Ίσως η πιο ενδιαφέρουσα αιχμή του (ήδη προπερασμένου) άτυπου Eurogroup της Σόφιας να υπήρξε η συμπαράταξη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην έκκληση για αυτόματο χαρακτήρα του όποιου μηχανισμού συμφωνηθεί για διευθέτηση/ελάφρυνση του ελληνικού χρέους καθώς και για εμπροσθοβαρή λειτουργία της ελάφρυνσης αυτής, γράφει ο Α.Δ. Παπαγιαννίδης.
Από την έντυπη έκδοση
Του Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Ίσως η πιο ενδιαφέρουσα αιχμή του (ήδη προπερασμένου) άτυπου Eurogroup της Σόφιας να υπήρξε η συμπαράταξη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην έκκληση για αυτόματο χαρακτήρα του όποιου μηχανισμού συμφωνηθεί για διευθέτηση/ελάφρυνση του ελληνικού χρέους καθώς και για εμπροσθοβαρή λειτουργία της ελάφρυνσης αυτής. Προσήλθε έτσι η ΕΚΤ, διά του Benoit Coeure, που μίλησε επισήμως για strong and credible debt relief/ισχυρή και αξιόπιστη ελάφρυνση χρέους, στην παράταξη της λογικής - πράγμα που δείχνει ότι η «Ευρώπη» τού σήμερα δεν αποτελεί απλώς και μόνο ένα γήπεδο αντιπαράθεσης μιας όλο και πιο αυτάρεσκα κυρίαρχης Γερμανίας με τους «υπολοίπους».
Από τη στιγμή που στο Eurogroup σημειώθηκε -κατά τον πρόεδρό του Μάριο Σεντένο, ο οποίος αρχίζει να δημιουργεί μια παράδοση ευθειών και σαφών τοποθετήσεων- «η απόφαση [της Ελλάδας] να μη ζητήσει προληπτική γραμμή», έμειναν τρία μέτωπα ανοιχτά για συζήτηση στις εβδομάδες που έρχονται. Ανοιχτά, αλλά με βάση τις θέσεις των βασικών παικτών που ξεκαθαρίστηκαν στη Σόφια.
Το ένα ήταν η πίεση για έγκαιρη ολοκλήρωση της τέταρτης αξιολόγησης, με ζητούμενο απ’ όλους -και δεν διαφοροποιήθηκε, εδώ, ο ημέτερος Ευκλείδης Τσακαλώτος!- να προχωρήσει, έγκαιρα και μετά την έλευση της τρόικας/κουαρτέτου στην Αθήνα στα μέσα Μαΐου, η σύνταξη του τελευταίου τεχνικού Staff Level Agreement, ώστε να είναι διαθέσιμο στα τέλη Μαΐου για πολιτική συζήτηση, αλλά κυρίως στο Eurogroup Ιουνίου για «κλείσιμο». (Ναι μεν έγινε κατανοητό ότι στην Post-Programme/μεταμνημονιακή φάση θα συμπεριληφθούν προαπαιτούμενα που δεν είναι λογικό να αναμένεται ότι θα κλείσουν τεχνικά τώρα, αλλά υπεδείχθη στον Ευκλείδη να μη διατηρεί πολλές φιλοδοξίες. Επίσης έχει καταγραφεί η διατάραξη που θα φέρουν/φέρνουν ήδη οι βόμβες βυθού του ΣτΕ -ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, το έχουν ζήσει αυτό οι «εταίροι» και με το Συνταγματικό Δικαστήριο της Πορτογαλίας…- στο κεντρικής σημασίας πεδίο των συντάξεων.
