Φέτος συμπληρώνονται πάνω από εβδομήντα χρόνια από το έτος 1946, όταν με πρωτοβουλία του τότε υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας Νικολάου Αβραάμ, αλλά και άλλων στελεχών ναυτιλιακών φορέων, όπως του αειμνήστου ιδρυτή και εκδότη του περιοδικού «ΝΑΥΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ» Δημήτρη Κωττάκη, ξεκίνησε η ίδρυση ειδικού ταμείου του Κεφαλαίου Ναυτικής Εκπαίδευσης, με σκοπό τη στήριξη κατά κύριο λόγο του συστήματος της δημόσιας ναυτικής εκπαίδευσης στη χώρα μας.
Του Μιχάλη Λάμπρου
O κ. Μιχάλης Λάμπρος είναι διευθυντής MAJESTIC INTERNATIONAL CRUISES INC.
Φέτος συμπληρώνονται πάνω από εβδομήντα χρόνια από το έτος 1946, όταν με πρωτοβουλία του τότε υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας Νικολάου Αβραάμ, αλλά και άλλων στελεχών ναυτιλιακών φορέων, όπως του αειμνήστου ιδρυτή και εκδότη του περιοδικού «ΝΑΥΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ» Δημήτρη Κωττάκη, ξεκίνησε η ίδρυση ειδικού ταμείου του Κεφαλαίου Ναυτικής Εκπαίδευσης, με σκοπό τη στήριξη κατά κύριο λόγο του συστήματος της δημόσιας ναυτικής εκπαίδευσης στη χώρα μας.
Τα τελευταία χρόνια το Κεφάλαιο Ναυτικής Εκπαίδευσης υποστηρίζει εξ ολοκλήρου τις καθημερινές ανάγκες λειτουργίας των δέκα Ακαδημιών Εμπορικού Ναυτικού που λειτουργούν σήμερα στη χώρα μας.
Εκτός από τις εισφορές υπέρ του Κεφαλαίου Ναυτικής Εκπαίδευσης που αποδίδονται μέσω των εισπράξεων του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου, σημαντική οικονομική ενίσχυση επιτυγχάνεται και από τα κονδύλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσω ΕΣΠΑ αλλά και από δωρεές που προέρχονται από την Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών και από τον τακτικό κρατικό προϋπολογισμό.
Η ίδρυση του Ταμείου και της εκ των υστέρων θεμελίωσης των δημοσίων σχολών Εμπορικού Ναυτικού κατέστη αναγκαία λόγω της ραγδαίας αύξησης του Ελληνικού Εμπορικού μας στόλου τα μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου χρόνια και της εκ των πραγμάτων ανάγκης επιμόρφωσης ικανών νέων Ελλήνων ναυτικών για τη στελέχωση των πλοίων.
Ας ρίξουμε όμως μια γρήγορη ματιά στα ιστορικά δεδομένα της ίδρυσης και λειτουργίας δημοσίων σχολών ναυτικής εκπαίδευσης στη χώρα μας.
Σαφώς η Ιστορία της σύγχρονης ναυτικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα, όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά την περίοδο μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, δεν περιορίζεται μόνο στην Ιστορία των δέκα ΑΕΝ που αναφέραμε πιο πάνω, αλλά περιλαμβάνει πέραν αυτών και πολλούς ακόμα θεσμικούς φορείς που παρείχαν ναυτική εκπαίδευση. Χαρακτηριστικά μπορούν να αναφερθούν τα ναυτικά γυμνάσια (δημόσια και ιδιωτικά), τα Κέντρα Επιμόρφωσης Στελεχών Εμπορικού Ναυτικού Πλοιάρχων, Μηχανικών, Ραδιοηλεκτρονικών / Ραδιοεπικοινωνιών, οι Σχολές Σωστικών και Πυροσβεστικών Μέσων, οι σχολές Ασυρματιστών, οι σχολές Θαλαμηπόλων και Μαγείρων, αλλά και οι πολλές ιδιωτικές ναυτικές σχολές (Μηχανικών και Ραδιοτηλεγραφητών, για παράδειγμα η Σχολή Μηχανικών στον Σκαραμαγκά, δωρεά του Σταύρου Νιάρχου ή η Σχολή Μηχανικών Ελευσίνας εντός των ναυπηγείων του Στρατή Ανδρεάδη), που λειτουργούσαν υπό την αιγίδα δήμων ή ιδιωτικών οργανισμών και φορέων ή ανήκαν εξ ολοκλήρου σε ιδιώτες (π.χ. σχολή Πειραϊκού Συνδέσμου, Προμηθεύς, Ήρων, Αρχιμήδης, Λαμιακή, Νηρεύς, Βαλλιάνειος, Βρανά, ΠΑΛΜΕΡ, Ευκλείδης, κ.ά.).
