Mε 6 συμμετοχές ολοκληρώθηκε η πρώτη φάση διαδικασίας για την πώληση των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ στη Φλώρινα (Μελίτη) και τη Μεγαλόπολη, με την υποβολή μη δεσμευτικού ενδιαφέροντος, δίνοντας έτσι ένα πρώτο στίγμα για την καταγωγή αλλά και τον κλάδο δραστηριότητας των υποψήφιων επενδυτών. Έτσι, στα σχήματα που «κατέβηκαν» σε αυτήν την πρώτη φάση περιλαμβάνονται 4 ελληνικοί επιχειρηματικοί Όμιλοι, καθώς από τη χώρα μας το «παρών» στη διαδικασία έδωσαν ο Όμιλος ΓΕΚ Τέρνα, η ElvalHalcor του Ομίλου Βιοχάλκο, η Μυτιληναίος και η Damco του Όμιλου Κοπελούζου - η τελευταία σε σύμπραξη με την κινεζική Beijing Guohua Power.
Mε 6 συμμετοχές ολοκληρώθηκε η πρώτη φάση διαδικασίας για την πώληση των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ στη Φλώρινα (Μελίτη) και τη Μεγαλόπολη, με την υποβολή μη δεσμευτικού ενδιαφέροντος, δίνοντας έτσι ένα πρώτο στίγμα για την καταγωγή αλλά και τον κλάδο δραστηριότητας των υποψήφιων επενδυτών. Έτσι, στα σχήματα που «κατέβηκαν» σε αυτήν την πρώτη φάση περιλαμβάνονται 4 ελληνικοί επιχειρηματικοί Όμιλοι, καθώς από τη χώρα μας το «παρών» στη διαδικασία έδωσαν ο Όμιλος ΓΕΚ Τέρνα, η ElvalHalcor του Ομίλου Βιοχάλκο, η Μυτιληναίος και η Damco του Όμιλου Κοπελούζου - η τελευταία σε σύμπραξη με την κινεζική Beijing Guohua Power.
Η συμμετοχή μίας κινεζικής εταιρείας, όπως και το τουλάχιστον διερευνητικό ενδιαφέρον των παραπάνω ελληνικών επιχειρήσεων, ήταν περίπου προεξοφλημένο πριν καν την εκπνοή της πρώτης φάσης της διαδικασίας. Αντίθετα, σχετική έκπληξη προκάλεσε το γεγονός ότι η δεύτερη χώρα προέλευσης ξένων «μνηστήρων» ήταν η Τσεχία - και μάλιστα με δύο συμμετοχές. Ο λόγος για τις Energeticky a prumyslovy holding (EPH) και Indoverse (Czech) Coal Investments Limited, οι οποίες συμπλήρωσαν τη λίστα των σχημάτων που έθεσαν υποψηφιότητα για το 40% του λιγνιτικού χαρτοφυλακίου της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού.
Όπως είναι φυσικό, το «παρών» των 6 σχημάτων στην πρώτη φάση της διαδικασίας δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είναι ήδη ειλημμένη η απόφασή τους για την κατάθεση στη συνέχεια δεσμευτικών προσφορών. Επίσης, μέχρι το «άνοιγμα» της προθεσμίας για την υποβολή προσφορών είναι πιθανό να έχουν προκύψει νέες συνέργειες και συμμαχίες, ώστε σε αυτό το επόμενο στάδιο να εμφανισθούν σχήματα με διαφορετική σύνθεση.
