Απόψεις
Δευτέρα, 02 Ιουλίου 2018 08:59

Ξαναδιαβάζοντας συμφωνημένα και εκτιμήσεις

Στη μελέτη της τέχνης, ιδίως της ζωγραφικής αναφέρεται ως pentimento. Υποδηλώνει το πώς ο καλλιτέχνης/δημιουργός μπορεί να μεταβάλλει, κατά την πορεία ενός έργου του, μιας λεπτομέρειας ή και μιας ολόκληρης πλευράς της σύνθεσης, την κατάθεσή του και με επόμενες στρώσεις χρώματος ή/και επανασχεδιασμό να στρέφει το τελικό του αποτέλεσμα αλλού, γράφει ο Αντώνης Παπαγιαννίδης.

Από την έντυπη έκδοση 

Του Α.Δ. Παπαγιαννίδη 
[email protected]

Στη μελέτη της τέχνης, ιδίως της ζωγραφικής αναφέρεται ως pentimento. Υποδηλώνει το πώς ο καλλιτέχνης/δημιουργός μπορεί να μεταβάλλει, κατά την πορεία ενός έργου του, μιας λεπτομέρειας ή και μιας ολόκληρης πλευράς της σύνθεσης, την κατάθεσή του και με επόμενες στρώσεις χρώματος ή/και επανασχεδιασμό να στρέφει το τελικό του αποτέλεσμα αλλού. Μεγάλοι δημιουργοί σαν τον Ρέμπραντ ή τον Καραβάτζιο, που δεν έκαναν -μας λένε- πρώτα σκαριφήματα ή περιγράμματα, αλλά ξεκινούσαν να ζωγραφίζουν τη σύνθεσή τους απευθείας στον καμβά, παρουσιάζουν μεγαλύτερη συχνότητα pentimenti. Όπου, πάλι, έχουμε να κάνουμε με έργα πολυάνθρωπων σχολών, μπορεί διορθώσεις ή συμπληρώσεις να προέρχονται από διαφορετικό χέρι του εργαστηρίου. 

Δεν θέλουμε να στρέψουμε αυτά τα σημειώματα σε κάτι που θα φέρνει προς εκλαΐκευση της ιστορίας της τέχνης. Όμως, να, όσο ξετυλίγεται το κουβάρι των ερμηνειών και αποτιμήσεων των αποφάσεων του -ακόμη πρόσφατου- Eurogroup για την έξοδο από τα μνημόνια και την όποια ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, έχουμε μια αίσθηση ότι όλες οι πλευρές ξαναβλέπουν και διορθώνουν τη στόχευσή τους ως προς «την επόμενη μέρα» της ελληνικής οικονομίας. Σήμερα θα έχουμε την τοποθέτηση της Τράπεζας της Ελλάδος, με τη δημοσιοποίηση της Έκθεσής της επί των αποφάσεων του Eurogroup και τη λειτουργία τους: προηγήθηκε η σχετική πολιτική αψιμαχία, γύρω από την πάγια θέση Στουρνάρα για την προληπτική γραμμή (που τελικά δεν επελέγη ως προσέγγιση, αλλά ήδη ο διοικητής της ΤτΕ είχε εξηγήσει διεξοδικά ότι δεν ήταν εναλλακτική ως προς τη δημιουργία cash buffer…). 

Όσοι, ως προετοιμασία, έχουν αναχθεί στις θέσεις Στουρνάρα προ ενός έτους, θα έχουν σημειώσει ότι -τότε- θεωρήθηκε πως τα μέτρα «θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη βιωσιμότητα χρέους εφόσον τελικά υιοθετηθεί όριο μετάθεσης των τοκοχρεολυσίων πάνω από 8,5 χρόνια». Ενώ, παράλληλα, γινόταν αναφορά στη συμμετοχή των ελληνικών ομολόγων στο Q.E. της ΕΚΤ, που, μαζί με τη συνακόλουθη βελτίωση των όρων χρηματοδότησης, «θα ενίσχυαν την εμπιστοσύνη των αγορών». Και θα διευκόλυναν «τη διατηρήσιμη πρόσβαση στις διεθνείς αγορές».

