Το ΔΝΤ τηρεί με θεαματικό τρόπο αποστάσεις από τα μέτρα που οδήγησαν στα δημοσιονομικά υπερπλεονάσματα της ελληνικής κυβέρνησης, τονίζοντας αντιθέτως την ανάγκη για αποφασιστικά βήματα στον τομέα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, μια δουλειά η οποία δεν έχει τελειώσει ακόμη. Η γενική διευθύντρια Κριστίν Λαγκάρντ επεσήμανε ότι τα καλύτερα δημοσιονομικά αποτελέσματα από αυτά τα οποία αρχικά προέβλεπε το ΔΝΤ οφείλονται σε ορισμένα «ιδιαίτερα δραστικά μέτρα που αποφασίστηκαν από την ελληνική κυβέρνηση», χωρίς τη συναίνεση του Ταμείου, γράφει ο Βασίλης Κωστούλας.
Από την έντυπη έκδοση
Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
Το ΔΝΤ τηρεί με θεαματικό τρόπο αποστάσεις από τα μέτρα που οδήγησαν στα δημοσιονομικά υπερπλεονάσματα της ελληνικής κυβέρνησης, τονίζοντας αντιθέτως την ανάγκη για αποφασιστικά βήματα στον τομέα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, μια δουλειά η οποία δεν έχει τελειώσει ακόμη.
Η γενική διευθύντρια Κριστίν Λαγκάρντ επεσήμανε ότι τα καλύτερα δημοσιονομικά αποτελέσματα από αυτά τα οποία αρχικά προέβλεπε το ΔΝΤ οφείλονται σε ορισμένα «ιδιαίτερα δραστικά μέτρα που αποφασίστηκαν από την ελληνική κυβέρνηση», χωρίς τη συναίνεση του Ταμείου.
Η αλήθεια είναι ότι τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα συνιστούν αξίωση της Ευρωζώνης. Η αλήθεια είναι επίσης ότι πάνω σε αυτήν τη βάση η κυβέρνηση δημιουργεί θηριώδη πλεονάσματα, που υπερβαίνουν κατά πολύ τους στόχους.
Από την αφετηρία αυτής της διαδρομής, πριν απ’ όλους, η Γερμανία έθετε ως προϋπόθεση για την παροχή χρηματοδότησης στην Ελλάδα τη συμμετοχή του ΔΝΤ στην κατάρτιση και εφαρμογή των προγραμμάτων προσαρμογής. Το γεγονός αυτό δεν συνεπάγεται και τη σύμπλευση της Ευρωζώνης με την προσέγγιση του Ταμείου ως προς το μίγμα της πολιτικής που θα οδηγήσει στην ανάκαμψη.
Το ΔΝΤ επιθυμεί δραστική αναδιάρθρωση του χρέους, μείωση των φόρων και εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας. Η Ευρωζώνη αντιστέκεται στην αποφασιστική απομείωση του χρέους -είναι άλλωστε δικά της χρήματα-, δεν προβληματίζεται ιδιαίτερα για την υψηλή φορολόγηση και πάντως συγκλίνει στη σημασία των δομικών αλλαγών τουλάχιστον σε επίπεδο ρητορικής.
Από την έδρα της Ουάσιγκτον, και από τη στιγμή που το ελληνικό χρέος μεταβιβάστηκε στα ευρωπαϊκά κράτη, το Ταμείο έχει την πολυτέλεια να τηρεί ίσως μια πιο ανεξάρτητη και αμερόληπτη στάση στο ελληνικό ζήτημα. Υπ’ αυτήν την έννοια, η Ελλάδα ενδεχομένως δεν έχει αξιοποιήσει στον βαθμό που θα μπορούσε τις θέσεις του ΔΝΤ στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Οι φόροι και οι εισφορές, σε συνδυασμό με τη συμπίεση των κρατικών δαπανών, εκείνων που στερούνται από τα νοσοκομεία και τις δημόσιες επενδύσεις, προκαλούν αλλεργία στους οικονομολόγους του ΔΝΤ, αλλά εξυπηρετούν τις κυβερνήσεις της Ευρωζώνης. Το ζήτημα είναι ποια στάση τηρεί η Ελλάδα, η οποία σέρνεται κάθε φορά πίσω από τις εξελίξεις, χωρίς δικές της θέσεις για την οικονομία της.
Εκτός και αν η «ανάπτυξη» με φόρους συνιστά συνειδητή επιλογή της κυβέρνησης και για αυτόν τον λόγο σπάει το ένα μετά το άλλο τα ρεκόρ των δημοσιονομικών επιδόσεων, μέσω μιας εντυπωσιακής επέλασης στα εισοδήματα των φορολογουμένων και των επιχειρήσεων, δηλαδή στα εργαλεία για την αύξηση του ΑΕΠ και την ενίσχυση της απασχόλησης.
Με μια «καλημέρα», η Λαγκάρντ μίλησε τη γλώσσα της Ελλάδας στην Ουάσιγκτον. Η Ελλάδα θα μιλήσει ποτέ τη γλώσσα του ΔΝΤ στην Ευρωζώνη;