Την υιοθέτηση νομοσχεδίου κατά των ψευδών ειδήσεων (fake news) στα μέσα ενημέρωσης εξετάζει η γαλλική εθνοσυνέλευση.
Την υιοθέτηση νομοσχεδίου κατά των ψευδών ειδήσεων (fake news) στα μέσα ενημέρωσης εξετάζει η γαλλική εθνοσυνέλευση.
Σύμφωνα με τη Liberation, το νομοσχέδιο είχε αρχικά τιτλοφορηθεί «κατά των ψευδών πληροφοριών» και στη συνέχεια «βαφτίστηκε» εκ νέου για να στοχεύσει «τη χειραγώγηση της πληροφόρησης».
Αυτή η αλλαγή ονομασίας αποφασίσθηκε ώστε να αντιστοιχεί καλύτερα με τον δηλωμένο στόχο του, που είναι η αντίδραση στις «επιχειρήσεις αποσταθεροποίησης» που διεξάγονται από ξένες δυνάμεις (κυρίως από τη Ρωσία).
Κατά τη Liberation, το γεγονός αυτό είναι ενδεικτικό της δυσκολίας της κυβέρνησης να αναδείξει ένα νομοσχέδιο το οποίο επιθυμεί η προεδρία της Δημοκρατίας, αλλά είναι πολύ αμφιλεγόμενο.
Ορισμένοι επικρίνουν την αοριστία του ορισμό των ψευδών ειδήσεων και κάνουν λόγο για πλήγμα στην ελευθερία του Τύπου, άλλοι επισημαίνουν το γεγονός ότι υφίστανται ήδη νομοθετικά εργαλεία κατά της δυσφήμησης.
Ο πρώτος άξονας του νομοσχεδίου, που προκαλεί και τις περισσότερες συζητήσεις, δημιουργεί δύο εργαλεία για τη μάχη κατά της διάδοσης σε μεγάλη κλίμακα ψευδών πληροφοριών που μπορούν να διακυβεύσουν την «ειλικρίνεια μιας ψηφοφορίας».
Τα εργαλεία αυτά θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε εθνικές και ευρωπαϊκές εκλογές, τρεις μήνες πριν από τον πρώτο γύρο και μέχρι το τέλος της ψηφοφορίας. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, θα απαιτείται περισσότερη διαφάνεια από τις μεγάλες ψηφιακές πλατφόρμες όπως οι Facebook ή η YouTube σχετικά με τις διαφημίσεις τους.
Το άλλο εργαλείο αφορά τη διανομή μιας ψευδούς πληροφορίας. Κατά την ίδια προεκλογική περίοδο, ένας δικαστής θα μπορεί να επιληφθεί και, μέσα σε 48 ώρες, να «ζητήσει όλα τα αναλογικά και απαραίτητα μέτρα για να σταματήσει» η διάδοση αυτής της ψευδούς πληροφορίας.
Εξάλλου το νομοσχέδιο αυξάνει τις κυρώσεις που μπορεί να επιβάλει το Ανώτερο Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο (CSA) σε ραδιοτηλεοπτικά μέσα «που ελέγχονται από ένα ξένο κράτος ή βρίσκονται υπό την επιρροή αυτού του κράτους» και καθίστανται ένοχα για μια ψευδή πληροφορία.