Πολιτική
Δευτέρα, 18 Ιουνίου 2018 23:27

Γερμανικός Τύπος: «Οι οιωνοί δεν είναι κακοί» για την Αθήνα

Στην επικείμενη έξοδο της Ελλάδας από τα προγράμματα προσαρμογής αναφέρεται ρεπορτάζ της Süddeutsche Zeitung από τις Βρυξέλλες, όπου επισημαίνεται μεταξύ άλλων ότι «αυτήν την εβδομάδα αναμένεται συμφωνία για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους».

Στην επικείμενη έξοδο της Ελλάδας από τα προγράμματα προσαρμογής αναφέρεται ρεπορτάζ της Süddeutsche Zeitung από τις Βρυξέλλες, όπου επισημαίνεται μεταξύ άλλων ότι «αυτήν την εβδομάδα αναμένεται συμφωνία για την ελάφρυνση του (ελληνικού) χρέους».

Η εφημερίδα του Μονάχου βλέπει την «Αθήνα προ της εξόδου» και κάνει λόγο για μεγάλη «αποφασιστικότητα» για επίτευξη συμφωνίας, σημειώνοντας ότι «πριν από τη λήξη του τρίτου πλέον δανειακού προγράμματος στις 20 Αυγούστου, οι υπουργοί Οικονομικών των χωρών της ευρωζώνης θέλουν να φτάσουν οπωσδήποτε σε συμφωνία αυτήν την εβδομάδα». Ο γερμανός ανταποκριτής παρατηρεί ότι «μετά από οκτώ χρόνια κρίσης διαρκείας και τρία πακέτα πολλών δισεκατομμυρίων» η Ελλάδα θέλει να «τα καταφέρει πάλι με τις δικές τις δυνάμεις».

Όπως εκτιμά η SZ, «οι οιωνοί δεν είναι κακοί. Η κυβέρνηση στην Αθήνα είναι στη διαδικασία να συμβάλει το μερίδιό της, υλοποιώντας τις πάνω από 80 συμφωνηθείσες (σ.σ. προαπαιτούμενες) μεταρρυθμίσεις. Ως αντάλλαγμα τα κράτη της ευρωζώνης θέλουν να αποφασίσουν ποιες παραχωρήσεις θα κάνουν έναντι της Ελλάδας».

Το δημοσίευμα επισημαίνει ότι κεντρικό ζήτημα είναι η ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Για αυτό το θέμα γράφει μεταξύ άλλων ότι «πρόκειται να παραταθεί η περίοδος αποπληρωμής χορηγηθέντων δανείων. Υπό συζήτηση βρίσκεται παράταση από μηδέν έως 15 χρόνια, με τη Γερμανία να κινείται μάλλον στο κάτω μέρος της κλίμακας. Οι διαπραγματευτές από το Βερολίνο έδωσαν πάντως στους υπόλοιπους να καταλάβουν ότι είναι πρόθυμοι να προβούν σε παραχωρήσεις. Στις Βρυξέλλες υπάρχει η εκτίμηση ότι τελικά ενδέχεται οι διαπραγματεύσεις να καταλήξουν στη μέση, δηλαδή περί τα επτά ή οκτώ χρόνια».

Ευρείες μεταμνημονιακές απαιτήσεις;

Το δημοσίευμα αναφέρεται και στον πιθανό ρόλο του ΔΝΤ στο τρέχον ελληνικό πρόγραμμα, αναφέροντας ότι «μάλλον δεν πρόκειται πια να εμπλακεί χρηματοδοτικά» σε αυτό. «Όμως τα κράτη της ευρωζώνης δεν θέλουν να το εγκαταλείψουν εντελώς». Η γενική διευθύντρια του Ταμείου Κριστίν Λαγκάρντ «θέλει να συμμετάσχει στη συνάντηση (σ.σ. των υπουργών Οικονομικών του Eurogroup) την Πέμπτη. Τότε αναμένεται να συζητηθεί και ο ρόλος τον οποίο πρόκειται να παίξει μελλοντικά το ΔΝΤ στην Ελλάδα», γράφει η SZ.

Σύμφωνα με την εφημερίδα του Μονάχου, υπάρχει σύγκλιση για αυστηρότερη μεταμνημονιακή εποπτεία της Αθήνας συγκριτικά με άλλες χώρες που είχαν υπαχθεί σε πρόγραμμα. «Η πλειοψηφία των κρατών της ευρωζώνης επιμένει να μην επιτρέπεται να αναστραφούν απλά συμφωνηθείσες μεταρρυθμίσεις. Γι' αυτό θα πρέπει να υπάρξει μια συμφωνία με την ελληνική κυβέρνηση, με την οποία η τελευταία θα δεσμεύεται σε αυτό», γράφει η εφημερίδα του Μονάχου. Τέλος, προσθέτει ότι «παρά τις εκτεταμένες απαιτήσεις θα πρέπει 'να αποφευχθεί να δοθεί η εντύπωση ότι με αυτές (σ.σ. τις απαιτήσεις) σχεδιάζεται ντε φάκτο ένα νέο πρόγραμμα'», γράφει η SZ, επικαλούμενη έγγραφα που αφορούν τις διαπραγματεύσεις. «Ακριβώς αυτό φοβάται όμως η ελληνική κυβέρνηση», σχολιάζει κλείνοντας η εφημερίδα του Μονάχου.

