Καθώς, τώρα, θα χρειαστεί να περιμένουμε την ολοκλήρωση της ψήφισης στη Βουλή του τελευταίου πολυνομοσχεδίου της μνημονιακής 8ετίας -η αναβολή της εκταμίευσης από τον ESM του 1 δισ., υπολοίπου της προηγούμενης αξιολόγησης που προοριζόταν για εκκαθάριση arrears του Δημοσίου προς ιδιώτες, δείχνει ήδη πόσο οι «εταίροι» θα συνεχίσουν να εφαρμόζουν πρακτικές πίεσης μέχρι το τέλος-τέλος- ενώ ταυτόχρονα θα συνεχίζεται και η παρασκηνιακή διαπραγμάτευση για την υπεσχημένη διευθέτηση/ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, τρία πράγματα θα χρειαστεί να έχουν κατασταλάξει στη δημόσια συζήτηση.
Από την έντυπη έκδοση
Του Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Καθώς, τώρα, θα χρειαστεί να περιμένουμε την ολοκλήρωση της ψήφισης στη Βουλή του τελευταίου πολυνομοσχεδίου της μνημονιακής 8ετίας -η αναβολή της εκταμίευσης από τον ESM του 1 δισ., υπολοίπου της προηγούμενης αξιολόγησης που προοριζόταν για εκκαθάριση arrears του Δημοσίου προς ιδιώτες, δείχνει ήδη πόσο οι «εταίροι» θα συνεχίσουν να εφαρμόζουν πρακτικές πίεσης μέχρι το τέλος-τέλος- ενώ ταυτόχρονα θα συνεχίζεται και η παρασκηνιακή διαπραγμάτευση για την υπεσχημένη διευθέτηση/ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, τρία πράγματα θα χρειαστεί να έχουν κατασταλάξει στη δημόσια συζήτηση.
Το πρώτο: όλη η κινητικότητα στο Washington Group («συζήτηση για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, με την Ελλάδα απούσα») αντικείμενο έχει να δημιουργηθεί -στα χαρτιά, που αλλού;- μια τέτοια χρονοσειρά δανειακών υποχρεώσεων της χώρας (δηλαδή τόκων και χρεολυσίων: πολλά από τα δεύτερα αποτελούν εξυπηρέτηση παλαιότερων τόκων που «πάγωσαν») ώστε να μπορούν να εξυπηρετηθούν βιώσιμα από την Ελλάδα στο μέλλον. Ο Γιώργος Αργείτης, καθηγητής στο ΕΚΠΑ αλλά κυρίως επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, επισημαίνει πως η «βιώσιμη» εξυπηρέτηση -που, στη νέα λογική ακόμη και του ΔΝΤ, με το όριο 15% ή αργότερα 20% του ΑΕΠ ως ετήσια οροφή εξυπηρέτησης έχει λάβει τη θέση της βιωσιμότητας ως flow αντί της οροφής του 120% του ΑΕΠ για το χρέος ως stock- μπορεί να σημαίνει «αποπληρωμή του χρέους με όρους οικονομικής και κοινωνικής προόδου».
Μπορεί όμως και να σημαίνει «διαρκή δημοσιονομική λιτότητα και συστηματική υπονόμευση των δημοκρατικών θεσμών». Χωρίς καν να συμμερίζεται κανείς το τελευταίο στοιχείο της δεύτερης διατύπωσης του Γ. Αργείτη (του οποίου η μελέτη «Η επόμενη φάση της κρίσης στην Ελλάδα» , σημειωτέον έχει χρηματοδότηση και Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου) δεν πρέπει να χάνει από τα μάτια του τη χαώδη διαφορά μεταξύ της βιωσιμότητας χρέους μέσα από ανάπτυξη και εκείνης από δημοσιονομικά πλεονάσματα, δηλαδή λιτότητας κατά την ανάγνωση Αργείτη.
