Παραμονές της εξόδου της χώρας από την εποχή των μνημονίων και της προσδοκίας για ξεκίνημα μιας νέας εποχής, βλέπουμε ότι και ο κλάδος της υγείας δεν μένει ανεπηρέαστος από τις συνέπειες της οκταετούς ύφεσης, της οπισθοδρόμησης και των δραματικών αλλαγών στον επιχειρηματικό χάρτη. Διακοπή λειτουργίας δεκάδων κλινικών, εξαγορές ιδιωτικών νοσοκομειακών μονάδων γνωστών ομίλων, προσφορές και κινητικότητα για αγορά άλλων ομίλων, διαδικασίες διαγωνισμών για άλλες, συνθέτουν ένα σκηνικό το οποίο θα είναι τελείως διαφορετικό έως τα τέλη του έτους σε σχέση με αυτό πριν από ένα μόλις χρόνο και φυσικά προ της έναρξης της οικονομικής κρίσης.
Tου Γρηγόρη Σαραφιανού
Παραμονές της εξόδου της χώρας από την εποχή των μνημονίων και της προσδοκίας για ξεκίνημα μιας νέας εποχής, βλέπουμε ότι και ο κλάδος της υγείας δεν μένει ανεπηρέαστος από τις συνέπειες της οκταετούς ύφεσης, της οπισθοδρόμησης και των δραματικών αλλαγών στον επιχειρηματικό χάρτη. Διακοπή λειτουργίας δεκάδων κλινικών, εξαγορές ιδιωτικών νοσοκομειακών μονάδων γνωστών ομίλων, προσφορές και κινητικότητα για αγορά άλλων ομίλων, διαδικασίες διαγωνισμών για άλλες, συνθέτουν ένα σκηνικό το οποίο θα είναι τελείως διαφορετικό έως τα τέλη του έτους σε σχέση με αυτό πριν από ένα μόλις χρόνο και φυσικά προ της έναρξης της οικονομικής κρίσης.
Ταυτόχρονα η απαίτηση των θεσμών, στα πλαίσια της 4ης αξιολόγησης, για ένα νέο νομοθετικό πλαίσιο λειτουργίας των Ιδιωτικών Κλινικών, το οποίο πρέπει να ψηφισθεί μέσα στον Ιούλιο, θέτοντας νέους κανόνες ειδικά για τις κλινικές που θα δημιουργηθούν στο μέλλον, μέσα από ένα νομοσχέδιο που είναι παντελώς γραφειοκρατικό, αυστηρά περιοριστικό για νέες επενδύσεις, σε βαθμό που από πρόχειρη κοστολόγηση υπολογίζεται ότι δεν είναι εφικτή οποιαδήποτε απόσβεση και παραγωγή κερδοφορίας. Τέτοιοι περιορισμοί και ανούσιες χρονοβόρες γραφειοκρατικές διαδικασίες και για τα πιο απλά θέματα, που δεν αποσκοπούν στην αναβάθμιση του επιπέδου των προσφερόμενων υπηρεσιών υγείας για τους ασθενείς, ταιριάζουν σε καθεστώτα ελεγχόμενης οικονομίας.
Ευτυχώς για τις κλινικές που λειτουργούν σήμερα έχει ληφθεί η πρόνοια να ισχύσουν 24 μόνο άρθρα διότι η εφαρμογή των υπολοίπων είναι ανέφικτη όταν η συντριπτική πλειοψηφία λειτουργεί μέσα στον αστικό ιστό των πόλεων, συνεπώς οποιαδήποτε κτιριακή παρέμβαση είναι αδύνατη και κοστοβορα και μάλιστα μη ανταποδοτική σε χρονικές περιόδους κλειστών προϋπολογισμών.
Και τίθενται εύλογα τα ερωτήματα. Γιατί τέτοιο ενδιαφέρον από ξένα funds να επενδύσουν στην Ελλάδα και μάλιστα στο χώρο της υγείας; Βλέπουν έναν κλάδο ο οποίος θα επιστρέψει άμεσα στην κερδοφορία; Θα εγγράψουν υπεραξίες από τα ακίνητα των θεραπευτηρίων; Θα υπάρξει υπερ-συγκέντρωση του κλάδου και συνεπώς αναδιανομή της πίτας σε λίγους; Με ποιον τρόπο όμως όταν ο ΕΟΠΥΥ λειτουργεί στα πλαίσια κλειστών, εξωπραγματικών με τις πραγματικές ανάγκες του πληθυσμού, προϋπολογισμών, με ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρίες που καλύπτουν με προγράμματα υγείας ένα μικρό ποσοστό του 12% περίπου και με πληθυσμό που δηλώνει πραγματική αδυναμία για ιδιωτική πληρωμή κάλυψης εξόδων νοσηλείας;
Βέβαια οι ανάγκες για νοσηλευτική περίθαλψη συνεχώς θα αυξάνονται. Παρ’ όλο που μια συνέπεια της οικονομικής κρίσης είναι η μείωση κατά δυο έτη του προσδόκιμου ζωής, ταυτόχρονα, η υπογεννητικότητα, η αυξημένη ανεργία, η γήρανση του πληθυσμού, οι ακριβές νέες θεραπείες, οι ακριβές νέες διαγνωστικές εξετάσεις και τα υψηλού κόστους νέα φάρμακα δημιουργούν ένα αρνητικό ισοζύγιο στα οικονομικά της υγείας. Και αυτό το πρόβλημα, της ανάγκης αύξησης των δαπανών για την υγεία, δεν αντιμετωπίζουμε μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες.
