Στις 23 Απριλίου, κατόπιν μιας σύστασης του Συμβουλίου της Ευρώπης του 2014 για την προστασία των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος (whistleblowers) και μετά από πολύμηνη προνομοθετική προετοιμασία, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε επιτέλους μια πρόταση οδηγίας για την προστασία των ατόμων που καταγγέλλουν παραβάσεις του ενωσιακού δικαίου.
Του Ιωάννη Παπαδόπουλου, αναπληρωτή καθηγητή στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας
Στις 23 Απριλίου, κατόπιν μιας σύστασης του Συμβουλίου της Ευρώπης του 2014 για την προστασία των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος (whistleblowers) και μετά από πολύμηνη προνομοθετική προετοιμασία, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε επιτέλους μια πρόταση οδηγίας για την προστασία των ατόμων που καταγγέλλουν παραβάσεις του ενωσιακού δικαίου. Όταν ψηφιστεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της ΕΕ, αυτή η πρόταση ευρωπαϊκής νομοθεσίας θα εναρμονίσει για πρώτη φορά τα διάσπαρτα εθνικά δίκαια των κρατών μελών της ΕΕ, τα οποία παρέχουν επί του παρόντος μόνο μια κατακερματισμένη και άνιση προστασία στους μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος σε όλη την ΕΕ. Πράγματι, σήμερα μόνο 10 κράτη μέλη της ΕΕ διασφαλίζουν ότι οι whistleblowers προστατεύονται πλήρως.
Όμως αυτοί βοηθούν στον εντοπισμό, τη διερεύνηση και την επιβολή κυρώσεων για παραβάσεις του ενωσιακού δικαίου και διευκολύνουν σημαντικά τους δημοσιογράφους και τον ελεύθερο Τύπο να εκπληρώσουν τον θεμελιώδη ρόλο τους στη δημοκρατία. Συνεπώς, προστατεύουν ουσιωδώς το κράτος δικαίου στην Ευρώπη και συμβάλλουν καθοριστικά στη διασφάλιση της ελευθερίας της έκφρασης και της ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης. Γι’ αυτούς τους λόγους, οι μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος χρειάζονται κατάλληλη προστασία έναντι του εκφοβισμού και των αντιποίνων, που υφίστανται συχνά στην εργασία ή την φήμη τους: σύμφωνα με την Παγκόσμια έρευνα του 2016 για την επιχειρηματική δεοντολογία, το 36% των εργαζομένων που ανέφεραν κάποιο παράπτωμα έπεσε θύμα αντιποίνων.
Το πρώτο πρόβλημα που παρουσιάζεται σχετικά με το νομικό καθεστώς της προστασίας των whistleblowers στην Ευρώπη είναι η αποσπασματική και ελλιπής κάλυψη των πεδίων πολιτικής στις οποίες αφορούν οι έσωθεν καταγγελίες. Στα περισσότερα κράτη μέλη της ΕΕ, ειδικό καθεστώς προστασίας υπάρχει μόνο σε λίγα πεδία δικαίου, ενώ στα υπόλοιπα οι καταγγέλτες αφήνονται μόνοι και απροστάτευτοι έναντι των παρανομούντων ή των ισχυρών πολιτικών τους φίλων. Με την πρόταση ευρωπαϊκής οδηγίας, εξασφαλίζεται για πρώτη φορά ευρεία πανευρωπαϊκή προστασία που καλύπτει τους τομείς των δημοσίων συμβάσεων, των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, της ασφάλειας των προϊόντων, της ασφάλειας των μεταφορών, της προστασίας του περιβάλλοντος, της ασφάλειας των τροφίμων, της δημόσιας υγείας, της προστασίας των καταναλωτών, της προστασίας της ιδιωτικής ζωής, της προστασίας των δεδομένων και της ασφάλειας των συστημάτων δικτύου και πληροφοριών.
Η πρόταση εφαρμόζεται επίσης στις παραβάσεις των ενωσιακών κανόνων ανταγωνισμού, των κανόνων για τη φορολόγηση των εταιρειών και σε κάθε ζημία στα οικονομικά συμφέροντα της ΕΕ. Επιπλέον, η Επιτροπή ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να υπερβούν αυτό το ελάχιστο πρότυπο και να καθορίσουν συνολικά πλαίσια για την προστασία των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος, τα οποία να βασίζονται στις ίδιες αξίες.
Η οδηγία υποχρεώνει τις εταιρείες με περισσότερους από 50 εργαζόμενους ή με ετήσιο κύκλο εργασιών άνω των 10 εκατομμυρίων ευρώ, καθώς και τις κρατικές και περιφερειακές διοικήσεις και τους δήμους άνω των 10.000 κατοίκων, να θεσπίσουν εσωτερική διαδικασία για τον χειρισμό των αναφορών των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος σε τρία επίπεδα: εσωτερικούς διαύλους υποβολής αναφορών με εμπιστευτικότητα, υποβολή αναφορών στις αρμόδιες αρχές αν οι εσωτερικοί δίαυλοι δεν λειτουργούν, και υποβολή αναφορών δημοσίως στα μέσα ενημέρωσης αν δεν αναληφθεί η κατάλληλη δράση μετά την υποβολή αναφορών μέσω άλλων διαύλων ή σε περίπτωση επικείμενου ή πρόδηλου κινδύνου για το δημόσιο συμφέρον ή ανεπανόρθωτης βλάβης.
Οι δημόσιες αρχές και οι επιχειρήσεις θα υποχρεούνται εντός τριών μηνών να απαντήσουν και να δώσουν συνέχεια στις αναφορές των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος από εσωτερικούς διαύλους υποβολής αναφορών. Όλες οι μορφές αντεκδίκησης απαγορεύονται και θα πρέπει να τιμωρούνται, με αποτέλεσμα να μεταφέρεται το βάρος της απόδειξης αν ο μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος υποστεί αντίποινα, έτσι ώστε το συγκεκριμένο πρόσωπο ή οργανισμός να πρέπει να αποδείξει ότι δεν πρόκειται για αντίποινα κατά του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος.
Τέλος, σε πονηρές εποχές όπως η δική μας (αρκεί να θυμηθεί κανείς τις πρόσφατες έντονες αντιπαραθέσεις στην Ελλάδα σχετικά με τις καταγγελίες πολιτικών για ποινικά αδικήματα από ανώνυμους προστατευόμενους μάρτυρες στην υπόθεση Novartis), είναι κρίσιμο να υπάρξουν οι κατάλληλες νομικές διασφαλίσεις του τεκμηρίου αθωότητας. Η πρόταση οδηγίας προστατεύει τους υπεύθυνους μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι πράγματι αποσκοπούν στη διαφύλαξη του δημοσίου συμφέροντος, και αποθαρρύνει τις δόλιες ή καταχρηστικές αναφορές, αποτρέποντας έτσι αδικαιολόγητες ζημίες στη φήμη των ατόμων. Όσοι επηρεάζονται από καταγγελία μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος θα απολαμβάνουν πλήρως το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής, δίκαιης δίκης και το δικαίωμα υπεράσπισης. Αυτές οι προβλέψεις θα κλείσουν τις σημερινές δυνατότητες εργαλειοποίησης μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος με σκοπό την ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής.