Ένας στους δύο Έλληνες (50%) πάσχει από κάποιο σοβαρό χρόνιο πρόβλημα υγείας, με το 62% των πασχόντων να είναι 55 ετών και πάνω. Δεδομένης όμως της δημογραφικής γήρανσης του πληθυσμού, σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση, το σύστημα υγείας δέχεται πολύ έντονες πιέσεις, καθώς ο δείκτης εξάρτησης του πληθυσμού έφθασε το 2017 στο 53%, δηλαδή, σε κάθε δύο άτομα ενεργού πληθυσμού, αντιστοιχεί ένα άτομο ανενεργού πληθυσμού.
Ένας στους δύο Έλληνες (50%) πάσχει από κάποιο σοβαρό χρόνιο πρόβλημα υγείας, με το 62% των πασχόντων να είναι 55 ετών και πάνω. Δεδομένης όμως της δημογραφικής γήρανσης του πληθυσμού, σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση, το σύστημα υγείας δέχεται πολύ έντονες πιέσεις, καθώς ο δείκτης εξάρτησης του πληθυσμού έφθασε το 2017 στο 53%, δηλαδή, σε κάθε δύο άτομα ενεργού πληθυσμού, αντιστοιχεί ένα άτομο ανενεργού πληθυσμού.
Ο δείκτης αυτός είναι σήμερα χαμηλότερος από το μέσο όρο των χωρών της Ε.Ε.-28 (φθάνει το 54%) και των χωρών του Νότου (55%), εντούτοις, με βάση εκτιμήσεις των Ηνωμένων Εθνών, αναμένεται να υπάρξει για τη χώρα μας σημαντική επιδείνωση του δείκτη εξάρτησης ως το 2050, ο οποίος εκτιμάται ότι θα ανέλθει στο 91%, για τις χώρες του Νότου στο 93%, ενώ στην ΕΕ27 αναμένεται επιδείνωση του δείκτη, σαφώς όμως πιο περιορισμένης έντασης (79%) .
Τα στοιχεία αυτά παρατίθενται στην έκθεση του ΙΟΒΕ «Στοιχεία και αριθμοί 2017», σύμφωνα με την οποία διαπιστώνεται επίσης ότι παρά την κάμψη των τελευταίων ετών, τα νοσήματα του κυκλοφορικού συστήματος αυξάνονται και ευθύνονται για το 40,3% των θανάτων. Αντίστοιχα αυξάνονται οι νεοπλασίες οι οποίες ευθύνονται για το 25,6% των θανάτων, όπως και τα νοσήματα του αναπνευστικού συστήματος από το 2009 και μετά (έχουν φθάσει το 10,8%), παρότι είχε υπάρξει νωρίτερα σταθεροποίηση.
Σύμφωνα με την έκθεση, από το σύνολο των πασχόντων από κάποια χρόνια πάθηση, το 17% αφορά νέους 15-24 ετών, το 23% νέους 25-34 ετών, ενώ στις ηλικίες 35-44 ετών χρονίως πάσχοντες είναι το 33%, και στις ηλικίες των 45-54 ετών, χρονίως πάσχοντες είναι το 46%.
Μεταξύ 65-74 ετών οι χρόνιες παθήσεις πλήττουν το 81% του πληθυσμού και το 92% του πληθυσμού ηλικίας 75 ετών και πάνω.
Με μειωμένη χρηματοδότηση
Η οικονομική κρίση, έχει φέρει δραματικές περικοπές στη χρηματοδότηση του συστήματος υγείας, περιορίζοντάς την το 2016 στα 14,6 δισ. ευρώ, από 22,5 δισ. το 2009, φέρνοντας μια μείωση της τάξης του 32,4%. Την ίδια περίοδο, η δημόσια χρηματοδότηση περιορίστηκε στα 8,5 δισ. ευρώ, από 15,4 δισ. ευρώ το 2009, εμφανίζοντας μια πτώση της τάξης του 42,5%.
Την ίδια περίοδο, στη νότια Ευρώπη οι δαπάνες υγείας μειώθηκαν συνολικά μόλις κατά 0,6% και κατά 5,7% οι δημόσιες δαπάνες, όταν στις 23 υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες καταγράφηκε αύξηση των δαπανών υγείας κατά 11,8% συνολικά και κατά 10,1% για τις δημόσιες δαπάνες.
Το αποτέλεσμα ήταν στη χώρα μας η μείωση στη δημόσια χρηματοδότηση να προκαλέσει αύξηση της συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα, ξεπερνώντας για πρώτη φορά το όριο του 40% (έφτασε το 2016 στο 41%), όταν αντίθετα στις χώρες του Νότου και στην ΕΕ23 η ιδιωτική χρηματοδότηση για δαπάνες υγείας ήταν 27% και 21%, αντίστοιχα.
Οι δαπάνες υγείας αποτελούν το 7,4% των συνολικών δαπανών των νοικοκυριών το 2016 έναντι 6,5% το 2009. Αν και ο μέσος όρος μηνιαίας δαπάνης ανά νοικοκυριό για την υγεία το 2016 περιορίστηκε σε 103,7 ευρώ το 2016 έναντι 134,3 ευρώ το 2009, παρουσιάζοντας μείωση 23% σε απόλυτα μεγέθη σε σχέση με το 2009, το ποσοστό των δαπανών αυτών είναι υψηλότερο από το 2009, φανερώνοντας τη μειωμένη αγοραστική αξία των νοικοκυριών, την αυξημένη συμμετοχή των ασθενών για δαπάνες υγείας και την ανελαστικότητα της δαπάνης για τις συγκεκριμένες κατηγορίες.
