Απόψεις
Δευτέρα, 16 Απριλίου 2018 07:00

«Θα χρειαστεί υπομονή»

Η ανάγκη που έχουμε στην ωραία μας χώρα για μια διαχείριση της πιεστικής πραγματικότητας (α) με υψηλούς τόνους που λειτουργούν ως επεξήγηση των δυσάρεστων, (β) με δραματοποίηση και μια διάσταση μάχης κατά των «εταίρων» που δείχνει ότι «σε κάτι χρησιμεύουν οι δικοί μας» και (γ) για συνεχή αναφορά στην «επόμενη κρίσιμη συνάντηση», η ανάγκη αυτή θα δοκιμαστεί σκληρά τις εβδομάδες που έρχονται, γράφει ο Α.Δ. Παπαγιαννίδης.

Από την έντυπη έκδοση 

Του Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]

Η ανάγκη που έχουμε στην ωραία μας χώρα για μια διαχείριση της πιεστικής πραγματικότητας (α) με υψηλούς τόνους που λειτουργούν ως επεξήγηση των δυσάρεστων, (β) με δραματοποίηση και μια διάσταση μάχης κατά των «εταίρων» που δείχνει ότι «σε κάτι χρησιμεύουν οι δικοί μας» και (γ) για συνεχή αναφορά στην «επόμενη κρίσιμη συνάντηση», η ανάγκη αυτή θα δοκιμαστεί σκληρά τις εβδομάδες που έρχονται. Εβδομάδες που θα ‘χουμε ούτως ή άλλως πύκνωση των εξελίξεων, αλλά ταυτόχρονα και «θα χρειαστεί υπομονή», όπως ήταν η χαρακτηριστική σύσταση/έκκληση του εκπροσώπου Τύπου του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών Johannes Blankenheim μετά τη συνάντηση Ευκλείδη Τσακαλώτου - Όλαφ Σολτς.

Επαναφορά στις εποχές διακριτικότητας αντί των υψηλών επικοινωνιακών τόνων. Και όσο γίνεται πιο ανώδυνων δημόσιων δηλώσεων: «Με καλές συνομιλίες μια νέα ισχυρή σχέση» κατά την επίσημη τοποθέτηση του FinanzMinisterium. Μάλλον άσπλαχνα κάποιοι παρουσιάζουν τον Σολτς σαν «λιγότερο χιουμορίστα και περισσότερο φαλακρό διάδοχο του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε». Ενώ, απλοϊκά, άλλοι ανέμεναν απ’ αυτόν ανατροπή των Γερμανικών θέσεων: τέτοια πράγματα δεν γίνονται…

Πάντως ήταν φανερή η προσπάθεια να μην οικοδομηθούν προσδοκίες επίσπευσης των συζητήσεων για τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους, κυρίως όμως να μην προκαταληφθεί η γερμανική θέση για τη μετά-τα-Μνημόνια συμφωνία για την Ελλάδα. 

Η αναφορά από τη γερμανική πλευρά στη συμφωνημένη διαδικασία, και η σύσταση να υπάρξει «αξιόπιστος αναπτυξιακός σχεδιασμός», παρέπεμψε αφενός στην πάγια θέση ότι η όποια αντιμετώπιση του ελληνικού χρέους θα επέλθει μετά τη λήξη του τρέχοντος Προγράμματος (προσοχή: τότε θα ισχύσει, όχι τότε θα γίνει η διαμόρφωση/διαπραγμάτευσή της) και αφετέρου στα απόνερα από την παρουσίαση του «ολιστικού» Αναπτυξιακού Σχεδίου (αλλά και των προοπτικών της τέταρτης αξιολόγησης του Μνημονίου-3 στη συνεδρίαση του Εuro Working Group της περασμένης Πέμπτης από τον Γιώργο Χουλιαράκη). H οποία παρουσίαση -να το πούμε ήπια- δεν δημιούργησε κύματα ενθουσιασμού κι ας επρόκειτο συνειδητά για draft-Erste Fassung. Κι ας υπήρξε η «προσέγγιση Τσακαλώτου» να δεχθεί εκ των προτέρων το στήσιμο Προγράμματος μετα-Μνημονιακής Παρακολούθησης, ως «σκούπας» για τα ανεκπλήρωτα προαπαιτούμενα της τέταρτης αξιολόγησης (και τις «ουρές» των προηγούμενων). Κι ας μην αποκρούστηκε ακριβώς από ελληνικής πλευράς η απαίτηση των «εταίρων» για αναφορά σε μη αναστρεψιμότητα των έως τώρα μεταρρυθμίσεων.

