Η πολιτική αβεβαιότητα στη Ρώμη εντείνει τους φόβους στις χρηματαγορές για αναζωπύρωση της κρίσης χρέους στην Ευρωζώνη. Εντούτοις, σε αντίθεση με την Ελλάδα, η Ιταλία είναι πολύ μεγάλη για να σωθεί.
Η πολιτική αβεβαιότητα στη Ρώμη εντείνει τους φόβους στις χρηματαγορές για αναζωπύρωση της κρίσης χρέους στην Ευρωζώνη. Εντούτοις, σε αντίθεση με την Ελλάδα, η Ιταλία είναι πολύ μεγάλη για να σωθεί.
Εντείνονται οι ανησυχίες για αναζωπύρωση της κρίσης χρέους στην Ευρωζώνη με αφορμή τη συνεχιζόμενη πολιτική αβεβαιότητα στην Ιταλία. Την Τρίτη η απόδοση των ιταλικών ομολόγων διετούς διάρκειας ανήλθε στο 2,64%. Με πάνω από τρεις ποσοστιαίες μονάδες διαφορά, η απόσταση από την απόδοση γερμανικών ομολόγων ίδιας διάρκειας είναι τόσο μεγάλη όσο το 2012, όταν η κρίση βρισκόταν στο απόγειο.
Προς το παρόν βέβαια τα επιτόκια βρίσκονται ακόμη κάτω από τα απαγορευτικά επίπεδα του 7% και πλέον, που είχαν αναγκάσει την Ελλάδα και την Πορτογαλία να προσφύγουν στους μηχανισμούς διάσωσης. Μια μακρά περίοδος αβεβαιότητας όμως μπορεί να εντείνει ακόμη περισσότερο τους φόβους και τη νευρικότητα των επενδυτών.
Πάντως το ερώτημα τυχόν διάσωσης της Ιταλίας δεν τίθεται καν αφού δεν υπάρχει η δυνατότητα να στηθεί ένα τόσο μεγάλο δίχτυ ασφαλείας που να μπορεί να συγκρατήσει μια χώρα με χρέη ύψους 2,3 τρις ευρώ. Ένα ιλιγγιώδες ποσό που αντιστοιχεί στο 130% επί του ιταλικού ΑΕΠ.
Σενάρια διάσωσης
Μόνον κατά την τρέχουσα χρονιά η Ρώμη θα πρέπει να εκδώσει νέα ομόλογα αξίας άνω των 250 δις ευρώ για να αποπληρώσει παλιά χρέη. Θεωρητικά, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας που διαθέτει συνολικά 400 δις ευρώ θα μπορούσε να χρηματοδοτεί την τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης για έναν χρόνο, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι η ιταλική κρίση δεν θα συμπαρέσυρε άλλες χώρες. Κάτι που φαντάζει μάλλον ουτοπικό.
Εναλλακτικά η ΕΚΤ θα μπορούσε να ενεργοποιήσει για πρώτη φορά το περιβόητο και αρκετά διαφιλονικούμενο -ειδικά στη Γερμανία- πρόγραμμα αγοράς ομολόγων (ΟΜΤ), το οποίο δίνει τη δυνατότητα στην Ευρωτράπεζα να αγοράζει ανεξάντλητα χρεόγραφα προβληματικών χωρών. Αυτό όμως προϋποθέτει τη λήψη σκληρών μέτρων τα οποία κανένα κόμμα στην Ιταλία σήμερα δεν φαίνεται διατεθειμένο να αποδεχθεί. Ως εκ τούτου οι περισσότεροι αναλυτές αποκλείουν το ενδεχόμενο ενεργοποίησης του προγράμματος αγοράς ομολόγων.
Εξάλλου αυτό θα ισοδυναμούσε με επιβράβευση μιας ανεύθυνης οικονομικής πολιτικής, σχολιάζει ο Γιέργκ Κρέμερ, επικεφαλής οικονομολόγος της Commerzbank: «Αν η Ιταλία βυθιστεί στην κρίση εξαιτίας δικών της λαθών και αμέλειας και δεν μπορεί να αναχρηματοδοτηθεί πλέον από τις αγορές, τότε ακόμη και μια Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν θα μπορεί να τη βοηθήσει. Και δεν θα πρέπει να τη βοηθήσει».
Τι θα αποφασίσουν οι Ιταλοί;
Μολονότι η ιταλική οικονομία είναι έξι φορές μεγαλύτερη από την ελληνική, ο κίνδυνος μετάδοσης της κρίσης σε άλλες χώρες είναι περιορισμένος, εκτιμά ο Κάρστεν Χέεζε από την τράπεζα Berenberg: «Το βλέπουμε αποκλειστικά ως μια ιταλική κρίση και όχι ως μια ευρωκρίση διότι η Ευρωζώνη διαθέτει αρκετά εργαλεία για να προλάβει τυχόν εξάπλωση της κρίσης».
Ο κίνδυνος μετάδοσης ωστόσο θα αυξανόταν κατακόρυφα εάν η επόμενη ιταλική κυβέρνηση αποφάσιζε να δρομολογήσει την έξοδο της χώρας από το ευρώ.
Σε αντίθεση με την Ελλάδα το 2015, η Ιταλία έχει τη δυναμική να προκαλέσει την αποσταθεροποίηση της υπόλοιπης Ευρωζώνης, εκτιμά ο Κρέμερ: «Τότε η Ελλάδα μπορούσε να εγκαταλείψει την Ευρωζώνη διότι οι ιδιώτες επενδυτές είχαν ήδη αποχωρήσει ή εν μέρει είχαν χάσει μέρος των επενδύσεών τους (σσ. λόγω του κουρέματος).
Σήμερα όμως το 20% περίπου των ιταλικών κρατικών ομολόγων βρίσκεται στα χέρια επενδυτών από άλλες χώρες της Ευρωζώνης και αυτοί θα πλήττονταν οικτρά». Ο ίδιος εκτιμά ωστόσο ότι εντέλει, όπως και στην περίπτωση της Ελλάδας, θα υπερισχύσει ο φόβος έναντι των πιθανών συνεπειών ενός Italexit και οι Ιταλοί θα προτιμήσουν την ασφάλεια του ευρώ και όχι νέες περιπέτειες.