Έτος ορόσημο για την ελληνική ναυτική εκπαίδευση αποτελεί το 1930, καθώς τότε θα ιδρυθεί στην Ύδρα η πρώτη δημόσια ναυτική σχολή, η Σχολή Εμπορικής Ναυτιλίας Ύδρας. Ο πόλεμος θα διακόψει κάθε προσπάθεια λειτουργίας ναυτικής εκπαίδευσης στη χώρα, και μόνο μετά τη λήξη του αρχικώς με εθελοντικές εφοπλιστικές εισφορές, και στη συνέχεια με τους νόμους 603 του 1948 και 1864 του 1951, αφενός συστήνεται το Κεφάλαιο Ναυτικής Εκπαίδευσης (ΚΝΕ), που κατέστησε υποχρεωτική αλλά και συστηματική την υπέρ της Ναυτικής Εκπαίδευσης εισφορά των υπό ελληνική σημαία πλοίων, και αφετέρου αποφασίστηκε να διατεθούν τα αποθεματικά του Ασφαλιστικού Οργανισμού Κινδύνων Πολέμου για την ανέγερση νέων σχολών, μια και η σχολή της Ύδρας δεν μπορούσε μόνη της να ανταποκριθεί στην απαίτηση της εποχής για ποιοτικά κατηρτισμένους Έλληνες ναυτικούς. Έτσι, τον Ιανουάριο του 1955 θεμελιώνονται τα κτίρια των σχολών του Ασπροπύργου και τον Σεπτέμβριο του 1956 θα δεχτούν τους πρώτους σπουδαστές. Με την ίδρυση των Σχολών Πλοιάρχων και Μηχανικών Ασπροπύργου δεν κατασκευάστηκε απλώς ένα σχολικό συγκρότημα ναυτικής εκπαίδευσης, αλλά δημιουργήθηκε ένας ισχυρός θεσμός, ο θεσμός των δημόσιων σχολών Εμπορικού Ναυτικού. Μετά τον Ασπρόπυργο θα ακολουθήσει η ίδρυση των σχολών Κύμης, Σύρου, Οινουσσών, Χίου, Μακεδονίας, Κρήτης, Ηπείρου (σχολή προπαίδευσης Ασυρματιστών και αργότερα Πλοιάρχων), Ιονίων Νήσων στο Αργοστόλι, και αργότερα στην Πρέβεζα.
Στόχος της ίδρυσης και της λειτουργίας των σχολών ήταν η εκπαιδευτική αποκέντρωση σε μια εποχή μεγάλης αστυφιλίας, αλλά και η προσέλκυση νέων στο ναυτικό επάγγελμα, καθώς η επόμενη επιλογή θα ήταν η μετανάστευση και η έξοδος από τη χώρα ενός δυναμικού και αξιόλογου ανθρώπινου δυναμικού, που η Ελληνική Ναυτιλία είχε τόσο μεγάλη ανάγκη.
Οι σχολές ναυτικής εκπαίδευσης, δημόσιες και ιδιωτικές, που λειτούργησαν και όσες λειτουργούν ακόμη, αποτέλεσαν τον θεμέλιο λίθο για τη ραγδαία ανάπτυξη της ελληνικής και της ελληνόκτητης Ναυτιλίας, βοήθησαν θετικά στην παγκόσμια πρωτοκαθεδρία των πλοίων της χώρας μας προσφέροντας ικανά στελέχη που πλαισιώνουν τα πλοία με υποδειγματική προσφορά.
