Tο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της μοναδικότητας ορισμένων αγροτικών προϊόντων και η συγκριτικά υψηλότερη ποιότητα του συνόλου σχεδόν των εγχωρίως παραγόμενων προϊόντων σε συνδυασμό με την παράδοση, την τεχνογνωσία αλλά και το μεράκι μπορούν να εγγυηθούν τη δημιουργία υψηλής ποιότητας τυποποιημένων προϊόντων. Η επίτευξη δυνατών επιδόσεων στις εξαγωγές επώνυμων τυποποιημένων εγχωρίως παραγόμενων προϊόντων ωφελεί όλη την αλυσίδα παραγωγής και μεταποίησης και σαφώς την εγχώρια οικονομία. Και αυτό γιατί σε επίπεδο παραγωγών καθοριστικό ρόλο για το εισόδημά τους, πέρα από την ποσότητα των προϊόντων που παράγουν, έχουν οι τιμές στις οποίες πρόκειται να τα πουλήσουν, οι οποίες με τη σειρά τους εξαρτώνται από το πόσο καλά ικανοποιούν τις ανάγκες, τις προτιμήσεις, αλλά και το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών. Από πλευράς βιομηχανίας, η δημιουργία ισχυρής εθνικής ταυτότητας ελληνικών τυποποιημένων προϊόντων αποτελεί το διαβατήριο εισόδου στις διεθνείς αγορές, εξασφαλίζοντας μια σταθερότητα ανάπτυξης, η οποία μεσούσης της ύφεσης έχει αποτελέσει τη βασική σανίδα σωτηρίας για μεγάλη μερίδα επιχειρήσεων του κλάδου τροφίμων και ποτών.
Της Δανάης Αλεξάκη
[email protected]
Tο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της μοναδικότητας ορισμένων αγροτικών προϊόντων και η συγκριτικά υψηλότερη ποιότητα του συνόλου σχεδόν των εγχωρίως παραγόμενων προϊόντων σε συνδυασμό με την παράδοση, την τεχνογνωσία αλλά και το μεράκι μπορούν να εγγυηθούν τη δημιουργία υψηλής ποιότητας τυποποιημένων προϊόντων. Η επίτευξη δυνατών επιδόσεων στις εξαγωγές επώνυμων τυποποιημένων εγχωρίως παραγόμενων προϊόντων ωφελεί όλη την αλυσίδα παραγωγής και μεταποίησης και σαφώς την εγχώρια οικονομία. Και αυτό γιατί σε επίπεδο παραγωγών καθοριστικό ρόλο για το εισόδημά τους, πέρα από την ποσότητα των προϊόντων που παράγουν, έχουν οι τιμές στις οποίες πρόκειται να τα πουλήσουν, οι οποίες με τη σειρά τους εξαρτώνται από το πόσο καλά ικανοποιούν τις ανάγκες, τις προτιμήσεις, αλλά και το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών. Από πλευράς βιομηχανίας, η δημιουργία ισχυρής εθνικής ταυτότητας ελληνικών τυποποιημένων προϊόντων αποτελεί το διαβατήριο εισόδου στις διεθνείς αγορές, εξασφαλίζοντας μια σταθερότητα ανάπτυξης, η οποία μεσούσης της ύφεσης έχει αποτελέσει τη βασική σανίδα σωτηρίας για μεγάλη μερίδα επιχειρήσεων του κλάδου τροφίμων και ποτών.
