Έπειτα από μακρά χειμερία νάρκη, ο «γίγαντας» ξύπνησε από τη λήθη: Η απόδοση του αμερικανικού 10ετούς ομολόγου έχει ξεπεράσει το φράγμα του 3%, για πρώτη φορά από το 2014, γράφει η Αγγελική Κοτσοβού.
Από την έντυπη έκδοση
Της Αγγελικής Κοτσοβού
[email protected]
Έπειτα από μακρά χειμερία νάρκη, ο «γίγαντας» ξύπνησε από τη λήθη: Η απόδοση του αμερικανικού 10ετούς ομολόγου έχει ξεπεράσει το φράγμα του 3%, για πρώτη φορά από το 2014. Προς το παρόν, η Ουάσιγκτον διατηρεί την ψυχραιμία της. «Είναι μια πολύ μεγάλη και εύρωστη αγορά - είναι η αγορά με τη μεγαλύτερη ρευστότητα στον κόσμο» καθησύχαζε ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών Στίβεν Μνούτσιν σε συνέντευξή του στο Bloomberg.
Δεν είναι όμως ακριβώς έτσι τα πράγματα, ειδικά εάν στην εξίσωση προσθέσει κανείς τον μαγικό αριθμό των 21 τρισ. δολαρίων.
Από 20 τρισ. τον Σεπτέμβριο, μέσα σε ένα εξάμηνο, περίπου, το αμερικανικό χρέος αυξήθηκε κατά ένα τρισ. δολάρια, σημειώνοντας νέο ιστορικό ρεκόρ, που σίγουρα δεν θα είναι και το τελευταίο, εάν λάβει κανείς υπ’ όψιν τα νέα μέτρα 1,5 τρισ. δολαρίων της κυβέρνησης Τραμπ, υπό τη μορφή φοροελαφρύνσεων και αυξημένων κρατικών δαπανών.
Στο τρίμηνο Ιανουαρίου-Μαρτίου το αμερικανικό Δημόσιο δανείσθηκε 488 δισ. δολάρια μέσω της έκδοσης κρατικών τίτλων, το μεγαλύτερο ποσό από το 2008, ώστε να καλύψει τη μαύρη τρύπα στον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό, που μεγαλώνει ολοένα και περισσότερο, εξαιτίας των χαμηλότερων εσόδων και υψηλότερων δαπανών.
Στο πρώτο εξάμηνο του δημοσιονομικού έτους 2018 το έλλειμμα διευρύνθηκε στα 600 δισ. δολάρια και αναμένεται να φθάσει τα 800 δισ. δολάρια, από 665 δισ. δολάρια του 2017. Για το 2020, το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου προβλέπει ότι το έλλειμμα θα ξεπεράσει το ένα τρισ. δολάρια.
Ο Λευκός Οίκος, διά στόματος του «τσάρου της οικονομίας», φαίνεται να μην ανησυχεί, τουλάχιστον για όσον καιρό οι μεγαλύτεροι πιστωτές της Αμερικής συνεχίζουν να επενδύουν σε αμερικανικά κρατικά ομόλογα.
Η ψήφος τους όμως δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη, ειδικά από τη στιγμή που η Ουάσιγκτον έχει κηρύξει εμπορικό πόλεμο εναντίον της Κίνας, του μεγαλύτερου κατόχου αμερικανικών κρατικών ομολόγων και «βασιλιά» των αποθεμάτων ξένου συναλλάγματος. Και μόνο οι φήμες ότι ο κινεζικός «δράκος» σκέφτεται να μειώσει τις τοποθετήσεις του σε αμερικανικό κρατικό χρέος είχαν ασκήσει πιέσεις στις ομολογιακές αποδόσεις.
Η Ουάσιγκτον δεν μπορεί να αγνοεί εσαεί την απειλή του «γίγαντα», που έχει τη δύναμη να θέσει εκτός τροχιάς την αμερικανική οικονομία. Θα πρέπει να λάβει τα μέτρα της ώστε να μην πληρώσει ακριβά το τίμημα.