Από την εποχή των μεγάλων ανακαλύψεων έως το τέλος του 20ού αιώνα, η Δύση μονοπωλούσε την πορεία της ιστορίας του κόσμου. Η Ευρώπη εφηύρε τον καπιταλισμό και τη δημοκρατία και έβαλε στο περιθώριο τους άλλους πολιτισμούς, έχοντας το 1900 υπό τον έλεγχό της το 70% των εδαφών και του πληθυσμού του πλανήτη. Στη συνέχεια, προκαλώντας τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην ουσία αυτοκτόνησε, αλλά επέτρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής να πάρουν τη σκυτάλη και να αναδειχθούν σταδιακά στην πρώτη παγκόσμια δύναμη της δημοκρατίας και της ελεύθερης οικονομίας.
Από την έντυπη έκδοση
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Από την εποχή των μεγάλων ανακαλύψεων έως το τέλος του 20ού αιώνα, η Δύση μονοπωλούσε την πορεία της ιστορίας του κόσμου. Η Ευρώπη εφηύρε τον καπιταλισμό και τη δημοκρατία και έβαλε στο περιθώριο τους άλλους πολιτισμούς, έχοντας το 1900 υπό τον έλεγχό της το 70% των εδαφών και του πληθυσμού του πλανήτη. Στη συνέχεια, προκαλώντας τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην ουσία αυτοκτόνησε, αλλά επέτρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής να πάρουν τη σκυτάλη και να αναδειχθούν σταδιακά στην πρώτη παγκόσμια δύναμη της δημοκρατίας και της ελεύθερης οικονομίας.
Φθάσαμε έτσι στο 1989, έτος που σημαδεύτηκε από την κατάρρευση του κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού, αφού είχαν προηγηθεί οι ήττες του ναζισμού, του φασισμού και της αποικιοκρατίας. Ενώ λοιπόν έκλεινε η τελευταία δεκαετία τού 20ού αιώνα, πολλοί πίστεψαν ότι ο κόσμος έμπαινε πλέον για καλά στον αστερισμό της φιλελεύθερης δημοκρατίας και της ανοικτής αγοράς. Την ίδια εποχή, άνοιγε διάπλατα και ο δρόμος της δεύτερης παγκοσμιοποίησης (μετά από αυτήν τού 1900), η οποία όμως στηριζόταν σε δύο νέους παράγοντες: την υψηλή τεχνολογία και τις κεφαλαιακές ροές.
Παράλληλα, η Δύση, απόλυτα ικανοποιημένη από την επιτυχία της, είχε ξεχάσει το βιβλίο του Όσβαλντ Σπένγκλερ τού 1918, που προέβλεπε ότι ο 21ος αιώνας θα ήταν αυτός του τέλους της υπεροχής της δυτικής κουλτούρας στον κόσμο. Επίσης, μπροστά στην άνοδο της παγκοσμιοποίησης, πολλοί φιλελεύθεροι διανοούμενοι ούτε μία στιγμή δεν κάθισαν να σκεφτούν ποια ερμηνεία θα έδιναν στην ύπαρξή της οι κλειστές κοινωνίες του παρελθόντος, οι οποίες εκ των πραγμάτων ήσαν υποχρεωμένες να περάσουν στους μηχανισμούς της αγοράς. Την ίδια περίπου περίοδο, ελάχιστοι έδωσαν προσοχή και στα λόγια του καθηγητή Σάμιουελ Χάντινγκτον, όταν έγραφε:
«Στον μεταψυχροπολεμικό κόσμο, οι σημαντικότερες διαφορές μεταξύ των λαών δεν είναι πια ιδεολογικές, πολιτικές και οικονομικές. Είναι διαφορές κουλτούρας. Οι λαοί και τα έθνη προσπαθούν να απαντήσουν στο βασικότερο ερώτημα που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι: Ποιοι είμαστε; Και απαντούν με τον τρόπο που παραδοσιακά συνήθιζαν να απαντούν οι άνθρωποι, κάνοντας δηλαδή αναφορά στα πράγματα που έχουν σημασία γι’ αυτούς. Οι άνθρωποι ορίζουν τους εαυτούς τους σε σχέση με τους προγόνους τους, τη θρησκεία, τη γλώσσα, την ιστορία, τις αξίες, τα έθιμα και τους θεσμούς. Ταυτίζονται με ομάδες που προσδιορίζονται με βάση την κουλτούρα: φυλές, εθνικές ομάδες, θρησκευτικές κοινότητες, έθνη και, σε ευρύτερο πεδίο, πολιτισμούς. Οι άνθρωποι χρησιμοποιούν την πολιτική όχι μόνον για να προωθούν τα συμφέροντά τους, αλλά επίσης για να ορίσουν την ταυτότητά τους. Γνωρίζουμε ποιοι είμαστε μόνον όταν γνωρίζουμε ποιοι δεν είμαστε και, συχνά, όταν ξέρουμε ποιους έχουμε εναντίον μας.