Η ιστορία της ίδρυσης ναυτικών σχολών αλλά και της ανεκτίμητης προσφοράς των Ελλήνων ναυτικών στον θαλάσσιο στίβο ξεκινά στα τέλη της δεκαετίας του 1940, όταν η Ελληνική Ναυτιλία εισερχόταν σε φάση ανασυγκρότησης μετά τη μεγάλη καταστροφή που επέφερε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, καθώς το 72% της χωρητικότητας του ελληνικού και του ελληνόκτητου στόλου είχε χαθεί και μαζί του χάθηκαν και 2.500 από τους σχεδόν 19.000 Έλληνες ναυτικούς, ενώ άλλοι 2.500 έμειναν ανάπηροι και ανήμποροι να προσφέρουν εργασία στα πλοία.
Αυτή είναι με λίγα λόγια η ιστορία, αλλά και η απαράμιλλη συμβολή των ναυτικών σχολών στη ραγδαία και πρωτοφανή ανάπτυξη της ελληνικής ναυτιλίας.
Ας έλθουμε όμως τώρα στη σημερινή πραγματικότητα και ας κοιτάξομε ποιοι είναι οι ανταγωνιστές μας στον τομέα της Ναυτικής Εκπαίδευσης, τι προσφέρουν και πόσο ικανά στελέχη μπορούν να δημιουργήσουν ώστε να επανδρώσουν με επιτυχία ελληνικά και ελληνόκτητα πλοία σε μια αρκετά δύσκολη περίοδο δοκιμασίας που εξακολουθεί να υφίσταται ο ναυτιλιακός κλάδος.
Θα μου επιτρέψετε να δανειστώ σε αυτό το σημείο την ξεκάθαρη δήλωση του αειμνήστου Κώστα Μιχ. Λαιμού τον Ιανουάριο του έτους 1971. «Τα καλά πλοία αξίζουν τόσο όσο τα επ’ αυτών πληρώματα». Αυτή η δήλωση φαίνεται ότι παραμένει επίκαιρη περίπου πενήντα χρόνια.
Ποια είναι όμως η σημερινή πραγματικότητα λειτουργίας των σχολών ναυτικής εκπαίδευσης στη χώρα μας; Η καθαρή αλήθεια είναι ότι εάν δεν υπήρχαν οι συνεχείς δωρεές από την Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών προς σχεδόν όλες τις σχολές ναυτικής εκπαίδευσης που λειτουργούν στη χώρα μας, τότε σίγουρα θα αντιμετωπίζαμε προβλήματα λειτουργίας και δυστυχώς, γιατί όχι, και αδράνειας λειτουργίας ορισμένων σχολών.
Παρά τις επανειλημμένες εισηγήσεις των φορέων της ναυτιλίας και των εφοπλιστικών ενώσεων προς τα υπουργεία Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και Παιδείας, για την ίδρυση και λειτουργία ιδιωτικών σχολών ναυτικής εκπαίδευσης, κάτι που νομοθετικά έχει ψηφιστεί από προηγούμενους υπουργούς, δυστυχώς δεν υπάρχει καμία θετική ανταπόκριση.
Να αναφέρω ένα μικρό παράδειγμα. Σήμερα η νεολαία μας, τα παιδιά που φοιτούν στα λύκεια της πατρίδας μας, έχουν δείξει μεγάλο και σοβαρό ενδιαφέρον να ακολουθήσουν το επάγγελμα του ναυτικού και έχουν όλα τα τυπικά προσόντα να λάβουν μέρος στις εισαγωγικές εξετάσεις των σχολών Πλοιάρχων και Μηχανικών.
Ο αριθμός αυτών των νέων αυξάνεται κάθε χρόνο. Την περσινή χρονιά οι υποψήφιοι ξεπέρασαν τις 7.000. Ξέρετε πόσους πήραν πανελλαδικά όλες οι σχολές μας μετά από πίεση των ναυτιλιακών φορέων; Μόλις 1.200 άτομα και αργότερα συμπληρωματικά άλλους 150.
