Απόψεις
Τρίτη, 26 Ιουνίου 2018 12:59

Ριζική λύση ή τεχνική διευθέτηση;

Η προσφάτως επιτευχθείσα συμφωνία για τη ρύθμιση του ελληνικού χρέους, αν και παράγει οφέλη στον μακρύ δρόμο για την ανάταξη της οικονομίας, δεν παύει να θεραπεύει ένα μικρό μόνον μέρος της υστέρησης και ζημίας που προξενήθηκε κατά το πρώτο εξάμηνο του 2015.

Από την έντυπη έκδοση

Του Παναγιώτη Ξυδώνα*
*
Αναπληρωτής καθηγητής Χρηματοοικονομικής στην ESSCA Grande Εcole

Η προσφάτως επιτευχθείσα συμφωνία για τη ρύθμιση του ελληνικού χρέους, αν και παράγει οφέλη στον μακρύ δρόμο για την ανάταξη της οικονομίας, δεν παύει να θεραπεύει ένα μικρό μόνον μέρος της υστέρησης και ζημίας που προξενήθηκε κατά το πρώτο εξάμηνο του 2015.

Στη βάση αυτή, αν και ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος μιας μελλοντικής αδυναμίας πληρωμών, το ελληνικό χρέος δεν καθίσταται βιώσιμο. Και όσο η πολιτική της ακραίας φορολόγησης, με στόχο τη διατήρηση των υπερθετικών δημοσιονομικών προσήμων, θα λειτουργεί ανασχετικά στην προσέλκυση νέων επενδύσεων, τόσο θα απομακρύνεται η προοπτική μιας ουσιαστικά καθαρής εξόδου από την κρίση. Την ίδια στιγμή, η μονίμως εγκατεστημένη εγχώρια λιτότητα θα στραγγαλίζει την όποια δυναμική της εσωτερικής ζήτησης και συνεργατικά θα ακυρώνει κάθε εθνική επενδυτική στρατηγική.

Σε πραγματικές διαστάσεις, η συμφωνία των προηγούμενων ημερών συνιστά μια τεχνική διευθέτηση σημαντικά υποδεέστερη της αντίστοιχης του Νοεμβρίου του 2012, η οποία προσέφερε μακρύτερη περίοδο χάριτος, μεγαλύτερη χρονική επέκταση της διάρκειας των ελληνικών ομολόγων, υψηλότερες επιστροφές τόκων και το πιο σημαντικό, είχε ως τελικό στόχο πολύ μικρότερο λόγο χρέους προς ΑΕΠ. Άρα, ρεαλιστικά μιλώντας, και πιο εύκολη πρόσβαση στις αγορές.

Περαιτέρω, το πλαίσιο ρύθμισης του χρέους που συμφωνήθηκε ήρθε καθυστερημένα, με πιο επώδυνους όρους σε σχέση με το 2012 και σε καμία περίπτωση δεν προσφέρει οριστική λύση στο υποκείμενο ζήτημα. Ήτοι, δεν υφίσταται επί παραδείγματι ρητή αναφορά για τον απωτέρως σκοπούμενο λόγο χρέους προς ΑΕΠ. Το 2012, ως επιθυμητός τέτοιος στόχος μετά το πέρας της δεκαετούς επιμήκυνσης, ετίθετο το 110%, με το ΔΝΤ να προβλέπει σε έκθεσή του το καλοκαίρι του 2014, ότι το χρέος κατά το έτος 2022 θα ανερχόταν στο 117% του ΑΕΠ. Τώρα πλέον, η ίδια εκτίμηση επικαιροποιείται στο 169%. Άλλωστε, αυτός είναι και ο λόγος που το ΔΝΤ δεν συμμετέχει εκ νέου στο ελληνικό πρόγραμμα, κρίνοντας ως ανεπαρκή την τρέχουσα συμφωνία, σχεσιακά με το 2012.

Διευκρινίζεται στο σημείο αυτό ότι εκ των 15 δισ. ευρώ της δόσης, ούτε ένα δεν πρόκειται να κατευθυνθεί στην πραγματική οικονομία. Τα 9,5 δισ. θα διακρατηθούν ως ταμειακό απόθεμα, ενώ τα 5,5 δισ. θα διευθετήσουν δανειακές υποχρεώσεις. Επίσης, από το επόμενο εξάμηνο κλειδώνουν τα μέτρα ύψους 5,1 δισ. ευρώ αναφορικά με τη μείωση των συντάξεων και του αφορολόγητου ορίου, τα οποία ανεβάζουν τον λογαριασμό της λιτότητας στα 14,5 δισ. ευρώ. Επιπλέον, κατοχυρώνονται υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα της τάξεως του 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 ή 2,2% κατά μέσο όρο μέχρι το 2060, όπως και η τριμηνιαία διατήρηση της εποπτείας. Μια εποπτεία σημαντικά πιο ενισχυμένη από άλλες χώρες, οι οποίες ήδη εξήλθαν των μνημονίων.

Τέλος, επιμηκύνεται η λήψη δανείων από τους εταίρους μας -και όχι από τις αγορές-, ως έτερο ταμειακό μαξιλάρι, για δύο ακόμα έτη. Οι επικείμενες ομολογιακές μας εκδόσεις πρόκειται να δρομολογηθούν σε καθεστώς πλήρους προστασίας, έχοντας δηλαδή απολύτως συμβολικό περιεχόμενο και ουσία. Παράλληλα, επεκτείνεται η περίοδος χάριτος στην αποπληρωμή των δανείων του τελευταίου μνημονίου για 10 έτη, χωρίς όμως το κούρεμα των 130 δισ. ευρώ που επετεύχθη κατά το παρελθόν. Υπενθυμίζεται δε και ο μηχανισμός του αιώνιου υπερταμείου, στο οποίο διατηρείται υποθηκευμένη η δημόσια περιουσία, υπό τον μόνιμο έλεγχο των δανειστών.

Συμπερασματικά, η πρόσφατη απόφαση του Eurogroup δεν σηματοδοτεί το τέλος των μνημονίων, αλλά τη συνέχισή τους, καθώς ουδεμία αμφιβολία υφίσταται ότι η έξοδος από το τρίτο μνημόνιο συνεπάγεται την αυτόματη είσοδο σε μια εξευγενισμένη επέκταση αυτού.