Προς διμερείς συμφωνίες στο προσφυγικό;

Ο γερμανικός Τύπος εστιάζει στη σοβαρή εκκρεμότητα του προσφυγικού ζητήματος σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η διαχείρισή του αποτελεί και θέμα κομβικής σημασίας εντός της Γερμανίας, όπου τα δύο συγκυβερνώντα αδελφά χριστιανικά κόμματα (CDU και CSU) βρίσκονται σε τροχιά σύγκρουσης που απειλεί τη συνοχή του γερμανικού κυβερνητικού συνασπισμού. Η Handelsblatt επισημαίνει σε εκτενή της ανταπόκριση στην ηλεκτρονική της έκδοση ότι «επιδιώκεται μια στροφή στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ στις 28 και 29 Ιουνίου. Η γερμανίδα καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ θέλει να συμφωνήσει με τα υπόλοιπα κράτη σε αυτή τη συνάντηση ως προς τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά μια (κοινής) ευρωπαϊκής πολιτικής ασύλου. Πάντως φαίνεται επίσης πιθανό να συμβεί το αντίθετο και οι επικεφαλής των κυβερνήσεων να έρθουν σε ρήξη. Προκειμένου να αποτραπεί αυτό ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ θα είναι αυτήν την εβδομάδα καθοδόν. Ο ίδιος θέλει σε όσο το δυνατόν περισσότερες συνομιλίες να σταθμίσει τις δυνατότητες εξεύρεσης πιθανών συμβιβασμών».

Εστιάζοντας μεταξύ άλλων στην περίπτωση της Ελλάδας, η οικονομική εφημερίδα του Ντύσελντορφ τονίζει ότι «το κυριότερο για την Ελλάδα» είναι η εξεύρεση μιας «βιώσιμης λύσης». Όπως επισημαίνει το δημοσίευμα, «εδώ και μεγάλο διάστημα η ελληνική κυβέρνηση στηλιτεύει την ελλιπή προθυμία πολλών ευρωπαϊκών κρατών να υποδεχθούν πρόσφυγες από τις (ευρωπαϊκές) χώρες πρώτης υποδοχής. (…) Την ώρα που η Γερμανία έχει εκπληρώσει τις δεσμεύσεις της, δεν μπορεί να πει κανείς το ίδιο ιδιαίτερα για τα τέσσερα κράτη του Βίσεγκραντ (σ.σ. Πολωνία, Τσεχία, Ουγγαρία, Σλοβακία), λέγεται εντός του Υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής στην Αθήνα. 'Το ζητούμενο είναι να γίνεται δίκαιη κατανομή των ευθυνών', υπογραμμίζει εκπρόσωπος του υπουργείου», σημειώνει η Handelsblatt.

Η εφημερίδα γράφει ότι η Ελλάδα ζητεί να επιτευχθεί βιώσιμη λύση «έτσι ώστε να μην βρεθούμε και πάλι μετά από έξι μήνες αντιμέτωποι με τα ίδια προβλήματα», λέγεται εκ μέρους της Αθήνας. Σύμφωνα με το δημοσίευμα, η ελληνική πλευρά δεν θέλει στην παρούσα φάση να τοποθετηθεί «σχετικά με τη γερμανική ιδέα για διμερείς συμφωνίες με τα τρία ιδιαίτερα επιβαρυμένα κράτη, την Ελλάδα, την Ιταλία και την Ισπανία».

Κυρίαρχο στα ρεπορτάζ και το σχόλια του γερμανικού Τύπου είναι το θέμα της αντιπαράθεσης ανάμεσα σε Χριστιανοδημοκράτες και Χριστιανοκοινωνιστές, που μπήκε προσωρινά στον «πάγο», μετά την προθεσμία δύο εβδομάδων που έδωσε ο μικρότερος κυβερνητικός εταίρος (CSU) στην καγκελάριο για εξεύρεση κοινής ευρωπαϊκής λύσης στην προσεχή Σύνοδο Κορυφής. Όπως γράφει η διαδικτυακή Welt, «η Μέρκελ καλείται να εξετάσει εντός δύο εβδομάδων ποιες χώρες είναι διατεθειμένες να ξαναδεχθούν πίσω στο έδαφός τους πρόσφυγες που είχαν καταγραφεί ήδη εκεί προηγουμένως. Προφανώς επιδιώκει διμερείς συμφωνίες με χώρες όπως η Ιταλία, η Αυστρία, η Ελλάδα και η Βουλγαρία».