Σε κάθε περίπτωση, η πώληση του λιγνιτικού χαρτοφυλακίου αποτελεί ορόσημο για την εγχώρια ηλεκτροπαραγωγή, καθώς δίνει τη δυνατότητα σε Έλληνες ή ξένους ιδιώτες να αποκτήσουν για πρώτη φορά πρόσβαση στο «εθνικό καύσιμο». Εξάλλου, η διαδικασία δρομολογήθηκε για τη συμμόρφωση της χώρας μας στην πρόσφατη καταδικαστική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου περί μονοπωλιακής πρόσβασης της ΔΕΗ στον λιγνίτη. Έτσι, από μόνη της είναι αρκετή ώστε να ανατραπούν σε σημαντικό βαθμό οι υφιστάμενες ισορροπίες στην εγχώρια ηλεκτροπαραγωγική βάση.
Ωστόσο, η αποεπένδυση γίνεται στο πλαίσιο ευρύτερων, και μάλιστα ακόμη πιο ριζικών αλλαγών στο ευρωπαϊκό και ελληνικό ενεργειακό τοπίο, οι οποίες θα επηρεάσουν την έκβασή της. Μία τέτοια εξέλιξη είναι η εφαρμογή του Target Model από τον επόμενο Απρίλιο στην Ελλάδα, το οποίο όχι μόνο θα επιτρέψει τη σύναψη διμερών συμβολαίων ανάμεσα σε ηλεκτροπαραγωγούς και βιομηχανικούς καταναλωτές, αλλά και θα επιφέρει τη σύγκλιση της εγχώριας αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας με την ιταλική και τη βουλγαρική. Από την άλλη μεριά, η Ελλάδα -όπως και η υπόλοιπη Ευρώπη- έχει μπει σε τροχιά απανθρακοποίησης, θεσπίζοντας πρόσφατα μεταρρυθμίσεις στην αγορά δικαιωμάτων CO2 που έχουν ήδη κάνει τη χρήση του λιγνίτη περισσότερο κοστοβόρα.
Σε αυτό το πλαίσιο, αποτελεί φυσιολογική εξέλιξη η συμμετοχή στον διαγωνισμό της ElvalHalcor και της Μυτιληναίος, με δεδομένο ότι ως βιομηχανίες έντασης ενέργειας δικαιούνται αντιστάθμιση του κόστους ρύπων. Η ElvalHalcor είναι ένας από τους πλέον κορυφαίους και αξιόπιστους κατασκευαστές προϊόντων αλουμινίου και χαλκού στον κόσμο, καθώς και o μοναδικός παραγωγός έλασης αλουμινίου στην Ελλάδα, κάτι που σημαίνει πως παράλληλα είναι ένας από τους μεγαλύτερους ενεργειακούς καταναλωτές. Μάλιστα, η εταιρεία σχεδιάζει να αυξήσει κατά 20% την παραγωγική δυναμικότητα του κλάδου αλουμινίου, μέσω ενός επενδυτικού προγράμματος ύψους 150 εκατ. ευρώ, θέτοντας παράλληλα τις βάσεις για μελλοντικό διπλασιασμό της δυναμικότητας.
Παράλληλα, η Μυτιληναίος έχει καθιερωθεί ως ένας από τους ισχυρότερους εκπροσώπους του κλάδου της μεταλλουργίας στην Ε.Ε., διαθέτοντας τη σημαντικότερη καθετοποιημένη μονάδα παραγωγής και εμπορίας αλουμίνας και αλουμινίου. Είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος παραγωγός βωξίτη στην Ελλάδα και κατ’ επέκταση στην Ευρώπη, με ετήσια παραγωγή που ανέρχεται σε 650.000 τόνους, ενώ το εργοστάσιο αλουμινίου της εταιρείας έχει ετήσια δυναμικότητα παραγωγής που ξεπερνά τους 182.000 τόνους σε αλουμίνιο και τους 820.000 τόνους σε αλουμίνα. Παράλληλα, η εταιρεία διερευνά την προοπτική περαιτέρω αύξησης της παραγωγής αλουμίνας, με μία επένδυση ύψους 400 εκατ. ευρώ.
