Δύο ειδών σχόλια/παρατηρήσεις/διαφωνίες/συμπληρώσεις μας έφθασαν μετά το σημείωμα της περασμένης Πέμπτης 10/5 για τα φορολογικά. Η πρώτη κατηγορία περιλάμβανε την επισήμανση ότι ενώ κάναμε αναφορές σε διαφόρων προελεύσεων θέσεις σχετικά με τη σημερινή κατάσταση, δεν συμπεριλάβαμε τις θέσεις της κυβέρνησης.
Από την έντυπη έκδοση
Του Α. Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Δύο ειδών σχόλια/παρατηρήσεις/διαφωνίες/συμπληρώσεις μας έφθασαν μετά το σημείωμα της περασμένης Πέμπτης 10/5 για τα φορολογικά. Η πρώτη κατηγορία περιλάμβανε την επισήμανση ότι ενώ κάναμε αναφορές σε διαφόρων προελεύσεων θέσεις σχετικά με τη σημερινή κατάσταση, δεν συμπεριλάβαμε τις θέσεις της κυβέρνησης.
Έτσι, ήδη από την εποχή της συνέντευξής του στον ALPHA και ύστερα της ομιλίας του στην Κρήτη για την «αρκετά καθαρή έξοδο», ο Ευκλείδης Τσακαλώτος είχε αναφέρει ότι θα προβλεφθούν 3,5 δισ. σε φοροελαφρύνσεις (βέβαια... εντός 5ετίας, του Μεσοπροθέσμου) «πρωτίστως για τη μεσαία τάξη, για τις ομάδες που έχει δυσκολέψει περισσότερο η ζωή τους» - αυτό παράλληλα με τα ήδη προεξαγγελμένα αντίμετρα. Λίγο αργότερα, ο πρωθυπουργός -αυτός μιλώντας στη ΓΣΕΒΕΕ- αρνήθηκε μεν ότι υπάρχουν «μαγικές λύσεις», πλην όμως αναγνώρισε ότι «η φορολογία στη χώρα είναι εξαιρετικά υψηλή και δεν μπορεί παρά να είναι στόχος και δέσμευση να προχωρήσουμε σε μείωσή της με τρόπο δίκαιο και στοχευμένο». Όχι δε μόνον αυτό, αλλά συμπλήρωσε ότι η σταδιακή προσγείωση της φορολογίας «σε βιώσιμα επίπεδα για τους πολίτες και για τις επιχειρήσεις» (αντιλαμβανόταν ότι) θα πρέπει να διασυνδεθεί με την ελάφρυνση χρέους «που επίκειται», προφανώς μέσα από τη δημιουργία δημοσιονομικού χώρου.
Αυτού του είδους οι τοποθετήσεις -ήταν η παρατήρηση που μας έγινε- «συμμάζεψαν» την πιο δογματική άποψη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, προερχόμενη μάλιστα από τον (προσγειωμένο, κανονικά) Γιώργο Χουλιαράκη. Ο οποίος είχε αναγνωρίσει, νωρίτερα, ότι η υπερφορολόγηση της μεσαίας τάξης «υπήρξε συνειδητή ιδεολογική επιλογή προκειμένου να ενισχυθούν οι πιο αδύναμοι», επιλογή αναγκαία εν μέσω κρίσης, «η οποία μεσοπρόθεσμα θα διορθωθεί».
Εκείνο πάντως που μας εντυπωσίασε από τις επισημάνσεις αυτές για το τι έχει λεχθεί από κυβερνητικής πλευράς για τη φορολογία -και, λογικά, θα πρέπει να είναι ενσωματωμένο στο «ολιστικό» Πρόγραμμα Ανάπτυξης που (υποτίθεται) συζητείται και ωριμάζει- είναι πως οι μεν θεωρούν ότι δείχνει κυβερνητικό ρεαλισμό (άρα «αδικήσαμε» που δεν τον επισημάναμε...), οι δε ότι δείχνει κυβερνητική διπροσωπία (άρα οφείλαμε να καταγγείλουμε: πολύ της μόδας, αυτό το τελευταίο). Με κάποια αμηχανία, λοιπόν, ας περάσουμε στη δεύτερη κατηγορία σχολίων που λάβαμε. Σ’ αυτήν διατυπώνονται αμφιβολίες για το αν σενάρια όπως της μελέτης της διαΝΕΟσις μπορεί να πείσουν, άμα «δεν υποστηρίζονται από αξιόπιστη εμπειρική ανάλυση».