Την περίοδο της κρίσης, η δαπάνη των νοικοκυριών για την υγεία μετατοπίστηκε κυρίως στην κάλυψη της φαρμακευτικής και νοσοκομειακής περίθαλψης.
Συγκεκριμένα, από τα 103,6 ευρώ μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών για την υγεία, το 34,4% αφορά στη φαρμακευτική περίθαλψη και το 31,6% στην κάλυψη νοσοκομειακών αναγκών, το 12,7% για οδοντιατρικές, για ιατρικές υπηρεσίες 11,3% και για παραϊατρικές υπηρεσίες 6,7%.
Αντίστοιχα, το 2009, η δαπάνη για φάρμακα περιοριζόταν στο 19,2%, για νοσοκομειακή περίθαλψη στο 17,5%, για οδοντιατρική φροντίδα 29,4%, για λοιπές ιατρικές υπηρεσίες 20,1% και για παραϊατρικές υπηρεσίες 9,7%.
Με βάση τα στοιχεία της έρευνας
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Medi Mark για τον ΣΦΕΕ, «Εικόνα της Φαρμακοβιομηχανίας στο Κοινό & Επιδράσεις της Οικονομικής κρίσης στο επίπεδο Υγειονομικής περίθαλψης στην Ελλάδα», αποδεικνύεται ότι οι Έλληνες κατά 60% δηλώνουν ότι χρειάστηκε να αλλάξουν συμπεριφορά ως προς τα θέματα υγείας τον τελευταίο χρόνο, λόγω οικονομικής δυσχέρειας, ενώ μόνο ένα 6% σημειώνει πως δεν αναγκάστηκε να κάνει αλλαγές. Επίσης με βάση την έρευνα ένας στους 3 Έλληνες δεν ήταν σίγουρος αν έκανε ή όχι αλλαγές, επειδή πιθανότατα ανήκει στην ομάδα εκείνη που κατά τη διάρκεια της κρίσης δεν χρειάστηκε να κάνει χρήση υπηρεσιών υγείας και φαρμάκων.
Είναι γεγονός ότι οι πάσχοντες από χρόνια νοσήματα και οι μεγαλύτερες ηλικίες έχουν επωμισθεί το μεγαλύτερο βάρος της επιδείνωσης, με αποτέλεσμα τη μείωση διαγνωστικών ή/και προληπτικών εξετάσεων και της ιατρικής παρακολούθησης, που εγείρουν ανησυχία για τις μελλοντικές ανάγκες περίθαλψης, τους δείκτες νοσηρότητας και το προσδόκιμο επιβίωσης. Οι συνέπειες αυτής της συμπεριφοράς, εντοπίζονται σε δύο επίπεδα, στο προσωπικό, καθώς απειλείται ευθέως η υγεία των πιο ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού, αλλά και στο συλλογικό, καθώς το δημόσιο θα κληθεί να καλύψει τα αυξημένα κόστη νοσηλείας/ αγωγής που θα προκύψουν.
Η περεταίρω επιδείνωση του επιπέδου υγειονομικής περίθαλψης αποτελεί σχεδόν βεβαιότητα καταδεικνύοντας την απαισιοδοξία που επικρατεί, ιδίως σε εκείνους που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη.
Αύξηση της συμμετοχής
Ως το σημαντικότερο ζήτημα που προκύπτει κατά την περίοδο της κρίσης και το οποίο θα έχει συνέπειες και στο άμεσο μέλλον, σύμφωνα με την έρευνα, είναι η αύξηση των ιδιωτικών δαπανών. Συγκεκριμένα οι 1.250 συμμετέχοντες, βαθμολογώντας από το 1 (Δεν με επηρεάζει καθόλου) έως το 10 (Με επηρεάζει πάρα πολύ), δίνουν μέσο βαθμό περίπου 8,8 στην αύξηση του κόστους των υπηρεσιών υγείας, την αύξηση της συμμετοχής στα φάρμακα και τη μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης.
Επίσης βαθμολογούν με 8,3 τις επιπτώσεις στις υπηρεσίες πρόνοιας και συγκεκριμένα α) τη μείωση των πόρων που προορίζονται για την περίθαλψη ή και την επιδοματική πολιτική ευάλωτων πληθυσμιακών ομάδων (όπως π.χ. χρόνια πάσχοντες, πάσχοντες από σοβαρές ασθένειες, ΑΜΕΑ κ.λπ.) και β) τη μείωση των υποστηρικτικών υπηρεσιών που προσφέρουν οι φαρμακευτικές εταιρείες προς τους χρόνιους ασθενείς.
Ιδιαίτερα υψηλά με 8,7 βαθμολογούν επίσης τη μείωση της ποιότητας των υπηρεσιών υγείας και με περίπου 8 την απόσυρση ακριβών καινοτόμων φαρμάκων από την ελληνική αγορά, ενώ με 7,8 βαθμολογούν την αύξηση του χρόνου αναμονής για τα καινοτόμα φάρμακα στην Ελλάδα και με 7,7 τη μειωμένη πρόσβαση στα καινοτόμα φάρμακα.