Στο Λουξεμβούργο η κυβέρνηση και οι πιστωτές θα προβούν σε μια επικοινωνιακή διαχείριση του ελληνικού ζητήματος, γράφει ο Βασίλης Κωστούλας.
Από την έντυπη έκδοση
Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
Στο Λουξεμβούργο η κυβέρνηση και οι πιστωτές θα προβούν σε μια επικοινωνιακή διαχείριση του ελληνικού ζητήματος.
Οι ΥΠΟΙΚ της Ευρωζώνης θα καθησυχάσουν τους Ευρωπαίους φορολογούμενους ότι «τα λεφτά τους δεν πήγαν χαμένα στην Ελλάδα που τελικά ανακάμπτει». Η κυβέρνηση θα διαβεβαιώσει την ελληνική κοινή γνώμη για τον «απεγκλωβισμό από τα μνημόνια που είναι πλέον γεγονός».
Όμως πίσω από τα φώτα οι εκπρόσωποι των θεσμών αντιδρούν στο άκουσμα και μόνο της ρητορικής ότι «η Ελλάδα γυρίζει σελίδα» στις 20 Αυγούστου: «Ακριβώς το αντίθετο. Οι μεταρρυθμίσεις θα συνεχιστούν σε όλους τους τομείς που μέχρι σήμερα κάλυπτε το πρόγραμμα».
Τρία μνημόνια προφανώς δεν ήταν αρκετά. Δημόσια διοίκηση, δικαιοσύνη, φοροεισπρακτικός μηχανισμός, αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, ιδιωτικοποιήσεις. «Βασικές προτεραιότητες» και για τα χρόνια που θα ακολουθήσουν. Διότι το πρόγραμμα τελείωσε, αλλά οι θεσμοί μένουν.
Η «ενισχυμένη εποπτεία», το επιεικέστερο από τα σενάρια στην τελική ευθεία, θα εφαρμοστεί για πρώτη φορά σε κράτος-μέλος της Ευρωζώνης. Θα προβλέπει ελέγχους κάθε τρεις μήνες και θα ανανεώνεται κάθε έξι μήνες.
Τι πήγε τόσο στραβά και μόνο στην Ελλάδα; Η απάντηση είναι μονότονη. Δεν ακολούθησε το παράδειγμα άλλων χωρών της Ευρωζώνης, που υπέστησαν τη βάσανο ενός και μόνο προγράμματος προσαρμογής, πείθοντας στην πράξη τις αγορές ότι εφάρμοσαν μεταρρυθμίσεις (4,5% το 10ετές ελληνικό, 1,5% το 10ετές πορτογαλικό).
Η Ελλάδα (38 σεντς ανά ευρώ) έχει τον χαμηλότερο ρυθμό εξυγίανσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων (50% του συνόλου), σε σύγκριση με την Ιταλία (62 σεντς), την Ισπανία (78 σεντς) και την Ιρλανδία (82 σεντς). Με πτωτική πορεία ακόμη και σήμερα στη διεθνή κατάταξη ανταγωνιστικότητας (87η σε 137 κράτη) είναι η χώρα με το χαμηλότερο ποσοστό προσέλκυσης επενδύσεων, που κινείται στο 50% του μέσου όρου της Ευρωζώνης. Στην Ελλάδα απαιτούνται 1.500 μέρες για την εκτέλεση μιας σύμβασης. Στην Ιρλανδία 520 και στην Ισπανία 500.
Το ελληνικό χρέος είναι βεβαίως το υψηλότερο στην Ευρώπη, εξ ου και οι διαδοχικές παρεμβάσεις, πρακτικά, στο πλαίσιο μιας διαρκούς ρύθμισης που θα συνοδεύει την αποπληρωμή του. Τα είπε όλα σε μια στιγμή αυθόρμητης ειλικρίνειας ο Κλάους Ρέγκλινγκ στο Λαγονήσι, όταν εξηγούσε ότι, ακόμη και χωρίς νέα μέτρα, οι ωριμάνσεις του ελληνικού χρέους φτάνουν μέχρι και το… 2059: «Πρέπει κι εμείς να πληρωθούμε κάποια στιγμή».
Οι Ευρωπαίοι χαρακτηρίζουν διαχειρίσιμο το πρόβλημα μέχρι το 2030, αλλά αργά ή γρήγορα δεν θα αποφύγουν την περαιτέρω ελάφρυνση. Όμως το πιο αποτελεσματικό εργαλείο για να αντιμετωπίσεις το χρέος δεν είναι ο αριθμητής (οι χρηματοδοτικές ανάγκες) αλλά ο παρονομαστής (το μέγεθος του ΑΕΠ).
Το Ισραήλ μέσα σε 30 χρόνια, από το 1985 έως το 2015, μείωσε το χρέος του από το 160% μόλις στο 60% του ΑΕΠ. Χωρίς «κούρεμα» αλλά με ανάπτυξη. Πώς; Άνοιξε την οικονομία του, κινητοποίησε τη διασπορά, προσέλκυσε ξένες επενδύσεις.