Απόψεις
Πέμπτη, 03 Μαΐου 2018 10:38

Άμεση ανάγκη για αλλαγές στον εξωδικαστικό

Όταν πριν από μήνες ο εξωδικαστικός συμβιβασμός έπαιρνε την τελική του μορφή και θα ξεκινούσε η υπαγωγή των οφειλετών στη ρύθμιση, είχαμε επισημάνει δύο πράγματα.

Από την έντυπη έκδοση

Του Γιάννη Χατζηθεοδοσίου,
προέδρου του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών

Όταν πριν από μήνες ο εξωδικαστικός συμβιβασμός έπαιρνε την τελική του μορφή και θα ξεκινούσε η υπαγωγή των οφειλετών στη ρύθμιση, είχαμε επισημάνει δύο πράγματα. Πρώτον, ότι ερχόταν σε μία στιγμή που συνολικά η επιχειρηματική κοινότητα χρειαζόταν μία διέξοδο στο μείζον πρόβλημα των ανεξόφλητων οφειλών και δεύτερον ότι δυστυχώς, σύμφωνα με τα κριτήρια που υπήρχαν και γενικά με τη διαδικασία που είχε προβλεφθεί, η συγκεκριμένη ρύθμιση θα αφορούσε μόνον ορισμένους και όχι την πλειονότητα επιχειρηματιών και ελεύθερων επαγγελματιών που αντιμετώπιζαν και συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν εξαιρετικά σοβαρά προβλήματα επιβίωσης. Για το πρώτο δεν χρειαζόταν να είναι μάντης κανείς για να διαβλέψει πόσο «διψούσε» η πραγματική οικονομία για μία ουσιαστική ενέργεια που θα έλυνε ένα δισεπίλυτο θέμα. Για το δεύτερο, αρκούσε κάποιος να έχει μία ρεαλιστική εικόνα της αγοράς για να κατέληγε στο συμπέρασμα ότι παρά τις καλές προθέσεις, ο εξωδικαστικός θα αποτελούσε μία «ασπιρίνη» και δεν θα ήταν αυτό που πραγματικά περίμεναν όλοι οι ενδιαφερόμενοι. 

Δεν διαψευστήκαμε και ειλικρινά προβληματιζόμαστε πολύ όταν σύμφωνα με τα στοιχεία που ακούγονται από επίσημα κυβερνητικά χείλη είναι μόλις 40.000 αυτοί που σήμερα βρίσκονται πιο κοντά στην οριστική υπαγωγή τους στη ρύθμιση. Το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών είχε έγκαιρα επισημάνει τα «γκρίζα σημεία» του εξωδικαστικού και τους κινδύνους που παραμόνευαν. Για εμάς μία τέτοια ρύθμιση θα είχε πραγματική επιτυχία και καθολική αποδοχή, εφόσον εξασφάλιζε την υπαγωγή όσων περισσοτέρων επιχειρήσεων ήταν εφικτό και σε καμία περίπτωση κάποιων λίγων δεκάδων χιλιάδων. Αποτελεί κοινή παραδοχή ότι πολλαπλάσιοι επιχειρηματίες και ελεύθεροι επαγγελματίες ταλαιπωρούνται καθημερινά για να είναι συνεπείς στις υποχρεώσεις τους απέναντι σε Δημόσιο και τράπεζες. Ειδικά αυτή την εποχή που η υπερφορολόγηση βρίσκεται στο ζενίθ και για πολλούς οι ασφαλιστικές εισφορές είναι σε δυσθεώρητα ύψη, η κατάσταση είναι κυριολεκτικά έκτακτης ανάγκης. Οπότε όλοι ήλπιζαν ότι ο εξωδικαστικός θα αποτελούσε σανίδα σωτηρίας και θα έδινε κάποια προοπτική. 

Η επισήμανσή μας σχετίζεται και με την πάγια θέση του ΕΕΑ σχετικά με τις πιθανότητες ανάκαμψης της οικονομίας μας και τον ρόλο της επιχειρηματικότητας σε αυτή την τιτάνια προσπάθεια. Γιατί για εμάς είναι ξεκάθαρο ότι η κρίση μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, δηλαδή την ανάπτυξη των ελληνικών επιχειρήσεων και κυρίως των μικρομεσαίων οι οποίες μπορούν υπό προϋποθέσεις να είναι αυτές που θα «τραβήξουν το κάρο από τη λάσπη», αυτές που θα δώσουν πνοή στην οικονομία μας, στην απασχόληση και που θα σηματοδοτήσουν το τέλος της ύφεσης και τη χάραξη της αναπτυξιακής πορείας που έχει ανάγκη ο τόπος. 

Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο όμως, είναι απαραίτητο να συνεχίσουν να υπάρχουν και να δραστηριοποιούνται επιχειρήσεις. Και με έναν εξωδικαστικό στον οποίο δεν θα περιλαμβάνονται πολλές από αυτές, οι πιθανότητες συνέχισης μιας εύρυθμης λειτουργίας μειώνονται σημαντικά. Να γιατί επιμέναμε από την πρώτη στιγμή για βελτιώσεις στον εξωδικαστικό συμβιβασμό. Για να μην αποκλειστούν από αυτόν επιχειρήσεις μας που έχουν πραγματικά σοβαρές ελπίδες βιωσιμότητας. Έστω και αυτή την ώρα η κυβέρνηση πρέπει να ξαναδεί το θέμα των κριτηρίων αλλά και την πολυπλοκότητα της διαδικασίας, ώστε να μπορούν να υπαχθούν ακόμα περισσότερες και να γεννηθεί η ελπίδα για αλλαγή του κλίματος. 

Γιατί όσο υπάρχουν εκκρεμότητες, όπως ληξιπρόθεσμες οφειλές ή «κόκκινα» δάνεια, δεν μπορούμε να ελπίζουμε βάσιμα σε βελτίωση της κατάστασης στην αγορά. Αυτό που μας κάνει να αισιοδοξούμε είναι η παραδοχή του προβλήματος από τον αρμόδιο υπουργό και αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Γ. Δραγασάκη και η δέσμευσή του ότι σε πρώτο στάδιο θα μειωθεί αισθητά ο όγκος της γραφειοκρατικής διαδικασίας που ισχύει σήμερα, ενώ εκτιμώ ότι θα υπάρξουν και συζητήσεις με τις τράπεζες που πρέπει να δείξουν περισσότερη διάθεση συνεργασίας. Πάντως φαίνεται ξεκάθαρα ότι ο αριθμός των εισαχθέντων στη ρύθμιση δεν ικανοποίησε ούτε το κυβερνητικό επιτελείο. Είναι στο χέρι του να αποδείξει και στους δανειστές ότι εφόσον προχωρήσουν οι σοβαρές και μελετημένες βελτιώσεις που προτείνουμε και που σίγουρα έχει ανάγκη η πραγματική οικονομία, τα οφέλη για όλους θα είναι πολύ περισσότερα. Και κυρίως για την ίδια τη χώρα στην προσπάθειά της να ορθοποδήσει και να αναπτυχθεί.