Οι προσεγγίσεις που ακολουθούν σε αυτό το σημείωμα, προκειμένου να έχουν ένα οποιοδήποτε νόημα, προϋποθέτουν ότι πληρούνται δύο καθαρά πολιτικές προϋποθέσεις.
Από την έντυπη έκδοση
Του Α. Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Οι προσεγγίσεις που ακολουθούν σε αυτό το σημείωμα, προκειμένου να έχουν ένα οποιοδήποτε νόημα, προϋποθέτουν ότι πληρούνται δύο καθαρά πολιτικές προϋποθέσεις.
Η πρώτη είναι ότι η σημερινή ελληνική κυβέρνηση ξεπερνάει τους κλυδωνισμούς των ημερών και… παραμένει κυβέρνηση. Ο κύκλος αναταραχής που δημιουργήθηκε γύρω από το μακεδονικό τραβάει προς τα κάτω, δημιουργεί αρνητική δυναμική - και αυτό συντονίζεται με τα δύσκολα της οικονομίας, δηλαδή με την (ελπιζόμενη) μετάφραση των συμφωνιών του Eurogroup της 21ης /22ας σε κάτι θετικό.
Η δεύτερη -όσο και αν ηχεί απίστευτη- είναι να συνεχίσει να υπάρχει στη Γερμανία κυβέρνηση παρά τους εκεί κλυδωνισμούς. Να υπάρχει δηλαδή λειτουργική κυβέρνηση στις 20 Αυγούστου, οπότε θα βγαίνει και τυπικά/τεχνικά η Ελλάδα από το (τρίτο) Πρόγραμμα, δεδομένου ότι στο Eurogroup συμφωνήθηκε μεν μια σειρά από διευθετήσεις, αλλά πάντως εκείνη για το χρέος θα ισχύσει εφόσον -στο τέλος του Προγράμματος!- «κριθεί ότι είναι αναγκαία» η όποια ελάφρυνση συμφωνήθηκε. Βυθισμένοι στα δικά μας, δεν πολυπαρατηρούμε ότι στη Γερμανία η κυβέρνηση συνασπισμού CDU/CSU-SPD έχει κλονισθεί βαθύτερα: οι Σοσιαλδημοκράτες αισθάνονται όλο και πιο άβολα στην κυβέρνηση, που ο μικρότερος εταίρος/η CSU του Χορστ Ζέεχοφερ στρέφει προς αδιέξοδες κατευθύνσεις στο προσφυγικό/μεταναστευτικό. Χρειάστηκε μέχρι και ο βετεράνος Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, προηγούμενος αρχηγός των Σοσιαλδημοκρατών, να επιστρατευθεί για να αποφευχθούν βεβιασμένες κινήσεις. Πάντως, μετά και την Κορυφή για «Το Μέλλον της Ευρώπης», η Γερμανία θα βρεθεί αντιμέτωπη με τον εαυτό της…
Αν όμως προσπεράσουμε αυτούς τους δυο σημαντικούς σκοπέλους, τι βλέπουμε; Στην εσωτερική δημόσια συζήτηση για την αποτίμηση της απόφασης του Eurogroup του Ιουνίου, η αντιδικία συνεχίζεται σε αρκετά ρηχό επίπεδο: από τη μια αναφορές σε απελευθέρωση, σε δυνατότητες εκμετάλλευσης δημοσιονομικού χώρου και συμβολικές κινήσεις γραβάτας, από την άλλη αρκετά μίζερη ανάγνωση των μεσοπρόθεσμων ρυθμίσεων για το χρέος και υπερτονισμός των περιορισμών της μετα-μνημονιακής εποπτείας/surveillance.
