Απόψεις
Παρασκευή, 30 Μαρτίου 2018 13:49

Η κακοδαιμονία της υπερρύθμισης

Η παιδεία δεν ανήκει στις αποκλειστικές ή συντρέχουσες, αλλά στις υποστηρικτικές αρμοδιότητες της ΕΕ. Με άλλα λόγια, η ΕΕ μπορεί μόνο να λειτουργεί συμπληρωματικά, συντονιστικά και υποστηρικτικά προς τα κράτη μέλη της, τα οποία διατηρούν την κύρια αρμοδιότητα άσκησης πολιτικής (άρθρο 6 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της ΕΕ - ΣΛΕΕ), γράφει ο Ιωάννης Παπαδόπουλος.

Του Ιωάννη Παπαδόπουλου, αναπληρωτή καθηγητή στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας

Η παιδεία δεν ανήκει στις αποκλειστικές ή συντρέχουσες, αλλά στις υποστηρικτικές αρμοδιότητες της ΕΕ. Με άλλα λόγια, η ΕΕ μπορεί μόνο να λειτουργεί συμπληρωματικά, συντονιστικά και υποστηρικτικά προς τα κράτη μέλη της, τα οποία διατηρούν την κύρια αρμοδιότητα άσκησης πολιτικής (άρθρο 6 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της ΕΕ - ΣΛΕΕ). Ήδη όμως από το Προοίμιο της ΣΛΕΕ διακηρύσσεται ότι τα κράτη μέλη της ΕΕ είναι αποφασισμένα «να προάγουν την ανάπτυξη του υψηλότερου δυνατού επιπέδου γνώσης για τους λαούς τους μέσω ευρείας πρόσβασης στην εκπαίδευση και μέσω της συνεχούς αναπροσαρμογής της», ενώ στους στόχους των ευρωπαϊκών πολιτικών συνεκτιμώνται και οι απαιτήσεις που συνδέονται με «υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης και κατάρτισης» (άρθ. 9 ΣΛΕΕ). Τέλος, στο ειδικά αφιερωμένο στην παιδεία άρθ. 165 παρ. 2 ΣΛΕΕ ορίζεται ότι ένας εκ των στόχων της δράσης της Ένωσης είναι «να προωθεί τη συνεργασία μεταξύ εκπαιδευτικών ιδρυμάτων». Επί αυτής της νομικής βάσης η ΕΕ ανέπτυξε τα τελευταία χρόνια έναν Ενιαίο Χώρο Ανώτατης Εκπαίδευσης, ο οποίος σέβεται πλήρως την εθνική αρμοδιότητα για το περιεχόμενο της διδασκαλίας και την οργάνωση του κάθε εκπαιδευτικού συστήματος, όμως υποστηρίζει την κινητικότητα, τις μορφωτικές ανταλλαγές, την ανταλλαγή πληροφοριών και εμπειριών για τα κοινά προβλήματα των εθνικών εκπαιδευτικών συστημάτων και την διάχυση των λεγόμενων καλών ακαδημαϊκών πρακτικών. Ναι μεν κάθε εκπαιδευτικό σύστημα οργανώνεται σε εθνικό επίπεδο, όμως τα κράτη μέλη της ΕΕ δεν είναι πια νησίδες αποκομμένες από τις συνολικότερες εξελίξεις και τις διεθνείς τάσεις στο χώρο της έρευνας και της εκπαίδευσης, αλλά οφείλουν να δίνουν λόγο και να συντονίζονται με τα υπόλοιπα για την επίτευξη πανευρωπαϊκών στόχων.

Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια η ελληνική πρακτική δείχνει σαφώς να αποκολλάται σταδιακά από τις ευρωπαϊκές καλές πρακτικές στο χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης. Ένα τελευταίο δείγμα γραφής επ’ αυτού μας δίνει ο νόμος 4521/2018 «Ίδρυση Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής», ο οποίος ψηφίστηκε πρόσφατα στην Βουλή και άρχισε να ισχύει στις 2 Μαρτίου 2018. Θα περιοριστώ εδώ στο παράδειγμα της «Επιτροπής Ηθικής και Δεοντολογίας της Έρευνας (ΕΗΔΕ)» που ο νέος νόμος ιδρύει σε κάθε ΑΕΙ της χώρας (άρθ. 21-27). Ο σκοπός είναι ευκταίος: Οι ΕΗΔΕ «ελέγχουν αν ένα ερευνητικό έργο διενεργείται με σεβασμό στην αξία των ανθρώπινων όντων, στην αυτονομία των προσώπων που συμμετέχουν, στην ιδιωτική ζωή και τα προσωπικά τους δεδομένα, καθώς και στο φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον»  καθώς και «την τήρηση των γενικά παραδεδεγμένων αρχών της ακεραιότητας της έρευνας και των κριτηρίων της ορθής επιστημονικής πρακτικής». Πράγματι, πολλά επιδοτούμενα ερευνητικά προγράμματα καθώς και πολλά επιστημονικά περιοδικά απαιτούν πια την έγκριση των όρων διεξαγωγής της έρευνας από κάποιας μορφής Ethics Committee, η οποία ασφαλώς δεν υπεισέρχεται στην ουσία της έρευνας, αλλά μόνο στο κατά πόσο τηρούνται ή όχι οι βασικοί όροι δεοντολογίας που προβλέπουν τόσο η εθνική νομοθεσία όσο και οι διεθνείς καλές πρακτικές.

Μπορεί ο στόχος να είναι ευκταίος, τα μέσα όμως απέχουν πολύ από την ακαδημαϊκά έγκριτη επίτευξη του στόχου, καθώς οι διατάξεις είναι δυσλειτουργικές, δυσκίνητες και χρονοβόρες και η συνολική φιλοσοφία του νομοθετήματος υπερρυθμιστική, σε αντίθεση με το πνεύμα του ακαδημαϊκού αυτοδιοίκητου, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 16 του ελληνικού Συντάγματος. Κατ’ αρχήν η σύνθεση της ΕΗΔΕ. Αυτή προβλέπεται πενταμελής ή ακόμα και επταμελής, και μάλιστα με δύο πρόσωπα εκτός του ΑΕΙ, με όλα τα μέλη της ειδικευμένα σε θέματα έρευνας, ηθικής/βιοηθικής και δεοντολογίας της έρευνας και με ένα τουλάχιστον μέλος ειδικευμένο στην ηθική/βιοηθική. Όποιος έχει στοιχειώδη αντίληψη του διοικητικού, διδακτικού, ερευνητικού και συνεδριακού φόρτου των καθηγητών, αλλά και τα γνωστικά αντικείμενα στα μικρότερα πανεπιστήμια της χώρας που δε διαθέτουν σχολές ιατρικής ή βιολογίας, θα καταλάβαινε ότι ένα τέτοιο όργανο είναι σχεδόν αδύνατο να συγκροτηθεί και να λειτουργήσει. Τοσούτω μάλλον που προβλέπονται, με ρυθμιστική ακαμψία και αναχρονιστικό συγκεντρωτισμό, ακόμα και ο ρυθμός των συνεδριάσεων (μία τακτική συνεδρίαση το μήνα), η πολύ σφιχτή προθεσμία απόφασης (δεκαπέντε ημέρες το πολύ από την υποβολή της αίτησης) και πολύπλοκες και δύσκαμπτες διαδικασίες ενστάσεων και γνωμοδοτήσεων (δυνατότητα υποβολής αίτησης θεραπείας κατά των συστάσεων της ΕΗΔΕ, με υποχρεωτική αναστολή της απόφασης και διαβίβαση στην Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής για γνωμοδότηση εντός δέκα ημερών!).

Αντί να αφήσει τις ήδη υπάρχουσες σε κάθε ΑΕΙ επιτροπές δεοντολογίας της έρευνας να λειτουργούν με ευελιξία και προσαρμοσμένα στο ερευνητικό προφίλ του κάθε Ιδρύματος, ο νέος νόμος Γαβρόγλου έρχεται να ρυθμίσει εξαντλητικά και γραφειοκρατικά ένα πεδίο που θα έπρεπε να αφήνεται σε συρρύθμιση (αυτορρύθμιση από ειδικό όργανο των ΑΕΙ, με κατασταλτικό και μόνο έλεγχο νομιμότητας της Διοίκησης και της Δικαιοσύνης). Αυτό καθιστά πιθανότερες τις αγκυλώσεις, τις καθυστερήσεις και τις δυσλειτουργίες στο τόσο κρίσιμο για την ανάπτυξη της Ελλάδας τομέα της έρευνας.