Σύμφωνα με την τελευταία ετήσια έκθεση για τη βιομηχανία τροφίμων και ποτών που εξέδωσε το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) για λογαριασμό του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων (ΣΕΒΤ), το 2016 οι εξαγωγές μεταποιημένων τροφίμων και ποτών αυξήθηκαν κατά 3,1%, φθάνοντας στα 3,05 δισ. ευρώ από 2,96 δισ. ευρώ το 2015. Όσον αφορά το μερίδιο των εγχώριων εξαγωγών προς τις αντίστοιχες εισαγωγές, αυτό μειώθηκε ελαφρά το 2016 στο 66% από 68% το 2015, ωστόσο σε σχέση με το 2010 ο συγκεκριμένος δείκτης έχει ανέλθει κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες, γεγονός το οποίο υποδηλώνει ότι οι εξαγωγικές προσπάθειες στον τομέα των μεταποιημένων τροφίμων που πραγματοποιούνται τα τελευταία χρόνια έχουν ενισχυθεί περισσότερο από τις εισαγωγές.
Ωστόσο, πάρα τα σημαντικά βήματα που καταγράφει η εξαγωγική στροφή της ελληνικής βιομηχανίας τροφίμων, η δυναμική του κλάδου υπονομεύεται από το γεγονός ότι ένα ποσοστό σχεδόν 40% στο σύνολο των εξαγωγών εξακολουθεί να αφορά μη επεξεργασμένα/μεταποιημένα χύμα προϊόντα. Το ποσοστό αυτό εάν μεταφραστεί σε απώλεια προστιθέμενης αξίας τότε οι επιπτώσεις είναι υπερπολλαπλάσιες και σε όλη την παραγωγική αλυσίδα.
Η νοοτροπία σχετικά με τη διάθεση χύμα προϊόντων πρέπει να εξαλειφθεί, καθώς πέρα από τις προφανείς επιπτώσεις που σχετίζονται με τα θέματα υγιεινής και ασφάλειας, με τη διακίνηση μη τυποποιημένων προϊόντων οι παραγωγοί συνολικά υφίστανται μια σημαντική μείωση εισοδήματος λόγω της απώλειας της προστιθεμένης αξίας, του παραεμπορίου και της νοθείας. Σε δευτερογενές επίπεδο, οι επιπτώσεις είναι εξίσου σημαντικές και αφορούν κρίσιμα πεδία της οικονομίας, όπως οι επενδύσεις, η απασχόληση, το εμπορικό ισοζύγιο.
Η γνωστή φράση «έξω πάμε καλά» μπορεί να αποτελέσει το εφαλτήριο ώστε να «πάμε και μέσα καλύτερα». Κλειδί αποτελεί η τυποποίηση των αγροτικών προϊόντων, η οποία αυξάνει την αναγνωσιμότητα των ποιοτικών τοπικών προϊόντων και την εμπιστοσύνη των καταναλωτών με αποτέλεσμα το προϊόν που παράγεται να έχει μεγαλύτερη εμπορευσιμότητα, άρα και αξία.
Εξάλλου, στο σύγχρονο marketing μόνο τα επώνυμα προϊόντα έχουν διαχρονική σταθερή αξία και τιμή, χωρίς μεγάλες μεταβολές, όπως συνήθως γίνεται στον χώρο των αγροτικών προϊόντων.
Και όσον αφορά τον «μύθο» ότι η τυποποίηση αποτελεί ένα επιπλέον κόστος στον παραγωγό, εκπρόσωποι του κλάδου αναγνωρίζουν ότι «η διαχρονικά πολλαπλάσια επιστροφή του κόστους υπό τη μορφή τζίρου και κερδών έρχεται να τον καταρρίψει».
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάζονται σε σχετική διάλεξη της πλατφόρμας τηλεκπαίδευσης TEIION e-Class που αφορά το marketing των αγροτικών προϊόντων, τα κυριότερα πλεονεκτήματα της συσκευασίας των γεωργικών προϊόντων είναι τα εξής:
Τα αγροτικά προϊόντα συσκευάζονται για να προστατευθούν από διάφορους κινδύνους ή ζημιές, όπως π.χ. σπάσιμο (αυγά), πολτοποίηση (φράουλα), απώλεια υγρασίας (λάχανα), απώλεια χρώματος (κρέατα), απορρόφηση ή απώλεια μυρωδιάς (τυριά), μόλυνση (σαλάμι) κ.λπ. Έτσι, παρατείνεται η εμπορική ζωή των προϊόντων και αυξάνεται η ζήτησή τους.
