Απόψεις
Δευτέρα, 16 Απριλίου 2018 07:00

Xωρίς άλλοθι

Το πόσο καλά δεν τα πηγαίνει η Ελλάδα ενδεχομένως αποτυπώνεται στο πόσο καλά τα πηγαίνει η Ευρωζώνη. Το 2017 οι ισχυρότερες καθαρές εξαγωγές και οι εγχώριες δαπάνες σε αγαθά και υπηρεσίες στην Ευρωζώνη μετουσιώθηκαν σε ανάπτυξη της τάξης του 2,5%, γράφει ο Βασίλης Κωστούλας

Από την έντυπη έκδοση 

Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]

Το πόσο καλά δεν τα πηγαίνει η Ελλάδα ενδεχομένως αποτυπώνεται στο πόσο καλά τα πηγαίνει η Ευρωζώνη.

Το 2017 οι ισχυρότερες καθαρές εξαγωγές και οι εγχώριες δαπάνες σε αγαθά και υπηρεσίες στην Ευρωζώνη μετουσιώθηκαν σε ανάπτυξη της τάξης του 2,5%. Με αύξηση 1,6% η απασχόληση ξεπέρασε το επίπεδο στο οποίο βρισκόταν πριν από την κρίση, αντικατοπτρίζοντας το θετικό οικονομικό κλίμα στην ευρωπαϊκή οικονομία, με αποτέλεσμα η ανεργία να μην υπερβαίνει το 8,5%.

Στο 1,5% ο πληθωρισμός βρίσκεται σε θετική πορεία, ωθούμενος από τους τομείς της ενέργειας και των τροφίμων. Η αποκλιμάκωση στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έχει σαφώς επιταχυνθεί, καθώς το περασμένο έτος η συνολική αξία τους μειώθηκε κατά 119 δισ.

Με το δεδομένο των θετικών επιδόσεων της ευρωπαϊκής οικονομίας, υπάρχει ένα ακόμη στοιχείο που ξεχωρίζει. Η απόκλιση ανάμεσα στους ρυθμούς ανάπτυξης στο εσωτερικό της Ευρωζώνης, υπολογισμένη σε τυπικές διαφορές ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας, είναι η μικρότερη στην ιστορία της νομισματικής ένωσης από 1,47σ στο 1998 μειώθηκε σε 0,75σ στο 2017.

Η Ελλάδα όμως έχει απομονωθεί από τις εξελίξεις και έχει παγιωθεί ως η ειδική περίπτωση της ζώνης του ευρώ.

Υψηλόβαθμος εκπρόσωπος ευρωπαϊκού θεσμού, από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές ενός ελληνικού success story τον Αύγουστο, αναγνώριζε πρόσφατα ότι «η επιτυχής έξοδος από το πρόγραμμα είναι ορατή, αλλά η βιώσιμη ανάκαμψη στην Ελλάδα δεν είναι ακόμη διασφαλισμένη». Διαχώρισε έτσι το τέλος του προγράμματος από το τέλος του ελληνικού ζητήματος.

Στην Ελλάδα υλοποιούνται σήμερα οι μισές επενδύσεις απ’ ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη. Υπολογίζεται ότι από το 2008 έχουν κάνει φτερά περίπου 45 δισ. Στο διάστημα που μεσολάβησε, τα προβλήματα μάλλον αυξήθηκαν παρά μειώθηκαν.

Από τη μία πλευρά, δεν αντιμετωπίστηκαν η γραφειοκρατία και η καθυστέρηση στην απονομή δικαιοσύνης. Από την άλλη πλευρά, αυξήθηκαν υπερβολικά οι φόροι και υποβαθμίστηκε περαιτέρω το επιχειρηματικό περιβάλλον, εν μέσω ιδεοληψιών και ισχυροποίησης των εξαρτήσεων από συντεχνίες.

Η ανάκαμψη μετά βίας έχει ξεκινήσει και είναι αδύναμη, παρά το γεγονός ότι η χώρα έχει χάσει περισσότερο από το 1/4 του ΑΕΠ της κατά τη διάρκεια της κρίσης.

Η χώρα βρισκόταν εξαρχής σε απόσταση από τις καλύτερες πρακτικές σε επίπεδο θεσμών και οικονομικής πολιτικής και για αυτόν τον λόγο χρειαζόταν να καταβάλει ακόμη μεγαλύτερη προσπάθεια. Αντ’ αυτού, έχασε χρόνο και χρήμα, παραδομένη στους μικροκομματικούς τακτικισμούς και τις (αυτ)απάτες των πολιτικών δημαγωγών της.

Οι δυσλειτουργίες της Ευρωζώνης έχουν πάψει να αποτελούν άλλοθι για τις ελληνικές παθογένειες και η αληθινή ανάκαμψη θα μείνει στα χαρτιά μέχρι να προκύψει η πολιτική βούληση για την εθνική υπέρβαση.