Θα άξιζε περισσότερο να παρακολουθήσει κανείς την ανάδυση συγκεκριμένων επιπτώσεων από την κίνηση αυτή. Ήδη, είδαμε την S&P να αναβαθμίζει το αξιόχρεο της Ελλάδας (σε Β+ από Β, ένα κλικ επάνω) με άμεση αναφορά και στην ενίσχυση του cash buffer αλλά και στα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους. Η S&P έσπευσε να αναπροσαρμόσει -ήταν αναμενόμενη η επόμενη ανακοίνωσή της για Ιούλιο- την αξιολόγησή της, καθώς θεωρεί ότι το διάστημα μέχρι 2021 (και εν μέρει 2022) «είναι καλυμμένο». Κρατάει όμως επιφύλαξη για το ούτως ή άλλως «υψηλό επίπεδο δημόσιου και ιδιωτικού [προσοχή εδώ!] χρέους» αλλά και για τις «αδύναμες επιδόσεις/weak track record» των ελληνικών αρχών στην προσέλκυση επενδύσεων.
Στην ίδια συζήτηση προσήλθε και η Fitch, η οποία θεωρεί ότι με τα μέτρα στο Eurogroup δικαιώθηκε η δική της επιλογή να αναβαθμίσει -ήδη τον Φεβρουάριο- το αξιόχρεο της Ελλάδας σε Β, κρατώντας θετικές προοπτικές. Και αυτή λέει αντίστοιχα για βελτίωση του ρίσκου αναχρηματοδότησης/refinancing του χρέους, καταγράφοντας στα θετικά το «ιστορικό πρωτογενών πλεονασμάτων», αλλά βλέποντας στις δεσμεύσεις που συμφωνήθηκαν «κίνητρα που διασφαλίζουν τη συνέχιση υλοποίησης μεταρρυθμίσεων και επίτευξης δημοσιονομικών στόχων». Πάντως η Fitch δεν κρύβει ότι «ο διάλογος της Αθήνας με τους πιστωτές συνεχίζεται» για μείωση των στόχων πρωτογενών πλεονασμάτων, ενώ «πολιτικές προκλήσεις» μπορούν να κρύβουν τα πλεονάσματα έτσι όπως ξετυλίγονται σε βάθος χρόνου.
Είναι βέβαιο ότι ο Ευκλείδης Τσακαλώτος καθώς και ο Αλέξης Τσίπρας στο Λονδίνο, έχουν ενσωματωμένη αυτή την επιχειρηματολογία στην προσέγγισή τους. Αλλά και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, απευθυνόμενος στον Γερμανό υπΟικ Όλαφ Σολτς και επιχειρηματολογώντας για «άλλο μείγμα πολιτικής», πλην με επίτευξη/εξασφάλιση ευρύτερου δημοσιονομικού χώρου, εκεί το πάει αναγκαστικά το επιχείρημα…
…Μάλλον όμως η σοβαρότερη συνηγορία να είναι εκείνη του Μπενούα Κερέ, του (Γάλλου) μέλους του Εκτελεστικού Συμβουλίου της ΕΚΤ. Ο οποίος, πέρα από τα πολιτικά καλά λόγια για την «αποφασιστικότητα και το κουράγιο» Τσακαλώτου και την απόφανση ότι η ελάφρυνση χρέους (που αποφασίστηκε από το Eurogroup) «είναι επαρκής ώστε η Ελλάδα να απελευθερωθεί τώρα από την επιτροπεία/stewardship» δεν δίστασε να επισημάνει και λάθη στην αρχική διαχείριση των μνημονίων: η μείωση των κρατικών δαπανών «έγινε πολύ δραστικά, κάτι που έκανε χειρότερη την ύφεση», φέρνοντας -προσοχή! μιλάει η ΕΚΤ…- «δραματικές καταστάσεις [στην Ελλάδα] που μπορούσαν να αποτραπούν».
Καλά αυτά. Και χρήσιμα. Όμως και πάλι «η Ελλάδα θα κινηθεί τώρα από τον διάλογο με τους θεσμούς στον διάλογο με τις αγορές». Ο οποίος διάλογος «δεν είναι ούτε πιο εύκολος, ούτε πιο ευχάριστος».
Αυτά! Ο διάλογος ήδη έχει αρχίσει.