Ούτως ή άλλως, πάντως, η βιωσιμότητα ενός χρέους από αναχρηματοδότησή του εις το διηνεκές -εκεί πάμε/εκεί μας πάνε με τη διαφαινόμενη ρηχή ελάφρυνση χρέους- θα εξαρτηθεί από κόστος των δανειακών κεφαλαίων που θα χρειαστεί εφεξής να αντλούνται και από τον ρυθμό ανάπτυξης/μεγέθυνσης που θα επιτυγχάνεται. Προσοχή όμως! Από το κόστος δανεισμού που αληθινά θα επιτυγχάνεται -είδαμε τι σήμανε η απαρχή ιταλικής κρίσης για τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων στη ρηχή ούτως ή άλλως «αγορά» τους, βλέπουμε όμως και πού θα κατευθυνθούν τα επιτόκια γενικότερα άμα πάρει μπρος το tapering της ΕΚΤ!- και από τους ρυθμούς ανάπτυξης που επίσης αληθινά θα κατορθώνονται. Και όχι από εκείνην την ανάπτυξη που θα βάζει σ’ ένα excelόφυλλο το ΔΝΤ ή ο ESM, «για να βγουν τα νούμερα» (βιωσιμότητας ή μη-βιωσιμότητας).
Εδώ, βρισκόμαστε στο δεύτερο: είναι εύλογο, μετά από χρόνια και χρόνια υφεσιακής πορείας κάθε ένδειξη αναπτυξιακής επιστροφής στην αποξηραμένη ελληνική οικονομία -που θα ‘λεγε και ο Αλέκος Παπαδόπουλος- να τυγχάνει ενθουσιώδους υποδοχής. Όμως χρειάζεται και αυτοσυγκράτηση. Έτσι, το α’ τρίμηνο του 2018 είχε μεν όντως να εμφανίσει ένα 2,3% που χειροκροτήθηκε (όχι μόνον ανάμεσά μας: και FAZ και Handelsblatt προσήλθαν), όμως αυτό αφορούσε σύγκριση με την ίδια περίοδο του 2017 (όπου ανεβαίναμε από πάτο, μάλιστα τότε είχε υπάρξει ανακούφιση με ένα +0,4% αντί για συνέχιση ύφεσης, θυμηθείτε!).
Όμως, η αύξηση του ΑΕΠ έναντι του αμέσως προηγούμενου 3μήνου, που έκλεισε το 2017, ήταν μόλις +0,8%. Από κει και πέρα, αρχίζουν οι εξειδικεύσεις: η εξέλιξη αυτή στηρίχθηκε εν πολλοίς στις εξαγωγές κι όχι στην (πολύ αδύναμη) καταναλωτική δαπάνη - όμως στις εξαγωγές αναζητήστε πολλά καύσιμα. Άλλο πάλι: καταγράφηκε μεγάλη πτώση στις επενδύσεις παγίου κεφαλαίου (-28,1%), όμως και εδώ η ιδιαιτερότητα είναι ότι υπήρξε διακύμανση στις… παραγγελίες πλοίων. Κάποια προσοχή στα αναπτυξιολογικά δεν θα έβλαπτε, λοιπόν. Τώρα, στο τρίτο: σ’ όλην αυτή την ιστορία δεν θα πάψει να κυριαρχεί ο νόμος του ισχυρότερου.
Δηλαδή… της Γερμανίας. Προσέξτε όμως πώς και αυτή χάνει, άμα αναμετρηθεί με μεγαλύτερους: πανικόβλητη in full panic mode η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία καλεί σε μονομερή κατάργηση ευρωπαϊκών δασμών (10%) επί των εισαγωγών αυτοκινήτων μην και ηρεμήσει τον πρόεδρο Τραμπ (οι ΗΠΑ έχουν δασμούς 2,5% που ο Τραμπ σκέφτεται να αυξήσει άμεσα). Μέσα στον πανικό, λησμονήθηκε ότι οι κανόνες του ΠΟΕ αποκλείουν μονόπλευρες μειώσεις δασμών (οι Γιαπωνέζοι κοιτούν…) , αλλά και ότι η πολιτική Τραμπ δεν είναι πολιτική οικονομικών στόχων, είναι πολιτική ισχύος.
Το ίδιο -στο πολύ-πολύ μικρότερο- εφαρμόζεται και σ’ εμάς.