Και όμως η ιατρική εξελίσσεται ραγδαία, η ιατρική τεχνολογία τρέχει με ταχύτατους ρυθμούς και ανακαλύπτει νέα καινοτόμα διαγνωστικά και θεραπευτικά μηχανήματα που το κόστος απόκτησής τους είναι απαγορευτικό για τα ελληνικά δεδομένα, λαμβάνοντας υπόψη τις χαμηλές τιμές αποζημίωσης των ιατρικών πράξεων και τις οικονομικές δυνατότητες τόσο των ασφαλιστικών ταμείων όσο και των ασθενών.
Και όμως θα πρέπει να αναπτυχθούμε, θα πρέπει να εξελίξουμε τις υγειονομικές μας μονάδες, να επενδύσουμε, καλύπτοντας το χαμένο έδαφος της τελευταίας δεκαετίας, στην προσπάθειά μας αλλά και στο όραμά μας για μια παροχή υπηρεσιών υγείας που αρμόζει σε μια ανεπτυγμένη χώρα της Ευρώπης, όπως η πατρίδα μας αλλά και με υψηλό αίσθημα ευθύνης προς τους ασθενείς συνανθρώπους μας.
Για να γίνει πραγματικότητα αυτό θα πρέπει να αναπροσαρμόσουμε τους προϋπολογισμούς για την υγεία σύμφωνα με τις επιλογές των ασθενών. Εάν οι υπηρεσίες υγείας κοστίζουν περισσότερο στο δημόσιο τομέα και το κράτος δεν μπορεί ταυτόχρονα να είναι και πετυχημένος επιχειρηματίας αναλαμβάνοντας ρίσκα δεν είναι κακό να σκεφτούμε τα ΣΔΙΤ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα με την παραχώρηση της λειτουργίας κλινικών νοσοκομείων του ΕΣΥ ή και ολόκληρων νοσοκομείων στον ιδιωτικό τομέα. Το κράτος θα απαλλαχθεί από ζημιογόνες δραστηριότητες ώστε να μπορέσει απρόσκοπτα να ασκήσει κοινωνική πολιτική και οι πολίτες θα απολαμβάνουν ποιοτικές, αποδοτικές, ασφαλείς και άμεσες, τη στιγμή που έχουν την ανάγκη και όχι μετά από μήνες που μπορεί να είναι αργά για τη ζωή τους, υπηρεσίες.
Ας αφήσουμε στην άκρη τις ιδεοληψίες και τα πολιτικά κόστη και ας κοιτάξουμε ποια λύση είναι οικονομικότερη για το κράτος και συμφερότερη για τους πολίτες και ας προχωρήσουμε μπροστά.
Η υγεία κοστίζει και ποτέ δεν έχουμε χαράξει μια εθνική στρατηγική σε βάθος χρόνου με τον ασθενή στο επίκεντρο.
Ας κάνουμε τη μεταρρύθμιση σε αυτό τον τομέα. Υπηρεσίες υγείας στον ιδιωτικό τομέα με χαμηλότερο κόστος και ασύγκριτη ποιότητα και επίπεδο υπηρεσιών και η υποχρέωση του κράτους να περιορισθεί στον έλεγχο λειτουργίας των μονάδων ως προς την ασφάλεια των υπηρεσιών και όχι σε γραφειοκρατικά θέματα - εμπόδια.
Ας μη χάσουμε αυτή την τελευταία ευκαιρία που θα συμπέσει με την έξοδο από τα μνημόνια και μια αναπτυξιακή πορεία.
Και ας μην ξεχάσουμε ότι η υγεία πρέπει να μείνει σε ελληνικά χέρια και να μην ξεπουληθεί σε ξένα funds με αγνώστου προέλευσης επενδυτικά κεφάλαια και κερδοσκοπικούς και μόνο σκοπούς.