Ένα άλλο πολύ σημαντικό πλεονέκτημα που παρέχει η συσκευασία των αγροτικών προϊόντων είναι ότι καθιστά δύσκολη, αν όχι αδύνατη, τη νοθεία τους, που ατυχώς στη χώρα μας έλαβε κατά καιρούς επικίνδυνες διαστάσεις. Για παράδειγμα, εάν το ελαιόλαδο δεν ήταν συσκευασμένο (μέσα σε σφραγισμένα δοχεία) κατά οξύτητες, τότε θα ήταν πολύ εύκολη η νοθεία του, δηλαδή η ανάμιξη ελαιόλαδου διαφόρων οξυτήτων ή ελαιόλαδου με σπορέλαια κ.λπ.
Είναι γνωστό ότι η περιτύλιξη προϊόντων με ελκυστικά υλικά συσκευασίας συμβάλλει αρκετά στην προώθηση των πωλήσεών τους. Το πόσο ελκυστικό θα είναι το υλικό συσκευασίας εξαρτάται από την ποιότητά του, το χρώμα του και άλλα χαρακτηριστικά, τα οποία έχουν διαφορετική σημασία για το κάθε προϊόν.
Η συσκευασία διευκολύνει πολύ τις αγοραπωλησίες των αγροτικών προϊόντων τόσο στο χονδρεμπόριο όσο και στο λιανεμπόριο, από πλευράς παραγγελιών, προμηθειών κ.λπ. Έτσι, οι χονδρέμποροι με ελάχιστο προσωπικό μπορούν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες προμηθειών πολλών λιανοπωλητών.
Από την άλλη μεριά, οι λιανοπωλητές απασχολούν συγκριτικά λιγότερο προσωπικό κατά την πώληση συσκευασμένων προϊόντων, διότι αυτά δεν χρειάζονται ούτε περιτύλιξη ούτε ζύγισμα, πέραν του γεγονότος ότι χάνουν πολύ λίγο χρόνο κατά την αγορά τέτοιων προϊόντων από τους χονδρέμπορους.
Η συσκευασία εξοικονομεί χρόνο στον καταναλωτή, διότι: α) επιλέγει εύκολα την ποιότητα του προϊόντος που θέλει να αγοράσει, εφόσον το συσκευασμένο προϊόν είναι και τυποποιημένο, β) δεν χάνει καθόλου χρόνο για ζύγισμα του προϊόντος, όπως γίνεται στα προϊόντα που πωλούνται ασυσκεύαστα (χύμα).
Κατά τη συσκευασία τα μεγέθη των συσκευασιών συνήθως προσαρμόζονται καλύτερα στις ανάγκες των καταναλωτών και η χρήση του προϊόντος διευκολύνεται. Αυτά με τη σειρά τους παίζουν σημαντικό ρόλο στην προώθηση των πωλήσεων του προϊόντος, όπως π.χ. συμβαίνει με τη συσκευασία των χυμών φρούτων σε μικρά χάρτινα κουτιά επάνω στα οποία επικολλάται ένα μικρό καλαμάκι, το οποίο εύκολα απελευθερώνεται και χρησιμοποιείται για την ευκολότερη κατανάλωση του χυμού που περιέχει το χάρτινο κουτί συσκευασίας.
Η συσκευασία των γεωργικών προϊόντων συμβάλλει αποφασιστικά στην αύξηση της ποσότητας πώλησης τους εκ μέρους των παραγωγών, γιατί αυξάνει σημαντικά τη ζήτησή τους από την πλευρά των καταναλωτών, για τους εξής κυρίως λόγους:
α) προστατεύονται τα προϊόντα,
β) παρατείνεται ο χρόνος προσφοράς τους στην αγορά,
γ) η εμφάνισή τους βελτιώνεται,
δ) η νοθεία τους παρεμποδίζεται,
ε) η χρήση τους διευκολύνεται κ.λπ.