Ακόμη κι αν αφήσει κανείς κατά μέρος τη μεσογειακή μας αδημονία, το «θα χρειαστεί υπομονή» έρχεται και συνδυάζεται με την εκ των πραγμάτων πύκνωση των εξελίξεων. Η ίδια γερμανική πλευρά που υποδεικνύει υπομονή, θυμίζει ότι η ολοκλήρωση του τρέχοντος Προγράμματος θα πρέπει να έχει επέλθει μέχρι και το Eurogroup Ιουνίου. 

Αν μη τι άλλο θα χρειαστούν οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες εκταμίευσης των τελευταίων 11,7 δισ. ευρώ που «χρειάζονται» για το cash buffer. Δύσκολη άσκηση νεύρων! Αμέσως ερχόμενες στάσεις: το ΠαρασκευοΣαββατοΚύριακο θα έχουμε κανονικά επανάληψη επί το σοβαρότερο του Washington Group που μισο-έτρεξε στο πλαίσιο του EWG της περασμένης Πέμπτης. 

Με αντικείμενο (α) την περαιτέρω συζήτηση για διευθέτηση του χρέους, αλλά και (β) «κάτι» από ξεκαθάρισμα της θέσης του ΔΝΤ σχετικά με τη βιωσιμότητα του χρέους. Όμως, σχετικά σύντομα θα «πρέπει» να επιχειρηθεί και η επόμενη έξοδος στις αγορές. Διότι μπορεί η προηγούμενη, του Φεβρουαρίου, να τραντάχτηκε λόγω συγκυρίας, και εν συνεχεία να επικράτησε επιφυλακτικότητα λόγω τρικυμίας, όμως το χτίσιμο του cash buffer δεν μπορεί να γίνει στο όριο.

Η αλήθεια είναι ότι το εγχείρημα του ετήσιου εντόκου, που επιχειρήθηκε μέσα Μαρτίου (υπό πίεση που απέτρεψε έκδοση ομολόγου), έδωσε 1,25% επιτόκιο, με άντληση κάτι σαν 1 δισ. 

Επίσης, η έκδοση 3μηνων εντόκων την περασμένη εβδομάδα, όπου ο ΟΔΔΗΧ σήκωσε 813 εκατ. ευρώ (για αναχρηματοδότηση παλιότερης σειράς), ευχαρίστησε με επιτόκιο 0,79% έναντι 1,05% της αμέσως προηγούμενης αντίστοιχης. Ενώ και στα 6μηνα έντοκα που είχαν προηγηθεί είχε επιτευχθεί 1,07%, έναντι 1,19%: εδώ είχαν σηκωθεί 1,138 δισ. ευρώ. 

Όμως, όπως και να το κάνουμε, άλλα έντοκα/τρέχουσα χρηματοδότηση -κι ας υπάρχει ενδιαφέρον ξένων και όχι μόνον δικών μας τραπεζών- και άλλο ομόλογα, με ενδυνάμωση της καμπύλης επιτοκίων και χτίσιμο προφίλ επενδυτικής εμπιστοσύνης. (Πέραν του ότι η συνολική έκταση «ξεπνιξίματος» της εγχώριας αγοράς μέσω των εντόκων έχει ένα όριο, μιαν οροφή ανεξαρτήτως δεσμεύσεων επιβαλλόμενων από την ΕΚΤ).

Μπορεί λοιπόν η διαδιδόμενη όλο και περισσότερο αισιοδοξία για κλείσιμο του άλλου μετώπου -των stress tests των συστημικών τραπεζών- να τροφοδοτεί θετικά αισθήματα (ποιος θα τολμούσε να αμφισβητήσει τη σφραγίδα ΕΚΤ/SSM/ΤτΕ, όσο κι αν οι προηγούμενες είχαν ξεθωριάσει…), όμως ένα πιο σταθερό σημάδι από το Washington Group παραμένει απαραίτητο συστατικό της πορείας.