«Λυδία λίθο» για την εξομάλυνση των σχέσεων της Τουρκίας με την Ευρώπη, χαρακτηρίζει ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Κατρούγκαλος, τη σχέση Αθήνας - Τουρκίας, τονίζοντας ότι «προϋπόθεση για την πλήρη ομαλοποίηση» είναι η απελευθέρωση των δύο Ελλήνων στρατιωτικών».
«Λυδία λίθο» για την εξομάλυνση των σχέσεων της Τουρκίας με την Ευρώπη, χαρακτηρίζει ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Κατρούγκαλος, τη σχέση Αθήνας - Τουρκίας, τονίζοντας ότι «προϋπόθεση για την πλήρη ομαλοποίηση» είναι η απελευθέρωση των δύο Ελλήνων στρατιωτικών».
Σε συνέντευξή του στο Αθηναϊκό - Μακεδονικό ΠρακτορείΚατρούγκαλοςο Ειδήσεων από τη Βιέννη, όπου συμμετείχε στο Θερινό Πανεπιστήμιο του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, ο κ. Κατρούγκαλος επισημαίνει πως «τα βασικά μας εθνικά θέματα είναι στα ανατολικά μας» και αυτός, όπως εξηγεί, «είναι ένας από τους λόγους που έπρεπε να κλείσουμε, όπως κλείσαμε, με εθνικά επωφελή τρόπο, το Μακεδονικό, για να απελευθερώσουμε πολύτιμο διπλωματικό κεφάλαιο, που ξοδεύαμε σε αυτό το πεδίο, και να το χρησιμοποιήσουμε εκεί όπου θα μετρήσει».
Αναφερόμενος στη συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Τούρκο πρόεδρο, την περασμένη Πέμπτη, ο κ. Κατρούγκαλος αναγνωρίζει πως «δεν άλλαξε τους κανόνες του παιχνιδιού», αλλά όπως σημειώνει, «ήταν ουσιαστική διότι διήρκεσε δύο ώρες, πολύ πάνω από το προγραμματισμένο, σε κλίμα, που ο ίδιος ο Πρωθυπουργός το χαρακτήρισε δύσκολο».
Σύμφωνα με τον κ. Κατρούγκαλο, στη συνάντηση «ξανατέθηκαν από τον Τούρκο πρόεδρο τα θέματα που εμείς τα αποκρούουμε, γιατί τα αποκρούει ο ευρωπαϊκός νομικός πολιτισμός και το κράτος δικαίου: ο συσχετισμός δηλαδή της τύχης των δύο Ελλήνων στρατιωτικών με τους οκτώ Τούρκους αξιωματικούς, που ήδη πήραν άσυλο». «Νομίζω ότι πρέπει να θεωρηθεί θετικό το ότι φαίνεται να μπαίνει μία τελεία και παύλα στο ζήτημα του συσχετισμού, είναι προφανές ότι το ξέκοψε ο πρωθυπουργός πως δεν υπάρχει τέτοια προοπτική οποιουδήποτε συμψηφισμού των απαιτήσεων, γιατί στην πραγματικότητα εμείς δεν έχουμε απαιτήσεις, εμείς αυτό που θέλουμε είναι να εφαρμοστεί και στην περίπτωση των δύο στρατιωτικών η δίκαιη δίκη για την οποία έχει υποσχεθεί η Τουρκία με τη συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου» αναφέρει, εκφράζοντας την ελπίδα «τώρα που η Τουρκία έχει αφήσει πίσω τις εκλογές και δεν υπάρχει λόγος να χρησιμοποιείται για λόγους εσωτερικής πολιτικής το οτιδήποτε αφορά την εξωτερική πολιτική, να δούμε κάτι καλύτερο στις ημέρες που έρχονται».
Όπως επισημαίνει ο αναπληρωτής υπουργός, ένας από τους λόγους της αισιοδοξίας του για τη θετική επίλυση του θέματος των Ελλήνων στρατιωτικών, έγκειται στο ότι η όξυνση των σχέσεων της Τουρκίας, όχι μόνον με την Ελλάδα, αλλά γενικότερα με την Ευρώπη, έχει οδηγήσει σε σημαντικά προβλήματα την τουρκική οικονομία -μεγάλη αύξηση του πληθωρισμού, μεγάλη πτώση της λίρας, αποχώρηση επενδυτών- και «αυτή η εξομάλυνση των σχέσεων είναι ξεκάθαρα προς το συμφέρον της Τουρκίας και ο πρόεδρος Ερντογάν είναι ένας διορατικός ηγέτης που δεν μπορεί να το αγνοεί».
Σε σχέση με την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, ο κ. Κατρούγκαλος παρατηρεί πως οι προτεραιότητες του κ. Ερντογάν είναι η επιβεβαίωση της χώρας του ως ηγετικής περιφερειακής δύναμης στη Μέση Ανατολή και του ιδίου ως ηγέτη του σουνιτικού κόσμου. «Κοιτάζει επομένως περισσότερο προς το νότο και όχι προς δυσμάς. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι έχει εγκαταλείψει τις ευρωπαϊκές προοπτικές της χώρας του, αν μη τι άλλο γιατί ο βασικός οικονομικός εταίρος της Τουρκίας εξακολουθεί να είναι η Ευρώπη» σημειώνει.
Σε ό,τι αφορά στο Σκοπιανό, ο αναπληρωτής υπουργός δηλώνει πως στη διάρκεια των εργασιών του Θερινού Πανεπιστημίου εκφράστηκαν απέναντί του από τους συμμετέχοντες «πολλά συγχαρητήρια, δικαιολογημένα στον χώρο της Αριστεράς, για την επίλυση αυτής της μεγάλης εκκρεμότητας, του Μακεδονικού». «Όλοι χαιρέτισαν τη συμφωνία ως μία εντελώς ξεχωριστή, ιστορικά, περίπτωση, όπου και οι δύο πλευρές κέρδισαν, καμία δεν έχασε, καμία δεν ταπεινώθηκε. Όλοι θεώρησαν ότι με αυτόν τον τρόπο αναβαθμίζεται η θέση της χώρας μας, όχι μόνον στο χώρο των Βαλκανίων, αλλά και γενικότερα, όπως επίσης θεώρησαν ότι αυτό ήταν μία πολύ επιτυχής άσκηση εξωτερικής πολιτικής από μία δύναμη της Αριστεράς» σημειώνει.