Έτσι, ο ισχυρισμός ότι η μείωση της φορολογικής πίεσης στις επιχειρήσεις θα φέρει αύξηση του ΑΕΠ και ανάκαμψη της απασχόλησης μπορεί μεν να στέκει όρθιος - όμως το ερώτημα είναι ποια θα είναι η έκταση μιας τέτοιας βελτίωσης. Αν όμως επιπλέον προτείνεται (προκειμένου να μείνει όρθια η δημοσιονομική ισορροπία και να τηρηθούν τα συμφωνημένα περί πρωτογενούς πλεονάσματος...) ισόποση μείωση δημοσίων επενδύσεων και δημόσιας δαπάνης, με την προσδοκία η υποχώρηση του ΑΕΠ να μην είναι μεγάλη και η απασχόληση... να πάει ακόμη καλύτερα, τότε κινούμαστε σε Voodoo Economics.
Προκειμένου, πάντως, να ηρεμήσουμε κάπως τα πράγματα στη συζήτηση για τα φορολογικά -όπου δείχνουν να ανάβουν τα αίματα- να μεταφέρουμε διάσπαρτες μερικές καταθέσεις απόψεων που ακούστηκαν στο πλαίσιο τεχνικότερης συζήτησης, της ημερίδας «Φορολογική πολιτική: Εργαλεία επιλογής φορολογικού συστήματος - Ζητήματα φορολογικής εφαρμογής - Παθογενή και αντιαναπτυξιακά φαινόμενα», με διοργανωτή το Ελληνικό Παράρτημα της Διεθνούς Ένωσης Φορολογικού Δικαίου και την Ελληνική Εταιρεία Φορολογικού Δικαίου και Δημοσιονομικών Μελετών, Ημερίδα στην οποία ήδη αναφερθήκαμε την τελευταία εβδομάδα.
Σ’ αυτήν τη διοργάνωση οι αιχμηρότερες ήταν οι πιο τεχνικές καταθέσεις. Για παράδειγμα, οι παρατηρήσεις του ποινικολόγου Γιάννη Γιαννίδη ότι η χρήση της απειλής του ποινικού για στόχους βασικά διοικητικού καταναγκασμού υποσκάπτει τη φορολογική συνείδηση ή πάλι ότι η άγνοια που συχνά-πυκνά συναντάται στην εφαρμογή των φορολογικών νόμων οδηγεί σε ανασφάλεια «που είναι ό,τι το χειρότερο». Ή ακόμη οι επισημάνσεις της ερευνήτριας Κ. Πέρρου για το πώς γίνεται, αληθινά, η διαχείριση των πληροφοριών που είτε ανταλλάσσονται σε νομοθετημένο πλαίσιο, είτε διαρρέουν από τη δημοσιογραφική έρευνα. Να σημειώσουμε ότι και ο διοικητής της ΑΑΔΕ Γιώργος Πιτσιλής έδειχνε ανήσυχος για το αν θα υπάρχουν στο άμεσο μέλλον διαθέσιμοι οι ανθρώπινοι και τεχνικοί πόροι για τη διαχείριση των πληροφοριών τέτοιου όγκου...
Μάλλον όμως τη βραδιά «κέρδισε» ο Ι. Τσαγκάρης -«Έφορος Φορολογίας» της Κυπριακής Δημοκρατίας- όταν αποκάλυψε ότι στη χώρα του ουδέποτε υπήρξε ποινική διένεξη για φοροδιαφυγή στο πλαίσιο του ΦΠΑ (καθώς ισχύει το δόγμα «καλύτερα να συμβιβάζεις παρά να διώκεις»), ενώ στον φόρο εισοδήματος υπήρχε μόνο μία περίπτωση (κι αυτή αφορούσε... υπουργό).