«Τα εθνικά κράτη παραμένουν πρωταγωνιστές των διεθνών σχέσεων. Η συμπεριφορά τους διαμορφώνεται, όπως και στο παρελθόν, από την επιδίωξη της δύναμης και του πλούτου, αλλά και από τις πολιτιστικές προτιμήσεις και διαφορές. Οι σημαντικότερες ομάδες κρατών δεν είναι πια τα τρία μπλοκ του Ψυχρού Πολέμου, αλλά οι επτά ή οκτώ μεγάλοι πολιτισμοί του κόσμου».
Αυτά τα λόγια του Αμερικανού καθηγητή, άπληστοι καπιταλιστές, πορωμένοι γραφειοκράτες και ανόητοι πολιτικοί ποτέ δεν τα έλαβαν σοβαρά υπ’ όψιν τους στη Δύση. Θεώρησαν ότι η δύναμη της παγκοσμιοποίησης ήταν τόσο ισχυρή ώστε τελικά θα αφομοίωνε και τους πολιτισμούς. Όντως, τα ένδοξα χρόνια της παγκοσμιοποίησης, ήτοι από το 1991 έως το 2009, 1,6 δισ. άνθρωποι βγήκαν από τη φτώχεια και στην Κίνα το κατά κεφαλήν εισόδημα, από 800 δολάρια που ήταν το 1979, όδευε το 2009 προς τα 17.000 δολάρια -δηλαδή είχε πολλαπλασιαστεί επί 20 και πλέον φορές μέσα σε μία γενιά. Όμως, πέρα από την Κίνα, χάρη στην παγκοσμιοποίηση, και άλλες αναδυόμενες χώρες της Ασίας και του Τρίτου Κόσμου έμπαιναν στη διεθνή αγορά, μετατοπίζοντας έτσι το κέντρο βάρους της διεθνούς οικονομίας.
Ευρώπη και Αμερική άρχισαν να χάνουν ποσοστά συμμετοχής στην παγκόσμια αγορά, ενώ η Ιαπωνία έμπαινε σε μία μακρά περίοδο στασιμοπληθωρισμού. Ανεργία, εισοδηματική στασιμότητα και ισλαμική τρομοκρατία ήσαν φαινόμενα που αποσταθεροποιούσαν τη Δύση, όταν απέναντί της παλαιές αυτοκρατορίες άρχισαν να δείχνουν ότι μπορεί να υπάρξει οικονομική ανάπτυξη με λιγοστή δημοκρατία.
Νέα καθεστώτα, αυταρχικά αλλά και αποτελεσματικά, άρχισαν έτσι να αναδύονται διεθνώς και κατάφεραν με την προπαγάνδα τους να αποσταθεροποιήσουν ιδεολογικά ένα κομμάτι της Δύσης. Όταν, λοιπόν, το 2008, με αφετηρία τις ΗΠΑ, άρχισαν να σκάνε οι φούσκες του δυτικού οικονομικού μοντέλου, είχαν ωριμάσει και οι συνθήκες για ένα δημοκρατικό κραχ. Αυτό που ήδη βιώνει ο ανεπτυγμένος κόσμος.
Είναι έτσι προφανές ότι, με πρόσχημα την οικονομική κρίση, Ευρώπη και ΗΠΑ δέχονται μία συντονισμένη επίθεση στις αξίες τους. Επιχειρείται από τις αντιδυτικές δυνάμεις, που θέλουν να έχουν και ιδεολογική κυριαρχία, η καταστροφή (ιδιαίτερα στην Ευρώπη) της αυτοσυνειδησίας - η μόνη που επιτρέπει να αναλάβουμε με θέληση και όραμα την κοινή μοίρα ώστε να ανοίξουμε δημιουργικά το μέλλον. Μπήκαμε στο λυκόφως της Δύσης, η μήπως αρχίζει μια νέα Αναγέννηση;