Απόψεις
Πέμπτη, 05 Ιουλίου 2018 09:12

Μια ενδιαφέρουσα αντιπαραβολή

Τελικά, δεν ήταν αναγκαία η ύψωση των τόνων από την κυβέρνηση -και πάντως από τον Νίκο Παππά, ακριβώς μετά τη συμφωνία στο Eurogroup της 21ης/22ας Ιουνίου- απέναντι στον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος για το πώς θα τοποθετούνταν ως προς τον «καθαρό διάδρομο για τα επόμενα χρόνια» που θα ανοιγόταν με τις διευθετήσεις για το χρέος, γράφει ο Αντώνης Παπαγιαννίδης.

Από την έντυπη έκδοση 

Του Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]

Τελικά, δεν ήταν αναγκαία η ύψωση των τόνων από την κυβέρνηση -και πάντως από τον Νίκο Παππά, ακριβώς μετά τη συμφωνία στο Eurogroup της 21ης/22ας Ιουνίου- απέναντι στον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος για το πώς θα τοποθετούνταν ως προς τον «καθαρό διάδρομο για τα επόμενα χρόνια» που θα ανοιγόταν με τις διευθετήσεις για το χρέος.

Στην Έκθεση της ΤτΕ για τη Νομισματική Πολιτική 2017/18, αλλά και στη δημόσια παρουσίασή της σ’ ένα χρήσιμο ντουέτο με τον Νίκο Βούτση, ο Γιάννης Στουρνάρας μίλησε με σαφώς θετικά λόγια για την εξασφάλιση βιωσιμότητας του χρέους «τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα». Αλλά και μακροπρόθεσμα, καθώς υπάρχει «δέσμευση του πολιτικού συστήματος της χώρας να συνεχίσει στον δρόμο της δημοσιονομικής σταθερότητας», καθώς και «δέσμευση του Eurogroup για περαιτέρω ελάφρυνση μετά το 2032». Μια τοποθέτηση κοντά σ’ εκείνην του ΔΝΤ σημειωτέον: ο Μπενουά Κερέ της ΕΚΤ είχε ούτως ή άλλως προηγηθεί αντιστοίχως.

Ο διοικητής της ΤτΕ -κι αυτό ήταν σαφώς πιο ουσιαστικό- άφησε να φανεί η δυνατότητα να γίνει δεκτό μ’ αυτήν τη βάση από την ΕΚΤ (με την οποία δεν είναι δυνατόν να μην είχε συνεννοηθεί: γι’ αυτό, άλλωστε, και δεν μίλησε αμέσως μετά το Eurogroup κατά την εκτίμησή μας…) ότι τα μέτρα που αποφασίστηκαν επιτρέπουν τη διατήρηση του waiver και αποδοχή του ελληνικού χαρτιού στα πλαίσια της Q.E. (λόγοι για τους οποίους, βασικά, υπήρχε η εισήγησή του για προληπτική πιστοληπτική γραμμή). Και ασφαλώς η Q.E. πορεύεται προς τη δύση της, όμως ρητώς έγινε αναφορά και στην κανονική χρονική περίοδο Q.E. και στην -διετή- περίοδο επανεπένδυσης, όπως είναι ήδη αποφασισμένη. Περισσότερο κι από την ωφέλεια που θα μπορούσε να έχει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και το κόστος δανεισμού των ελληνικών επιχειρήσεων από κάτι τέτοιο, το «σήμα εμπιστοσύνης» της ΕΚΤ είναι εκείνο που ενδιαφέρει εν όψει εξόδου της Ελλάδας στις αγορές…

Σχεδόν παράλληλα με την τοποθέτηση Στουρνάρα, η ομιλία του πρωθυπουργού στο Υπουργικό Συμβούλιο της Δευτέρας -ανεξάρτητα και πέρα από το ανέβασμα των τόνων απέναντι στην αξιωματική αντιπολίτευση, αλλά και από την απουσία του αρχηγού των ΑΝΕΛ…- επανέφερε τη θέση περί «καθαρής εξόδου από τα μνημόνια, χωρίς πιστωτικές γραμμές, χωρίς πρόσθετα μέτρα και νέα προαπαιτούμενα». Και έκανε αναφορά στην υποδοχή των αγορών, στις οποίες θεώρησε ότι ανακτάται «σταθερή και αυτοδύναμη πρόσβαση», με το 10ετές να έχει ήδη περάσει κάτω του 4% σε βέλτιστα επίπεδα 12ετίας (και το 5ετές κάτω από 3%).

Βέβαια, για τον Αλέξη Τσίπρα η απόφαση του Eurogroup ανοίγει με την έξοδο από την εποπτεία δυνατότητες «λελογισμένης επέκτασης στη βάση των δημοσιονομικών δυνατοτήτων», ενώ για τον Γιάννη Στουρνάρα ακριβώς η «ενισχυμένη εποπτεία με όρους αιρεσιμότητας θα αποτρέψει τον εκτροχιασμό της δημοσιονομικής πολιτικής και την εγκατάλειψη των μεταρρυθμίσεων» (και τούτο υπό τη ματιά των αγορών: «αδρός δείκτης της καθυστέρησης ή της προόδου»).

Υπήρξαν και άλλα σημεία σύγκλισης-μέσα-από-αποκλίσεις στις τοποθετήσεις των δυο. Ο πρωθυπουργός μίλησε για τις ευθύνες, «τα λάθη και τις υπερβολές και τις αστοχίες των μνημονιακών προγραμμάτων». Ευθύνες για τις οποίες έδειξε προς την κατεύθυνση «των ελληνικών κυβερνήσεων του παρελθόντος», αλλά με έμφαση και στην «ευθύνη που έχουν και οι θεσμοί που τα σχεδίασαν και πολλές φορές επέβαλαν την εφαρμογή τους». Ο διοικητής της ΤτΕ, με ένα κάποιο σπρώξιμο από τον Πρόεδρο της Βουλής Νίκο Βούτση, σημείωσε ότι «πράγματι έγιναν λάθη στο παρελθόν, από τους εταίρους μας, σημαντικά […] Τα σημαντικότερα όμως έγιναν από εμάς […] Να μην ξεχάσουμε γιατί φτάσαμε έως εδώ, αλλά και γιατί δυο γενιές πληρώνουν τόσο μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα». Δεν παρέλειψε, δε, ο Γιάννης Στουρνάρας να ζητήσει «να μην επαναληφθούν τα λάθη πολιτικής που έγιναν, τόσο στο απώτερο όσο και στο εγγύτερο παρελθόν».

Από την τοποθέτηση Στουρνάρα, την προσοχή ευλόγως προσείλκυσε η ατάκα του που αφορούσε τα θηριώδη πρωτογενή πλεονάσματα, που υπήρξαν το πιο αδύναμο σημείο της συμφωνίας του Eurogroup. Πλεονάσματα που, σε τέτοιο βάθος χρόνου, σταθερά, «μόνον πετρελαιοπαραγωγικές χώρες» μπορούν να επιδείξουν. Το ζήτημα, εδώ, είναι κατά πόσο θα υπάρξει συστράτευση -σοβαρή, μεθοδική, με βάση την απόδειξη ότι η ελληνική διαχείριση της ελληνικής οικονομίας προχωράει σταθερά- ώστε να ξανακοιταχτούν τα πρωτογενή πλεονάσματα. Εκεί, η τοποθέτηση Στουρνάρα είναι σαφώς πλησιέστερη προς την προσέγγιση Κυριάκου Μητσοτάκη: αυτή όμως είναι μια άλλη ιστορία.

Αυτήν τη στιγμή, θαρρούμε, η αντιπαραβολή θέσεων -και όχι πολιτικών «καρφιών»- Τσίπρα/Στουρνάρα έχει το ενδιαφέρον της.