Το δεύτερο μέτωπο είναι όλη η ιστορία του Post-Programme Monitoring. Δηλαδή του μηχανισμού παρακολούθησης (η μετάφραση του monitoring κατά Ευκλείδη), που το ζήτημα δεν είναι κατά τι διαφέρει από εποπτεία ή και επιτήρηση (αν αυτή ήταν η μέχρι τώρα surveillance) ή αν έχει 3μηνη αντί 6μηνη συχνότητα, αλλά κατά πόσον «κουβαλάει» αιρεσιμότητα/conditionality. Δεν δόθηκε -θαρρούμε- ούτε από την κυβέρνηση η σημασία που θ’ άξιζε στο ότι η συζήτηση για τη μεταμνημονιακή φάση παρουσιάστηκε από τον Σεντένο ως αναζήτηση «τρόπων περαιτέρω υποβοήθησης της Ελλάδας στις μεταρρυθμίσεις» -εδώ χωράει η ρήτρα μη ανατρεψιμότητας των μέχρι τώρα αποφασισμένων- ανοίγοντας ένα πεδίο δημιουργίας monitoring framework /πλαισίου παρακολούθησης. Όπου δίπλα στις λειτουργίες τύπου τρόικας θα μπορούσαμε να δούμε και λειτουργίες τύπου Task Force (τη θυμόσαστε την ατυχήσασα εκείνη ομάδα τεχνικής βοήθειας του Χορστ Ράιχενμπαχ στη δεύτερη φάση των μνημονίων;)
Δεν είναι λοιπόν μόνο οι προτάσεις για επαυξημένη/enhanced παρακολούθηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ή οι αναφορές του Γάλλου ΥΠΟΙΚ Μπρουνό Λεμέρ και οι σιωπές του Γερμανού ομολόγου του Όλαφ Σολτς, αλλά και οι παρασκηνιακές διεργασίες. Έτσι όμως φθάνουμε στο τρίτο μέτωπο, το και ουσιώδες αν είναι να αρχίσουν να πέφτουν οι παρωπίδες: εκείνο του χρέους.
Εδώ, η κοινή συνέντευξη Τύπου Σολτς-Λεμέρ είχε το ενδιαφέρον ότι άγγιξε την ελληνική υπόθεση (και το «σαφές, συνολικό και αξιόπιστο για τις αγορές πλαίσιο») με φόντο -ρητώς- την περαιτέρω συζήτηση για «εμβάθυνση της Ευρωζώνης». Ενώ λοιπόν συνεχώς επαναλαμβάνεται ότι οι αποφάσεις για το ελληνικό χρέος θα ληφθούν μετά την ολοκλήρωση του τρέχοντος Προγράμματος, όλοι βλέπουν ότι η συζήτηση ουσίας έχει ήδη προχωρήσει. Και έτσι μπαίνει στη μέση η έκκληση (και) της ΕΚΤ, η οποία με τη λογική τού «ο βασιλιάς είναι γυμνός» εξηγεί προς τους λοιπούς «εταίρους» της Ελλάδας ότι άμα απλώς ξεφορτωθούν στις ανήσυχες αγορές την ευθύνη της αποξηραμένης ελληνικής οικονομίας έπειτα από 8 χρόνια τριπλής «διάσωσης» χωρίς αξιόπιστη (μεγάλη λέξη το credible όταν προέρχεται από ΕΚΤ, μετά και το ΔΝΤ!) ισορροπία χρέους, τότε συνυπογράφουν αυριανό -άντε! μεθαυριανό…- αδιέξοδο.
Όπως παρατηρούσε και στην παρουσίαση της πρώτης Έκθεσης του ΙΟΒΕ για την ελληνική οικονομία το 2018 ο Νίκος Βέττας, αν είχε επιλεγεί η λογική της πιστοληπτικής γραμμής (ή κάποιου αντίστοιχου) οι Ευρωπαίοι «εταίροι» θα σήκωναν μέρος της συνευθύνης για το αύριο/μεθαύριο. Τώρα… την ευθύνη απέναντι στις αγορές θα φέρει μόνη η Ελλάδα: θα ήταν αληθινά περίεργη εκδοχή «Ευρώπης» εκείνη που -προκειμένου να σώσει Γερμανο-Γερμανικές ισορροπίες, π.χ.- θα αδυνάτιζε με αιρεσιμότητες και ασφυκτικές διαδικασίες αυτήν την πορεία.