Απόψεις
Τετάρτη, 28 Μαρτίου 2018 07:00

Ο διάλογος συντηρεί την ελπίδα

Η συνάντηση της Βάρνας των δύο κορυφαίων Ευρωπαίων αξιωματούχων, του Ντόναλντ Τουσκ και του Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, με τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν οδήγησε σε καμία συγκεκριμένη απόφαση, γιατί με τα σημερινά δεδομένα δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει συμφωνία. Οι σχέσεις θα ήταν παγωμένες εάν δεν υπήρχε το προσφυγικό πρόβλημα και η απόλυτη ανάγκη που έχει η Ευρώπη την Τουρκία, προκειμένου να αποφευχθεί ένα νέο 2015, με τις εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες στην Ελλάδα και στον διάδρομο των Δυτικών Βαλκανίων, γράφει ο Νίκος Μπέλλος.

Από την έντυπη έκδοση

Του Νίκου Μπέλλου
[email protected]

Η συνάντηση της Βάρνας των δύο κορυφαίων Ευρωπαίων αξιωματούχων, του Ντόναλντ Τουσκ και του Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, με τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν οδήγησε σε καμία συγκεκριμένη απόφαση, γιατί με τα σημερινά δεδομένα δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει συμφωνία. Οι σχέσεις θα ήταν παγωμένες εάν δεν υπήρχε το προσφυγικό πρόβλημα και η απόλυτη ανάγκη που έχει η Ευρώπη την Τουρκία, προκειμένου να αποφευχθεί ένα νέο 2015, με τις εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες στην Ελλάδα και στον διάδρομο των Δυτικών Βαλκανίων.

Όταν οι Ευρωπαίοι ασκούν κριτική στον κ. Ερντογάν για την εισβολή στη Συρία, γνωρίζουν ότι αυτό δεν πρόκειται να τον κάνει να αλλάξει γνώμη, γιατί για τον ίδιο η απομάκρυνση των Κούρδων από την περιοχή είναι μεγαλύτερη προτεραιότητα από τη βελτίωση της σχέσης του με την Ε.Ε.

Όταν οι Ευρωπαίοι λένε στον Τούρκο πρόεδρο να καταργήσει τον αντιτρομοκρατικό νόμο, εάν θέλει να πετύχει την κατάργηση της βίζας για τους συμπατριώτες του που ταξιδεύουν στην ευρωπαϊκή επικράτεια, πάλι γνωρίζουν ότι δεν θα το κάνει τώρα, αλλά όταν ολοκληρώσει τον στόχο του σε σχέση με τους Κούρδους. Από την άλλη, ο κ. Ερντογάν ναι μεν ζητεί κατάργηση της βίζας και αναβάθμιση της τελωνειακής ένωσης και της ενταξιακής πορείας της χώρας του, όμως γνωρίζει ότι δεν θα πάρει τίποτα απ’ όλα αυτά όσο δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της άλλης πλευράς. Η Βάρνα δεν θα μπορούσε να οδηγήσει ούτε στην άμεση απελευθέρωση των δύο Ελλήνων στρατιωτικών, γιατί εάν η τουρκική πλευρά το έκανε, το μήνυμα που θα πέρναγε στο εσωτερικό της χώρας θα ήταν πως την υποχρέωσαν να το κάνει.

Συνεπώς, η συνάντηση της Βάρνας έγινε παρά το γεγονός ότι οι δύο πλευρές γνώριζαν πως δεν πρόκειται να καταλήξουν σε αποτελέσματα. Και πραγματοποιήθηκε για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι πως βοηθούσε και τις δύο πλευρές να απευθυνθούν στο εσωτερικό τους ακροατήριο. Ο δεύτερος, και πιο σημαντικός, είναι ότι αυτή την περίοδο η μια πλευρά έχει ανάγκη την άλλη και ήταν απαραίτητο η «πόρτα» του διαλόγου να παραμείνει ανοικτή. Όσο ο διάλογος είναι ζωντανός, παραμένει ζωντανή και η ελπίδα για βελτίωση αρχικά και στη συνέχεια ομαλοποίηση των σχέσεων της Ευρώπης με τη γειτονική χώρα.