Αν και οι βιομηχανίες έντασης ενέργειας επωφελούνται από την αντιστάθμιση ρύπων, υπάρχει προβληματισμός για τις πολιτικές που θα υιοθετήσει για το θέμα η Ε.Ε. μετά το 2020. Έτσι, για παράδειγμα, παραμένει αβέβαιο τι θα ισχύσει με το πλαφόν της μέγιστης αποζημίωσης, το οποίο εξαρτάται από τον συντελεστή εκπομπής κάθε χώρας και για την Ελλάδα αυτή τη στιγμή έχει ορισθεί στους 0,82 τόνους CO2 ανά ΜWh. Έτσι, με δεδομένο ότι οι ρύποι των μονάδων τόσο της Φλώρινας όσο και της Μεγαλόπολης υπερβαίνουν ήδη αυτό το πλαφόν, αφήνοντας εκτός αντιστάθμισης το υπόλοιπο ποσοστό εκπομπών, ενδεχόμενη μείωση του συντελεστή για την Ελλάδα θα μεγαλώσει ακόμη περισσότερο αυτή την «ψαλίδα». Αρνητική εξέλιξη είναι πιθανό να υπάρξει επίσης μετά το 2020 και για το ποσοστό της αποζημίωσης για τη χρέωση των ρύπων, το οποίο για το 2018 είναι 80%, ενώ τις δύο επόμενες χρονιές θα μειωθεί στο 75%.
Έτσι, η όποια απόφαση για την υποβολή ή όχι δεσμευτικής προσφοράς από τις βιομηχανίες αναμένεται να ληφθεί μετά την πρόσβαση στο data room και την ανάλυση των στοιχείων για τις λιγνιτικές μονάδες, το οποίο θα δώσει τη δυνατότητα ακριβούς ανάλυσης του λειτουργικού τους κόστους. Από την οριστικοποίηση των τελικών όρων της διαδικασίας θα εξαρτηθεί η απόφαση και του Ομίλου ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, όπως δήλωσε στο περιθώριο της πρόσφατης γενικής συνέλευσης της Ομίλου ο επικεφαλής του Γ. Περιστέρης.
Με δεδομένη την ενασχόλησή του στους τομείς των κατασκευών, της παραγωγής και εμπορίας ηλεκτρικής ενέργειας, πέρα από αυτούς των παραχωρήσεων, της διαχείρισης απορριμμάτων, των μεταλλευτικών δραστηριοτήτων και της ανάπτυξης και διαχείρισης ακινήτων, η συμμετοχή του Ομίλου τουλάχιστον στην πρώτη φάση του διαγωνισμού κινείται στο πλαίσιο των αντικειμένων στα οποία δραστηριοποιείται. Εξάλλου, μέσω του Ομίλου Ήρων, διαθέτει ήδη δύο μονάδες φυσικού αερίου ισχύος 147 MW και 435 MW (ΗΡΩΝ Ι και ΗΡΩΝ ΙΙ, αντίστοιχα) στη Βοιωτία, τη στιγμή που η συνολική εγκατεστημένη ισχύς των ενεργειακών μονάδων που ανήκουν ή στις οποίες συμμετέχει ο Όμιλος ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ ξεπερνά τα 1500 MW.