Η κατάλληλη συσκευασία διευκολύνει πολύ τη μηχανική φόρτωση και εκφόρτωση των αγροτικών προϊόντων με τη βοήθεια των περονοφόρων οχημάτων (κλαρκ), τόσο κατά τη μεταφορά τους όσο και κατά την αποθήκευσή τους και έτσι συμβάλλει στη μείωση του κόστους μεταφοράς και αποθήκευσης και συνεπώς στη μείωση του κόστους εμπορίας τους.
Σε ό,τι αφορά στα μειονεκτήματα της συσκευασίας των αγροτικών προϊόντων σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία περιλαμβάνεται:
Η συσκευασία ενός αγροτικού προϊόντος μπορεί να κάνει δύσκολη την εκτίμηση της ποιότητας όλης της ποσότητας του προϊόντος που συσκευάστηκε, διότι απλούστατα δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί. Έτσι, μπορεί επάνω-επάνω να τοποθετηθούν καλής ποιότητας προϊόντα (μόστρα) και στα κάτω στρώματα να υπάρχουν δεύτερης ή και τρίτης ποιότητας προϊόντα.
Υπάρχει μερικές φορές ο κίνδυνος να βρίσκονται χαλασμένα προϊόντα ανάμεσα στα καλά προϊόντα που είναι συσκευασμένα και φυσικά ο καταναλωτής να μην το γνωρίζει, αφού δεν μπορεί να το ελέγξει. Τέτοιες περιπτώσεις ισοδυναμούν με το να πληρώνει ο καταναλωτής για μεγαλύτερη ποσότητα προϊόντος και στην ουσία να αγοράζει μικρότερη ποσότητα, αφού ένα μέρος του είναι άχρηστο και πετιέται.
Όταν το προϊόν που συσκευάζεται είναι σχετικά μεγάλης αξίας, υπάρχει ο κίνδυνος να χρησιμοποιηθεί υλικό συσκευασίας που έχει μεγαλύτερο βάρος από το κανονικό και έτσι ο καταναλωτής πληρώνει ακριβό προϊόν και αγοράζει φθηνό ξύλο ή άλλο υλικό συσκευασίας.
Σε ό,τι αφορά το κόστος συσκευασίας, στην ίδια διάλεξη επισημαίνεται ότι «θα πρέπει να αντιπαραβάλλεται με τις ωφέλειές του και έτσι να παίρνεται η σχετική απόφαση».
Βέβαια, σε ορισμένα προϊόντα (ρευστά, ευπαθή) η συσκευασία τους είναι απόλυτη ανάγκη, γιατί χωρίς αυτή ή δεν είναι δυνατή η μεταφορά τους στην αγορά (γάλα, χυμοί, κρασί κ.λπ.) ή θα καταστραφούν ολοσχερώς (αυγά, φράουλες κ.λπ.). Σε τέτοια προϊόντα η συσκευασία τους είναι ανεκτίμητης αξίας. Οι ωφέλειες της συσκευασίας είναι πολλαπλάσιες του κόστους της.
Η εκτίμηση του κόστους συσκευασίας αποβλέπει στο να προσδιοριστούν οι παράγοντες που προκαλούν αύξησή του, για να ληφθούν κατάλληλα μέτρα για τη μείωσή του. Έτσι, τα συσκευασμένα προϊόντα θα καταστούν ανταγωνιστικά όχι μόνο από πλευράς ποιότητας αλλά και από πλευράς τιμών, με αποτέλεσμα να προωθηθούν ακόμη περισσότερο οι πωλήσεις τους.
Σε αυτό το πλαίσιο, η καταναλωτική συσκευασία, η οποία αποβλέπει στην προώθηση πωλήσεων του συσκευασμένου προϊόντος, πρέπει να έχει τα εξής χαρακτηριστικά ή ιδιότητες: