Ένας διεθνώς διακεκριμένος ακαδημαϊκός του εξωτερικού, ο οποίος έχει θητεύσει σε κυβερνητικά πόστα εκπόνησης στρατηγικών σχεδίων για την ανάπτυξη της λεγόμενης οικονομίας της γνώσης, είχε πρόσφατα επαφές στην Αθήνα. Μαθαίνουμε ότι έμεινε αρνητικά εντυπωσιασμένος από το επίπεδο της αντιπαράθεσης ιδεολογημάτων γύρω από την εκπαιδευτική πολιτική στη χώρα, η οποία του θύμισε συγκεκριμένα τη δεκαετία του 1970 στην Αργεντινή, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την Ελλάδα του 2018.
Από την έντυπη έκδοση
Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
Ένας διεθνώς διακεκριμένος ακαδημαϊκός του εξωτερικού, ο οποίος έχει θητεύσει σε κυβερνητικά πόστα εκπόνησης στρατηγικών σχεδίων για την ανάπτυξη της λεγόμενης οικονομίας της γνώσης, είχε πρόσφατα επαφές στην Αθήνα. Μαθαίνουμε ότι έμεινε αρνητικά εντυπωσιασμένος από το επίπεδο της αντιπαράθεσης ιδεολογημάτων γύρω από την εκπαιδευτική πολιτική στη χώρα, η οποία του θύμισε συγκεκριμένα τη δεκαετία του 1970 στην Αργεντινή, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την Ελλάδα του 2018.
Οι εξελίξεις στον κόσμο είναι καταιγιστικές. Η ψηφιοποίηση της οικονομίας και η διείσδυση της ρομποτικής στην παραγωγή οδηγούν την κούρσα. Έως το 2030 τουλάχιστον 400 εκατ. θέσεις εργασίας θα πρέπει να έχουν δώσει τη θέση τους σε κάτι καινούργιο. Στην Ελλάδα ωστόσο ακόμη συζητούμε αν θα επιτρέπονται ιδιωτικά πανεπιστήμια ή κατά πόσο θα πρέπει το εκπαιδευτικό σύστημα και η έρευνα να συνδεθούν με την αγορά εργασίας.
«Τα πράγματα δεν μπορούν να παραμείνουν τα ίδια, ενώ όλα έχουν αλλάξει», έλεγε χαρακτηριστικά σε πρόσφατο συνέδριο του Economist ο αναγνωρισμένος καθηγητής Φυσικής στο Πανεπιστήμιο του Τέξας Δημήτρης Νανόπουλος. Ο ίδιος εξέφραζε με πάθος την άποψη ότι η Ελλάδα θα μπορούσε αντιθέτως να είναι παράδεισος γνώσης, με λίστες αναμονής για τα ελληνικά πανεπιστήμια. Μάλλον όμως βρισκόμαστε μακριά από αυτό.
Παρά τα εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά απασχόλησης στην Ελλάδα -ιδίως στους νέους ηλικίας 15 έως 24 ετών η ανεργία σκαρφαλώνει στο 45%- μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων δυσκολεύεται σήμερα να εντοπίσει και να προσλάβει εξειδικευμένο προσωπικό σύμφωνα με τις ανάγκες του. Παρά τις αλλαγές στην οικονομία, οι προσφερόμενες θέσεις στα Ανώτατα Ιδρύματα Εκπαίδευσης, αλλά και οι επιλογές των νέων, επί της ουσίας δεν έχουν αλλάξει. Σχεδόν ένας στους δυο φοιτητές σπουδάζει ανθρωπιστικές επιστήμες, κοινωνικές επιστήμες και επιστήμες εκπαίδευσης. Στον τομέα της πληροφορικής κατευθύνεται μόλις το 4% των φοιτητών, παρά την υψηλή ζήτηση στην Ελλάδα και παρά την πρόβλεψη για 750.000 κενές θέσεις εργασίας στην Ευρώπη έως το 2020. Από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τις πιο καινοτόμους και εξωστρεφείς, οι οποίες έχουν ανακάμψει καλύπτοντας πλέον το 40% του τομέα, τα 2/3 δηλώνουν έλλειμμα δεξιοτήτων.
«Η βασική εξαγωγή της Ελλάδας είναι να εκπαιδεύει ανθρώπους που δεν χρειάζεται», τονίζει επανειλημμένα ο ερευνητής και διευθυντής πληροφορικής του ΜΙΤ Media Lab Μιχάλης Μπλέτσας, φέρνοντας το παράδειγμα ότι η χώρα διαθέτει δύο φορές τον μέσο αριθμό γιατρών αναλογικά με τον πληθυσμό και, αντιθέτως, μόλις το 1/3 σε νοσηλευτικό προσωπικό.
Brain drain και brain gain
Ένα από τα βασικά προβλήματα του ελληνικού συστήματος είναι η χαμηλή ανεξαρτησία των ελληνικών πανεπιστημίων, που αντικατοπτρίζεται και στις πενιχρές εισροές φοιτητών στην Ελλάδα. Αντιθέτως, η χώρα εμφανίζει υψηλό αριθμό εκροών καταρτισμένων νέων. Ορισμένες εκτιμήσεις, οι οποίες προσμετρούν την επένδυση του κράτους και της κοινωνίας σε αυτούς τους ανθρώπους, υπολογίζουν σε περισσότερα από 17 δισ. ή 10% του ΑΕΠ το κόστος για την Ελλάδα από το brain drain.
Οι 500.000 που έφυγαν τα τελευταία χρόνια αποτελούν πράγματι ίσως το πιο δυναμικό και εκπαιδευμένο μέρος της ελληνικής κοινωνίας, εκείνο που συνήθως τροφοδοτεί την ανάπτυξη. Ωστόσο, το brain drain ως φαινόμενο -που δεν σχετίζεται πάντα με μια κρίση όπως στην περίπτωση της Ελλάδας- δεν θα πρέπει να δαιμονοποιείται. Οι άνθρωποι αυτοί συλλέγουν γνώση και εμπειρία, η οποία μπορεί να αποβεί χρήσιμη για τη χώρα. Η ελληνική διασπορά εξάλλου μπορεί να διαδραματίζει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο ως τέτοια.
Από την άλλη πλευρά, όσοι έχουν μείνει στην Ελλάδα δεν σημαίνει ότι βρίσκονται απομονωμένοι από τη διεθνή κοινότητα, την εποχή του διαδικτύου και της κινητικότητας.
Ο δρόμος μπροστά για την Ελλάδα
Πριν απ’ όλους οι ίδιοι οι πολίτες οφείλουν να διεκδικήσουν ποιοτικούς θεσμούς, αμερόληπτη και αποτελεσματική δικαιοσύνη, σταθερό φορολογικό σύστημα με τις επενδύσεις στο επίκεντρο, και γενικώς ένα κράτος που θα ενθαρρύνει και δεν θα τιμωρεί την επιχειρηματικότητα, ιδίως στους τομείς της έρευνας και των νέων τεχνολογιών. Παράλληλα, όμως, ο ιδιωτικός τομέας θα πρέπει να δώσει πολύ μεγαλύτερη έμφαση απ’ ό,τι σήμερα στον τομέα της Έρευνας & Ανάπτυξης. Συγχρόνως, μια μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος θα ήταν σε θέση μεσομακροπρόθεσμα να δώσει ώθηση στην ελληνική οικονομία. Σημαντική παράμετρος είναι η δημιουργία ερευνητικών κέντρων στα ελληνικά πανεπιστήμια σε συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα. Σημειωτέον, προφανώς τα startups δεν είναι σε θέση από μόνα τους να εκτοξεύσουν το εθνικό ΑΕΠ. Ωστόσο, καλλιεργούν μια κουλτούρα απαραίτητη για τη λειτουργία μιας σύγχρονης οικονομίας με το βλέμμα στο μέλλον. Η Ελλάδα μπορεί να αντιγράψει μοντέλα που με επιτυχία εφαρμόστηκαν σε χώρες όπως το Ισραήλ. «Κλειδί» για την ευρύτερη αναπτυξιακή στρατηγική της χώρας είναι η μεταφορά πόρων και δυνάμεων προς τους πιο εμπορεύσιμους τομείς της οικονομίας.
Ένας κίνδυνος, μία ευκαιρία
Παράγοντες όπως ο γενικός διευθυντής του ΣΕΒ Άκης Σκέρτσος έχουν επισημάνει τον κίνδυνο η Ελλάδα, εν μέσω διεθνών τεχνολογικών και παραγωγικών ανακατατάξεων, να εγκλωβιστεί και να καθηλωθεί, στις χώρες περιορισμένης παραγωγικής βάσης, χαμηλής προστιθέμενης αξίας, χαμηλών ειδικοτήτων και χαμηλών μισθών, υπογραμμίζοντας βεβαίως ότι οι νέες θέσεις εργασίας και τα νέα επαγγέλματα που συνδέονται με τις νέες τεχνολογίες, την ψηφιοποίηση της οικονομίας και την 4η βιομηχανική επανάσταση δεν είναι μέρος του προβλήματος αλλά μέρος της λύσης.
Είναι χαρακτηριστικά τα στοιχεία που επικαλείται ο διευθυντής Απασχόλησης και Αγοράς Εργασίας του ΣΕΒ Χρήστος Ιωάννου. Με 17 μονάδες ρομπότ ανά 10.000 εργαζόμενους, η Ελλάδα είναι σήμερα μακριά από τον παγκόσμιο μέσο όρο (74), τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (99), και πολλές άλλες μικρές οικονομίες της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης (Σουηδία 223, Σλοβενία 137, Σλοβακία 135, Τσεχία 101, Πορτογαλία 58).
Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, μελέτες έχουν καταδείξει ότι μόνο 3.000 σε 500.000 ελληνικές επιχειρήσεις έχουν σήμερα τα υγιή χαρακτηριστικά για να αναπτυχθούν, να δημιουργήσουν προστιθέμενη αξία και να προσελκύσουν επενδύσεις, μέσα στο σημερινό διεθνές περιβάλλον.
Το μέλλον του κόσμου είναι πιο πολλά υποσχόμενο απ’ ό,τι ορισμένοι πιστεύουν. Τεχνολογικές «επαναστάσεις» έχουν υπάρξει ξανά στο παρελθόν. Μπορεί τα στάδια μετάβασης να ήταν κάθε φορά επώδυνα, με κερδισμένους και χαμένους, ωστόσο η απασχόληση δεν μειώθηκε, αλλά αντιθέτως σε βάθος χρόνου αυξήθηκε, και το βιοτικό επίπεδο βελτιώθηκε.
Παρ’ όλες τις αδυναμίες, η Ελλάδα θα πρέπει με αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση να τοποθετηθεί σε ένα περιβάλλον υψηλών προκλήσεων αλλά και προοπτικών. Εξάλλου, όπως έλεγε πρόσφατα ο Ισραηλινός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ Manuel Trajtenberg, μια κρίση συνιστά μια τεράστια ευκαιρία να τα «διαλύσει» κανείς όλα και να τα κτίσει από την αρχή.