Αντίθετα από τις παραπάνω ελληνικές επιχειρήσεις, ο Όμιλος Κοπελούζου (μέσω της θυγατρικής του Damco Energy) επέλεξε να «κατέβει» εξαρχής στον διαγωνισμό με σύμπραξη, ενώνοντας τις δυνάμεις του με την κινεζική Beijing Guohua Power, η οποία προέκυψε από τη συγχώνευση των λιγνιτικών μονάδων της Shenhua Group και της China Guodian Group. Η Damco Energy δραστηριοποιείται στις πωλήσεις, εγκαταστάσεις και ενοικιάσεις ηλεκτροπαραγωγών ζευγών, ενώ παρέχοντας υπηρεσίες σε στρατηγικούς βιομηχανικούς και τεχνολογικούς τομείς στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ο Όμιλος Κοπελούζου δραστηριοποιείται μεταξύ άλλων στην ενέργεια & τις κατασκευές ενεργειακών έργων, τις ΑΠΕ αλλά και την προμήθεια φυσικού αερίου, όπου μέσω της Προμηθέας Gas που έχει ιδρύσει με την Gazprom, κατέχει ηγετική θέση στην Ελλάδα. Από την άλλη πλευρά, η Beijing Guohua Power είναι θυγατρική του κινεζικού κολοσσού Shenhua Group, ο οποίος αποτελεί τον μεγαλύτερο παραγωγό άνθρακα στον κόσμο και έναν από τους μεγαλύτερους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας στην Κίνα από συμβατικές πηγές. Ο Όμιλος Κοπελούζου έχει υπογράψει συμφωνία ανάπτυξης με τη Shenhua Group, η οποία προβλέπει συνεργασία σε μια σειρά από επενδύσεις στους τομείς της πράσινης ενέργειας και της περιβαλλοντικής αναβάθμισης μονάδων ηλεκτροπαραγωγής, συνολικού εκτιμώμενου ύψους 3 δισ. ευρώ.
Επίσης, τριμερή συμφωνία έχουν υπογράψει η Shenhua με τη ΔΕΗ και τον Όμιλο Κοπελούζου, ως εταίρο στην εταιρεία ΔΕΗ Solar Solutions. Η ΔΕΗ Solar Solutions είχε συσταθεί το 2013 από τη ΔΕΗ και την Damco Energy, με αντικείμενο τη δημιουργία αλυσίδας καταστημάτων με τη μέθοδο του franchising σε όλη την Ελλάδα, για την προώθηση ολοκληρωμένων λύσεων οικιακών φωτοβολταϊκών συστημάτων, την παροχή ενεργειακών υπηρεσιών και προϊόντων εξοικονόμησης ενέργειας. Η εν λόγω εταιρεία δεν έχει ξεκινήσει να δραστηριοποιείται μέχρι σήμερα.
Όσον αφορά τους δύο «μνηστήρες» τσεχικής καταγωγής, τις Energeticky a Prumyslovy Holding (EPH) και η Indoverse (Chech) Coal Investments, αξιοσημείωτο είναι πως έχουν οικοδομήσει την επιχειρηματική τους δραστηριότητα εν πολλοίς επενδύοντας στον λιγνίτη, καθώς στη στρατηγική της επέκτασής τους κεντρικό ρόλο διαδραματίζει η εξαγορά υφιστάμενων (και συχνά γερασμένων) μονάδων λιγνίτη στην Ευρώπη. Μάλιστα, οι δύο εταιρείες «κονταροχτυπήθηκαν» πρόσφατα για την εξαγορά δύο λιγνιτικών μονάδων στη Γερμανία.
Η EΡΗ είναι ένας από τους μεγαλύτερους ενεργειακούς ομίλους στην Κεντρική Ευρώπη, καθώς εκτός από την Τσεχία, τα περιουσιακά στοιχεία που έχει υπό την κυριότητά της (αξίας 12,8 δισ. ευρώ) επεκτείνονται στη Σλοβακία, τη Γερμανία, την Ιταλία, τη Βρετανία, την Ουγγαρία και την Πολωνία.
Διαθέτει μονάδες ηλεκτροπαραγωγής και συμπαραγωγής ηλεκτρισμού και θερμότητας, μονάδες βιομάζας, σταθμούς αποθήκευσης φυσικού αερίου, καθώς και υποδομές διανομής ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου. Έτσι, αποτελεί τον μεγαλύτερο προμηθευτή θερμότητας στην Τσεχία, τον μεγαλύτερο ηλεκτροπαραγωγό και τον δεύτερο μεγαλύτερο προμηθευτή στη Σλοβακία, ενώ είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός λιγνίτη στη Γερμανία. Ο Όμιλος περιλαμβάνει 50 εταιρείες και απασχολεί περίπου 25.000 εργαζόμενους.
