Αν στη χώρα δεν αλλάξουν ένα πολιτικό σύστημα που εξυπηρετεί τον παρασιτισμό-κρατισμό και μια κοινή γνώμη που αποστρέφεται την πραγματικότητα, ανάπτυξη δεν θα υπάρξει. Οι κοινοτικοί εταίροι μας το γνωρίζουν, αλλά δεν το λένε. Προτιμούν να μας απονέμουν εύσημα και να προσποιούνται τους ευτυχείς, όταν είναι γνωστό ότι η ελληνική έξοδος στις αγορές είναι μια δύσκολη υπόθεση.
Από την έντυπη έκδοση
Του Αθανάσιου Παπανδρόπουλου
Αν στη χώρα δεν αλλάξουν ένα πολιτικό σύστημα που εξυπηρετεί τον παρασιτισμό-κρατισμό και μια κοινή γνώμη που αποστρέφεται την πραγματικότητα, ανάπτυξη δεν θα υπάρξει. Οι κοινοτικοί εταίροι μας το γνωρίζουν, αλλά δεν το λένε. Προτιμούν να μας απονέμουν εύσημα και να προσποιούνται τους ευτυχείς, όταν είναι γνωστό ότι η ελληνική έξοδος στις αγορές είναι μια δύσκολη υπόθεση.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), από την πλευρά του, γνωρίζει την όλη κατάσταση έως την τελευταία της λεπτομέρεια, γι’ αυτό και αποφεύγει τις διθυραμβικές δηλώσεις. Όπως μας είπε κορυφαίος εκπρόσωπός του, «το πρόβλημα δεν είναι το τέλος των μνημονίων, αλλά τι θα γίνει δύο με τρία χρόνια μετά. Υπό την παρούσα διαρθρωτική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και τις διοικητικές δομές της, τα νέα δεν θα είναι καθόλου καλά».
Αυτό είναι και το πρόβλημα της οικονομίας. Το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του προσπαθεί να πείσει ότι τα μνημόνια έφεραν την κρίση, ενώ συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Οι αντιπαραγωγικές δομές της οικονομίας οδήγησαν στην υπερχρέωση και χάρη στα μνημόνια η χώρα απέφυγε τα χειρότερα. Αυτή είναι η ωμή πραγματικότητα και όλα τα υπόλοιπα είναι λόγια του αέρα.
Μια οικονομία της οποίας το ΑΕΠ το 2009 σχηματιζόταν κοντά στο 86% από την κατανάλωση, δεν είχε καμία προοπτική στον νέο διεθνή καταμερισμό της εργασίας. Κατά συνέπεια, στο μέτρο που είχε γίνει το λάθος της εισόδου της στην Ευρωζώνη χωρίς καμία διαρθρωτική προετοιμασία, η δομική της κατάρρευση ήταν αναπόφευκτη. Όπως, βέβαια, και η εσωτερική υποτίμηση που πραγματοποιήθηκε τα οκτώ τελευταία χρόνια.
Για να μπορέσει έτσι η σημερινή Ελλάδα να απευθυνθεί εκ νέου στις αγορές, οι οποίες στο εξής θα κοσκινίζουν τα οικονομικά της μεγέθη, θα πρέπει να προσφέρει την εικόνα μιας υγιούς και βιώσιμης ανάπτυξης. Μιας ανάπτυξης που από παραγωγικής πλευράς θα πρέπει να είναι εξωστρεφής και άρα να στηρίζεται στα αποκαλούμενα «διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα». Αυτό σημαίνει ότι, για να μειωθεί η ανεργία και να ανακοπεί η φυγή νέων στο εξωτερικό, η ελληνική οικονομία θα πρέπει να αναπτυχθεί με όρους διεθνούς ανταγωνιστικότητας. Μόνον έτσι θα προκύψουν νέες και βιώσιμες συνθήκες δημιουργίας θέσεων εργασίας και άρα ενίσχυσης της ζήτησης.
Υπενθυμίζουμε ότι στην Ελλάδα τα χρόνια της ανάπτυξης πριν από την κρίση η εργασία στις «οριακές χρήσεις» χρησιμοποιείτο με ιδιαιτέρως αντιπαραγωγικό τρόπο ή, αντίστροφα, ήταν υπεραμειβόμενη σε σχέση με την παραγωγική της συνεισφορά. Αυτό κυρίως οφειλόταν στην -νοσηρή- υπερδιόγκωση του τομέα των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών της οικονομίας (εμπόριο, οικοδομές, Δημόσιο), ο οποίος είναι τομέας «εντάσεως εργασίας» μεν, «επίπεδης» διαχρονικά παραγωγικότητας δε. Η ραγδαία κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας μετά το 2009 οφείλεται και στη δυσμενή τιμή που είχε ο συντελεστής ανεργία/πορεία του ΑΕΠ σε όλη την προηγούμενη περίοδο. Δηλαδή, στο ότι οι νέες θέσεις εργασίας, επισφαλείς και χαμηλής παραγωγικότητας ως επί το πλείστον, «αγοράζονταν» από την οικονομία εξαιρετικά ακριβά (και με δανεικό, φυσικά, χρήμα). Κατά συνέπεια, όπως επισημαίνει και ο οικονομολόγος Δημ. Ιωάννου στο βιβλίο Το Επιπλέον Ναυάγιο, για να εμπνέει η ελληνική οικονομία εμπιστοσύνη στις αγορές είναι απαραίτητο να αναπτύσσεται με ρυθμό πάνω από 3% τον χρόνο.
Το ερώτημα, έτσι, που αποφεύγουν σκοπίμως να θέσουν οι εταίροι και δανειστές μας, είναι: Υφίσταται στην ελληνική οικονομία αναπτυξιακό δυναμικό ικανό να διαμορφώσει στα επόμενα χρόνια το απαιτούμενο μέσο ποσοστό αύξησης του 3%; Δυστυχώς, η απάντηση είναι αρνητική. Οι ούτως ή άλλως καχεκτικοί παραγωγικοί τομείς της χώρας βρίσκονται σε οριακή φάση. Αφενός η υπερφορολόγηση, η πιστωτική ασφυξία, η γραφειοκρατία και η διαφθορά, και αφετέρου το γεγονός ότι η ελληνική «επιχειρηματικότητα» δεν έχει παράδοση, εμπειρία και γνώση για να εισέλθει στον διεθνή ανταγωνιστικό χώρο (με λίγες εξαιρέσεις, όπως ο εφοπλισμός και κάποιες βιομηχανικές μονάδες), κάνουν τις προοπτικές εξαιρετικά δύσκολες.
Υπό αυτές τις συνθήκες, μια πραγματική και βιώσιμη απαγκίστρωση της χώρας από δανειστές και επόπτες απαιτεί την πραγματοποίηση μεγάλων παραγωγικών επενδύσεων, με παράλληλη μεταβολή στις κυρίαρχες κοινωνικές πρακτικές που διαμορφώνουν τις ιδεολογικές παραστάσεις.
Τα δύσκολα τώρα αρχίζουν, συνεπώς. Διότι, ένα πολιτικό σύστημα που έχει οικοδομηθεί με βασικό του άξονα την εξυπηρέτηση του παρασιτισμού, έχοντας δίπλα του μια κοινή γνώμη που αποστρέφεται την πραγματικότητα, σήμερα πρέπει να αγωνιστεί εναντίον του κακού εαυτού του. Και αυτό είναι πρόβλημα.