Τι έγιναν οι υπόλοιποι αποτυχόντες, ενώ είχαν όλα τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα; Οι περισσότεροι διάλεξαν σχολές ναυτικής εκπαίδευσης εκτός Ελλάδας, π.χ. τη σχολή της Βάρνας, τη σχολή της Κύπρου ή τα ιδιωτικά κολέγια που λειτουργούν στη χώρα μας υπό την αιγίδα ξένων ναυτικών κολεγίων, όπως είναι το Μητροπολιτικό Κολέγιο, κ.λπ.
Ένα άλλο σοβαρό και δυσεπίλυτο πρόβλημα είναι η έλλειψη σωστών και ικανών ναυτοδιδασκάλων. Εδώ η ευθύνη γι’ αυτό το πρόβλημα ανήκει πέρα για πέρα στο υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής. Οι περισσότεροι ναυτοδιδάσκαλοι σήμερα είναι ωρομίσθιοι και οι αμοιβές τους κυμαίνονται σε εξευτελιστικά επίπεδα. Οι περισσότεροι εγκαταλείπουν τις θέσεις τους και ναυτολογούνται ως πλοίαρχοι ή μηχανικοί σε πλοία ξένων εταιρειών.
Ωστόσο, για να μην αδικούμε εντελώς τη λειτουργία των σχολών ναυτικής εκπαίδευσης στη χώρα μας, θα πρέπει να συγχαρούμε την προσπάθεια εφαρμογής συστήματος εξ αποστάσεως αυτοεκπαίδευσης / επιμόρφωσης που δειλά-δειλά ξεκινά στις ήδη υπάρχουσες σχολές του Ασπροπύργου, της Κύμης, της ΑΕΝ Ηπείρου, της ΑΕΝ Ιονίων νήσων και της ΑΕΝ Χίου και Οινουσσών, από όπου ξεκίνησε το νέο αυτό σύστημα στις 25 Ιανουαρίου 2018.
Το παρόν και το μέλλον της ναυτικής εκπαίδευσης είναι συνυφασμένα με την υπεροχή των Ελλήνων στις διεθνείς θάλασσες. Σε μια δύσκολη εποχή για την ελληνική κοινωνία, όπου πολλοί νέοι αναζητούν διεξόδους στα θαλασσινά επαγγέλματα, η δημόσια ναυτική εκπαίδευση αποτελεί ένα φυτώριο που πρέπει να υποστηριχτεί. Σε αυτό το πλαίσιο, η προσφορά και η συνεισφορά ιδιωτικών φορέων σε μια απαιτητική για τον κρατικό προϋπολογισμό εποχή, κρίνεται σημαντική, αφού επιτρέπει τη βελτίωση του εκπαιδευτικού έργου με την παροχή επιμόρφωσης σε θέματα δεξιοτήτων και εξειδικευμένης τεχνογνωσίας, όπως απαιτεί πλέον η αγορά.
Εύχομαι και ευελπιστώ στην ελληνική Ναυτιλία έμπειροι και καταρτισμένοι αξιωματικοί καθώς και κατώτερα πληρώματα να συνεχίζουν να υπηρετούν και να στελεχώνουν τα πλοία στην ασφαλή λειτουργία και εκμετάλλευσή τους, και οι αναφερόμενες κατά καιρούς σε συνέδρια ή δημοσιεύσεις προοπτικές για τα «unmanned» πλοία του μέλλοντος ποτέ να μην τύχουν εφαρμογής. Η όποια εξέλιξη της τεχνολογίας έχει πάντα ανάγκη και τον χειριστή επί του πλοίου, ενώ ο χειρισμός του πλοίου από την ξηρά με τις ιδιαιτερότητες των ωκεανών, των θαλασσών και των όρμων, θα είναι ανασφαλής και επικίνδυνη για τη διεθνή ναυτιλία και τις οικονομίες των διαφόρων χωρών.
Η Ελλάδα είναι και πρέπει να παραμείνει η Ναυτοχώρα του μέλλοντος!