Από την άλλη πλευρά, μητρική της Indoverse (Czech) Coal Investments, που έχει έδρα την Κύπρο, είναι η Seven Energy που έχει τις ρίζες της στον παραδοσιακό κλάδο της ενέργειας, ξεκινώντας ως εταιρεία εξόρυξης στη Βόρειο Βοημία, όπου βρίσκονται τα δύο μεγάλα λιγνιτικά πεδία του ομίλου, CSA and Vrsany. Το 2013 αγόρασε τον σταθμό παραγωγής ηλεκτρισμού Chvaletice και τώρα βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις με την τσεχική CEZ για την εξαγορά του λιγνιτικού σταθμού στο Pocerady. Η εταιρεία χαρτοφυλακίου του ομίλου, η Seven Energy Ηolding, στοχεύει να επενδύσει πάνω από 1 δισ. ευρώ σε ευρωπαϊκές μονάδες ηλεκτρισμού που τροφοδοτούνται με ορυκτά καύσιμα.
Με βάση το χρονοδιάγραμμα υλοποίησης της αποεπένδυσης, μετά την αξιολόγηση των υποψήφιων «μνηστήρων» και το άνοιγμα του data room ώστε οι υποψήφιοι επενδυτές να πληροφορηθούν με λεπτομέρεια τα οικονομικά και τεχνικά στοιχεία του προς πώληση λιγνιτικού χαρτοφυλακίου, θα ακολουθήσει η φάση των δεσμευτικών προσφορών. Η υποβολή τους αναμένεται να γίνει τον Σεπτέμβριο, με τους υποψήφιους επενδυτές να καταθέτουν τις προσφορές τους για τις δύο θυγατρικές της ΔΕΗ, στις οποίες θα εισφερθούν οι προς πώληση μονάδες, τα ορυχεία, ο εξοπλισμός και το ανθρώπινο δυναμικό - μία για τα περιουσιακά στοιχεία του Βορρά (δηλαδή του Ατμοηλεκτρικού Σταθμού της Μεγαλόπολης) και μία για του Νότου (του Σταθμού της Μελίτης).
Η αξιολόγηση των προσφορών θα ολοκληρωθεί έως τις 17 Οκτωβρίου. Έτσι, εκτιμάται πως θα υπάρχει επαρκής χρόνος ώστε η μεταβίβαση και οι απαραίτητες εγκρίσεις να γίνουν έως το τέλος της χρονιάς, όπως είναι ο στόχος.
Τρεις διεκδικούν τις δύο μονάδες της ΔΕΗ στο Αμύνταιο
Παράλληλα, με συμμετοχή στον διαγωνισμό πώλησης των λιγνιτικών μονάδων στη Φλώρινα και τη Μεγαλόπολη, ο Όμιλος ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, η Μυτιληναίος και ο Όμιλος Κοπελούζου έχουν υποβάλει πρόταση στη ΔΕΗ για τη συνεργασία με την επιχείρηση με σκοπό την επέκταση της διάρκειας ζωής των δύο λιγνιτικών μονάδων στο Αμύνταιο. Έτσι, οι τρεις επιχειρήσεις δηλώνουν πρόθυμες να αναλάβουν τις επενδύσεις για την περιβαλλοντική αναβάθμιση των μονάδων, με αντάλλαγμα τη μακροχρόνια παροχή της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας σε μία σταθερή και προσυμφωνημένη τιμή.