Σήμερα; Σήμερα έχουμε ήδη την αποτίμηση της ΔΝΤ - το οποίο κούνησε μεν το μαντίλι στα ελληνικά προγράμματα, αλλά παραμένει ως τεχνικός σύμβουλος και ήδη δίνει την αποτίμησή του μέσω (όπως είχαμε επισημάνει προ μηνών, σε μια προσπάθεια αποδραματοποίησης του «μένει/φεύγει το Ταμείο») της διαβούλευσης κατά το Άρθρο IV. Ότι δηλαδή η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους «έχει βελτιωθεί σημαντικά μεσοπρόθεσμα», πλην όμως «οι μακροπρόθεσμες προοπτικές παραμένουν αβέβαιες». Ειλικρινά, δεν χρειάζεται βαθύτητα νου για να δει κανείς πως μεταφράζονται έτσι οι τοποθετήσεις του Eurogroup - με τη 10+10 χρόνια επιμήκυνση, συν τη δημιουργία ενός αξιολόγου cash buffer. Όμως το Ταμείο δεν παρέλειψε -συνδέοντας με την προηγούμενη προσέγγισή του: ένα μίνιμουμ συνέπειας χρειάζεται!…- να σημειώσει πως «η βελτίωση στους δείκτες του χρέους μπορεί να διατηρηθεί μόνον με βάση υποθέσεις [για την εξέλιξη του ΑΕΠ] που φαίνονται αισιόδοξες». Συνδυάζοντας αυτό με τη δυσπιστία ως προς την επίτευξη υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, το Ταμείο χτύπησε και πάλι το καμπανάκι ως προς το ότι «θα ήταν δύσκολο να διατηρήσει [η Ελλάδα] πρόσβαση στις αγορές μακροπρόθεσμα χωρίς περαιτέρω ελάφρυνση χρέους». Χειροκρότημα από το Ταμείο για τη «δέσμευση των Ευρωπαίων εταίρων να προσφέρουν πρόσθετη ελάφρυνση», αλλά και πάλι έμφαση στο ότι χρειάζεται να συνδυάζονται οι καλές προθέσεις με «ρεαλιστικές υποθέσεις, ιδιαίτερα σχετικά με την ικανότητα διατήρησης εξαιρετικά μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων». Χωρίς να θέλουμε να γυρίσουμε το ρολόι πίσω, να συνδέσουμε εδώ την άποψη της ΕΚΤ, ότι δηλαδή «η Ελλάδα λαμβάνει ξεκάθαρη ώθηση από την ελάφρυνση χρέους», και ότι οι αποφάσεις του Eurogroup πήγαν «προς τη σωστή κατεύθυνση, αφού μεσοπρόθεσμα κάνουν το χρέος πιο βιώσιμο, ενώ μακροπρόθεσμα δηλώθηκε η προθυμία να ληφθούν επιπρόσθετα μέτρα αν προκύψει ανάγκη». Ωραία ως εδώ, αλλά όσον αφορά την πορεία προς τις αγορές «ο διάλογος [με αυτές] δεν είναι πιο εύκολος, ούτε πιο ευχάριστος».

Μπροστά σ’ αυτό το φάσμα τοποθετήσεων, θα διαβάσουμε σήμερα την κατάθεση Στουρνάρα/ΤτΕ. Έχοντας ήδη παρατηρήσει ότι η αποφασισθείσα 10ετής παράταση των χρεολυσίων είναι σημαντική, αλλά αφορά μόλις κάτι πάνω από 1/3 του χρέους, τα δάνεια από τον EFSF/του μνημονίου-2. Και ότι η Ελλάδα μένει υπό κάποιας μορφής ομπρέλα με τα μεσοπρόθεσμα μέτρα συν cash buffer όμως…, πείθει κάτι τέτοιο τη Φραγκφούρτη ώστε να δώσει πρόσβαση στο Q.E.; (Όχι για το οικονομικό αποτέλεσμα ελάφρυνσης του κόστους δανεισμού, αλλ’ ως ένδειξη πίστης κατά τον «διάλογο» της Ελλάδας με τις αγορές.)