Η ελληνική οικογένεια ανήκει στις πέντε βαρύτερα φορολογούμενες των χωρών του ΟΟΣΑ. Με μέσο μηνιαίο μισθό 900 ευρώ, διαθέτει το 40% του εισοδήματος στην εφορία, γράφει ο Βασίλης Κωστούλας.
Από την έντυπη έκδοση
Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
Η ελληνική οικογένεια ανήκει στις πέντε βαρύτερα φορολογούμενες των χωρών του ΟΟΣΑ. Με μέσο μηνιαίο μισθό 900 ευρώ, διαθέτει το 40% του εισοδήματος στην εφορία. Η αντίστοιχη οικογένεια στην Ιρλανδία καταβάλλει μόλις το 14%.
Στην Ελλάδα το 2017 εφαρμόστηκε ο τέταρτος υψηλότερος συντελεστής φορολόγησης φυσικών προσώπων, ο οποίος αγγίζει το 55% μαζί με την ειδική εισφορά αλληλεγγύης.
Παρά το ύψος της φορολόγησης, ένας μακροχρόνια άνεργος στην Ελλάδα λαμβάνει μετά βίας το 7% του εισοδήματος που εισέπραττε πριν απολυθεί. Το ίδιο ποσοστό ανέρχεται σε 55% στην Τσεχία και 68% στο Λουξεμβούργο.
Με τις πολιτικές αυτές ακόμη και ο υπογράφων είναι σε θέση να διασφαλίσει πρωτογενές πλεόνασμα στο 4% του ΑΕΠ.
Όμως η διαρκής υπέρβαση των ήδη δυσθεώρητων δημοσιονομικών στόχων, σε μια οικονομία που μετρά 8 χρόνια κρίσης, κουβαλά στις πλάτες της απώλεια ΑΕΠ της τάξης του 25%, και αναζητά επενδύσεις 100 δισ. ευρώ, δεν είναι λόγος για να πανηγυρίζει κανείς. Είναι λόγος για ακριβώς το αντίθετο.
Τον Αύγουστο ολοκληρώνεται το τρίτο πρόγραμμα προσαρμογής. Αρχίζει όμως το τέταρτο στάδιο εποπτείας, με ήδη ψηφισμένα μέτρα από την κυβέρνηση, τα οποία δεν συνοδεύουν νέα δάνεια από τους πιστωτές.
Η κυβερνητική πλειοψηφία έχει ήδη νομοθετήσει την περικοπή της δαπάνης για τις συντάξεις κατά 1% του ΑΕΠ το 2019 και τη μείωση του αφορολόγητου εισοδήματος κατά 1% του ΑΕΠ το 2020, αν όχι από το 2019.
Οι θεσμοί θα διατηρήσουν το δικαίωμα στον έλεγχο της οικονομικής πολιτικής αφενός μέσα από το Σύμφωνο Σταθερότητας και το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο, αφετέρου μέσα από τον ESM έως ότου εξοφληθεί το 75% των δανείων, το ΔΝΤ, εφόσον -όπως όλα δείχνουν- προχωρήσει η περαιτέρω αναδιάρθρωση του χρέους, και τον SSM ως επιτηρητή των τραπεζών.
Κυρίως, όμως, το ελληνικό Δημόσιο έχει υποχρεωθεί να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022. Τόσο ο πρωθυπουργός όσο και ο υπουργός Οικονομικών, την περίοδο της διαπραγμάτευσης που κατέληξε στη συγκεκριμένη δέσμευση, υποστήριζαν ότι η επίτευξη τόσο υψηλών δημοσιονομικών στόχων σε βάθος χρόνου δεν είναι ρεαλιστική και πως «όλοι το γνωρίζουν».
Σήμερα όμως τα θεωρούν απολύτως εφικτά και μάλιστα με σχετική άνεση, υποσχόμενοι «φοροελαφρύνσεις και κοινωνικές δαπάνες» από το πλεόνασμα του πλεονάσματος.
Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, η καθαρή έξοδος που οραματίζεται ο πρωθυπουργός είναι η καθαρή έξοδος που εξηγεί ο υπουργός Οικονομικών, και κοστίζει περίπου 4% του ΑΕΠ ετησίως, έως το 2022.