Η ΔΕΗ έχει δηλώσει δημόσια πως βλέπει θετικά μία τέτοια προοπτική, και μάλιστα με τη συνεργασία με όλους τους ενδιαφερόμενους, μέσω μίας συμφωνίας που θα προκύψει από διαπραγματεύσεις. Ωστόσο, θεωρεί πως θα έχει νόημα η περιβαλλοντική αναβάθμιση μόνον αν από τον μακροχρόνιο ενεργειακό σχεδιασμό προκύψει ένα μερίδιο του λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή της τάξης του 27%, για την επόμενη δεκαετία. Παράλληλα, ως πιο λογικό «όχημα» συνεργασίας εκτιμά πως είναι η δημιουργία ενός κοινοπρακτικού σχήματος για τη λειτουργία των δύο μονάδων, ώστε η σύναψη διμερών συμβολαίων με τη βιομηχανία να αφορά την ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από αυτές τις μονάδες, και όχι όλο το χαρτοφυλάκιο της ΔΕΗ. Παράλληλα, με αυτό τον τρόπο η ΔΕΗ και οι ιδιώτες επενδυτές θα συνδιαχειρίζονταν τις μονάδες, συμμετέχοντας εξίσου στα κέρδη, αλλά και τα ρίσκα - όπως, για παράδειγμα, την εξέλιξη των τιμών των δικαιωμάτων ρύπων.
Όπως και οι δύο μονάδες της Καρδιάς, τα λιγνιτικά εργοστάσια στο Αμύνταιο έχουν ενταχθεί σε καθεστώς παρέκκλισης περιορισμένης διάρκειας, λόγω των υψηλών εκπομπών ρύπων. Μάλιστα, σύμφωνα με την Κομισιόν, η διάρκεια ζωής τους αν δεν αναβαθμισθούν περιβαλλοντικά πρέπει να περιορισθεί στις 17.500 ώρες, κάτι που σημαίνει πως θα τεθούν εκτός λειτουργίας μέσα στην επόμενη χρονιά. Το ΥΠΕΝ έχει υποβάλει αίτημα στις Βρυξέλλες για αύξηση της διάρκειας λειτουργίας στις 32.000 ώρες, επικαλούμενο τα προβλήματα επάρκειας που θα αντιμετωπίσει η εγχώρια ηλεκτροπαραγωγή μέχρι την έναρξη λειτουργία της «Πτολεμαΐδα V», αλλά και την τροφοδοσία της τηλεθέρμανσης της πόλης του Αμύνταιου και του Δήμου Φιλώτα.
Νέα μονάδα φ/α Μυτιληναίου
Την ενίσχυση της ηλεκτροπαραγωγικής βάσης της Μυτιληναίος έχει εξαγγείλει η εταιρεία, καθώς σχεδιάζει μία επένδυση ύψους 300 εκατ. ευρώ για τη δημιουργία μίας νέας μονάδας παραγωγής ηλεκτρισμού συνδυασμένου κύκλου με καύσιμο φυσικό αέριο και ισχύ 650 MW. Η μονάδα θα εγκατασταθεί στο ενεργειακό κέντρο της εταιρείας στον Άγ. Νικόλαο, ενώ θα έχει αεριοστρόβιλο υπερσύγχρονης τεχνολογίας class H, με θερμική απόδοση μεγαλύτερη από 63%, που θα την καθιστά τον πιο αποδοτικό σταθμό συνδυασμένου κύκλου στην Ευρώπη.
Έτσι, χάρη στην εξαιρετικά υψηλή απόδοσή του, αλλά και λόγω των ανταγωνιστικών τιμών προμήθειας φυσικού αερίου υψηλών καταναλώσεων, προβλέπεται να αποτελέσει μονάδα βάσης για το ελληνικό ενεργειακό σύστημα. Μάλιστα, με τη διαφαινόμενη άνοδο των τιμών του CO2, θα έχει το χαμηλότερο κόστος από όλα τα ηλεκτροπαραγωγικά εργοστάσια στην Ελλάδα, με συνέπεια να είναι πρώτος στη σειρά ένταξης στον Ημερήσιο Ενεργειακό Προγραμματισμό (ΗΕΠ).