, ολόκληροι παραγωγικοί κλάδοι που επηρεάζουν θετικότατα την απασχόληση και τις εξαγωγές εκπέμπουν σήμα κινδύνου, ζητώντας αλλαγή στρατηγικής από κυβέρνηση και τράπεζες πριν να είναι πολύ αργά.
Στο πλαίσιο αυτής της πολύ πιεστικής καταστάσεως, κλάδοι όπως η βιομηχανία ξύλου, η κλωστοϋφαντουργία, οι ιχθυοκαλλιέργειες, τα καλλυντικά, η οινοποιία, τα τσιμέντα και εν μέρει η βιομηχανία φαρμάκων, αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα και υφίστανται αφόρητες πιέσεις από τις τράπεζες. Ταυτοχρόνως, ολόκληρη η ελληνική βιομηχανία πλήττεται από το υψηλό κόστος της ενέργειας, την υπερφορολόγηση και, βέβαια, τις δυσκολίες που υπάρχουν στις εξαγωγές και τη χρηματοδότησή τους. Υπό αυτή την έννοια, είναι περίεργη και η στάση ορισμένων τραπεζών, οι οποίες, με σκοπό να βελτιώσουν τη ρευστότητά τους, ζητούν από υγιείς εξαγωγικές επιχειρήσεις, αν και συνεπείς στις υποχρεώσεις τους, να αποπληρώσουν δάνειά τους. Για παράδειγμα, αυτή είναι η περίπτωση για επώνυμες βιομηχανίες στον χώρο της ενδύσεως, του οίνου, της χαλυβουργίας.
Σε κατάσταση μεγάλης δυσκολίας βρίσκονται επίσης και όλοι οι παραγωγικοί κλάδοι που δραστηριοποιούνται στον ευρύτερο χώρο των κατασκευών και της οικοδομής.
Ως γνωστόν, η εγχώρια ζήτηση είναι σοβαρά πεσμένη, ενώ οι εξαγωγές -αν κρίνουμε από τη γνωστή περίπτωση του ομίλου Βιοχάλκο- δεν αποδίδουν κέρδη λόγω υπέρτατου ενεργειακού κόστους, υψηλών επιτοκίων και προβληματικής εν γένει χρηματοδοτήσεως.
Υπό τις συνθήκες αυτές, η Ελλάδα φαίνεται να πληρώνει από παραγωγικής πλευράς δύο σοβαρά λάθη της τρόικας και των εταίρων μας, λόγω των οποίων, όσο δεν διορθώνονται, πολύ φοβούμεθα ότι η ανάπτυξη θα αποτελεί όνειρο απατηλό.
Το πρώτο λάθος ήταν και είναι ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αγνόησαν τη μη ύπαρξη στην ελληνική οικονομία μιας σοβαρής κρίσεως διακυβερνήσεως. Έτσι, οι δανειστές μας -και μαζί με αυτούς οι θεσμοί βεβαίως- πίστεψαν ότι η δημοσιονομική εξισορρόπηση θα πίεζε τις ελληνικές κυβερνήσεις να πλήξουν το μεγάλο απόθεμα φοροδοτικής ικανότητας (τη μάζα της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής), ή την κρατική σπατάλη στις δαπάνες. Δεν διείδαν ότι οι κυβερνήσεις θα προτιμούσαν να μεταφέρουν την πίεση των αυξημένων φόρων στους εύκολους και αδύναμους στόχους -δηλαδή όσους δήλωναν τον όγκο των φορολογητέων εισοδημάτων και της ακίνητης περιουσίας τους- και όχι στις κοινωνικές κατηγορίες που βρίσκονταν πίσω από τις φορολογικές ανισότητες και οι οποίες ήσαν τα αγαπημένα παιδιά της πολιτικής και των πολιτικών. Δεν συνεκτίμησαν επαρκώς επίσης ότι η επιλογή που μόλις επισημάνθηκε θα υπερείχε έναντι της περικοπής δημοσίων δαπανών, με τις οποίες οι κυβερνήσεις χειρίζονται το πελατειακό τους σύστημα.
Το δεύτερο λάθος ήταν η άγνοια περί τη δομή της παραγωγής στην Ελλάδα και τον βαθμό ενσωματώσεως της παραγωγής αυτής στις διεθνείς αγορές. Θεωρήθηκε λοιπόν σκόπιμη η περικοπή μισθών και ρυθμίσεων εργασίας σε μία χώρα η οποία είχε δυσμενή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα και υψηλά σταθερά κόστη. Με τα αρχικά έτσι μέτρα της τρόικας, επλήγη η ισορροπία μεταξύ δημοσιονομικής εξυγιάνσεως, ανταγωνιστικότητος και μεγεθύνσεως. Αποτέλεσμα αυτής της άγνοιας είναι σήμερα η δραματική συρρίκνωση της εσωτερικής ζητήσεως, χωρίς ουσιαστική και ανδιαρθρωτική βελτίωση της παραγωγής.
Με άλλα λόγια, η απουσία μιας μεταρρυθμιστικής αντιλήψεως σε θέματα ενεργειακής τακτικής, φορολογικής πιέσεως και ταχύτητος στην απονομή δικαιοσύνης αποτελούν σήμερα τους τροφοδότες της παραγωγικής ακαμψίας της χώρας. Είναι δε βέβαιον ότι, ακόμα και αν η Ελλάδα παγιώσει επί τα βελτίω τη δημοσιονομική της διαχείριση και αποφύγει νέα βοήθεια, θα έχει για αρκετά χρόνια σοβαρό πρόβλημα παραγωγής και εξωστρέφειας.
Με αυτά τα δεδομένα είναι επείγον πλέον να κινητοποιηθούν ξένες άμεσες επενδύσεις οι οποίες να ευνοούν την κινητοποίηση των παραγόντων εκείνων που θα μπορούσαν να μας οδηγήσουν από την αποανάπτυξη στην ανάκαμψη και αργότερα στην ανάπτυξη. Υπό αυτή την έννοια, το να είναι στην προσεχή ΔΕΘ τιμώμενη χώρα η Αμερική, αποτελεί ένα θετικό μήνυμα, που θα πρέπει να αποτιμήσουμε όταν η Έκθεση θα έχει ολοκληρωθεί.
Από την άλλη πλευρά, ψηφιακή αλλαγή δύσκολα θα υπάρξει αν δεν γίνει στη χώρα και μία γενναία εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, ευνοϊκή προς την επιχειρηματικότητα και τη διάχυση της γνώσης.