Η μοντέρνα διοίκηση επιχειρήσεων απαιτεί οι τέσσερεις βασικές λειτουργίες της να εξυπηρετούν το βασικό της στόχο, ο οποίος δεν είναι άλλος από την επιβίωσή της. Οι χρηματοοικονομικές αποφάσεις αποτελούν βασική συνιστώσα στην ανάπτυξη και την εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης με τους εξωτερικούς συμμετέχοντες , πελάτες, προμηθευτές, διάφοροι πιστωτές, κράτος, κ.α.
Καθηγητής Κωνσταντίνος Ζοπουνίδης
Πολυτεχνείο Κρήτης, Ακαδημαϊκός, Βασιλική Ακαδημία Οικονομικών και Χρηματοοικονομικών της Ισπανίας, Ακαδημαϊκός, Βασιλική Ευρωπαϊκή Ακαδημία των Διδακτόρων, Distinguished Research Professor, Audencia Business School (EQUIS, AMBA, AACSB), France
Καθηγητής Αιμίλιος Γαλαριώτης (PhD Dunelm, HDR)
Audencia Business School (EQUIS, AMBA, AACSB), France, Professor of Finance, Director - Institute of Finance, Head - Finance Department
Εκλεγμένος Επίκουρος Καθηγητής Σταμάτης Κώντσας
ΤΕΙ Δυτικής Μακεδονίας, Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων, Γρεβενά
Εισαγωγή
Η μοντέρνα διοίκηση επιχειρήσεων απαιτεί οι τέσσερεις βασικές λειτουργίες της να εξυπηρετούν το βασικό της στόχο, ο οποίος δεν είναι άλλος από την επιβίωσή της. Οι χρηματοοικονομικές αποφάσεις αποτελούν βασική συνιστώσα στην ανάπτυξη και την εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης με τους εξωτερικούς συμμετέχοντες , πελάτες, προμηθευτές, διάφοροι πιστωτές, κράτος, κ.α.
Υπεύθυνος/η για τη λήψη χρηματοοικονομικών αποφάσεων είναι ο χρηματοοικονομικός διευθυντής ή η χρηματοοικονομική διευθύντρια – Χ.Δ. (financial manager or Chief Financial Officer CFO). Σε μια επιχείρηση (ΑΕ), o/η Χ.Δ. έχει στην ευθύνη του/της:
Η διαδικασία μιας απόφασης επένδυσης χωρίζεται σε τέσσερις φάσεις: περιγραφή επενδυτικών ευκαιριών, διατύπωση εναλλακτικών επενδυτικών σχεδίων, εκτίμηση και έλεγχος των αποφάσεων. Ο/Η Χ.Δ. πρέπει να σταθμίσει τα κόστη και τα οφέλη κάθε επενδυτικού σχεδίου και να αποφασίσει ποια από αυτά αποτελούν ορθή χρήση των πόρων που έχουν επενδύσει οι μέτοχοι. Αυτές οι επενδυτικές αποφάσεις καθορίζουν τις δραστηριότητες της επιχείρησης και το αν θα προσθέσουν αξία (value) για τους ιδιοκτήτες της (αύξηση της τιμής της μετοχής). Υπάρχουν πολλών ειδών επενδυτικά σχέδια, όπως εμπορικά, τεχνικά, οικονομικά, στρατηγικά. Επίσης, οι επενδύσεις διακρίνονται σε επέκτασης, αντικατάστασης, μοντερνοποίησης, κ.α. Ο/Η Χ.Δ. τα τελευταία χρόνια εμπλέκεται όλο και περισσότερο σε στρατηγικής φύσης επενδυτικά σχέδια.
Μόλις ο/η Χ.Δ. αποφασίσει για τις επενδύσεις στις οποίες θα προχωρήσει, καλείται να αποφασίσει τον τρόπο που θα τις χρηματοδοτήσει. Οι μεγάλες επενδύσεις μπορεί να απαιτούν από την επιχείρηση να συγκεντρώσει επιπρόσθετο κεφάλαιο. Ο/Η Χ.Δ. πρέπει να αποφασίσει αν θα συγκεντρώσει περισσότερα χρήματα από νέους και υπάρχοντες ιδιοκτήτες πουλώντας περισσότερες μετοχές ή αν θα δανειστεί αυτά τα χρήματα (ομόλογα και άλλα χρέη). Ένα ομόλογο είναι ένα χρεόγραφο που πωλείται από τα κράτη και τις επιχειρήσεις, ώστε να συγκεντρωθεί κεφάλαιο από τους επενδυτές σήμερα, με αντάλλαγμα μια υπεσχημένη μελλοντική πληρωμή.
Βασική προϋπόθεση άντλησης κεφαλαίων είναι η βιομηχανική αποδοτικότητα της επιχείρησης (κέρδη πριν φόρους και τόκους/σύνολο απασχολούμενων κεφαλαίων) να είναι μεγαλύτερη από το κόστος των δανείων (financial leverage). Στην περίπτωση αυτή αυξάνεται η χρηματοοικονομική αποδοτικότητα των επιχειρήσεων (καθαρά κέρδη/ίδια κεφάλαια) και κατ’ επέκταση αυξάνεται η τιμή της μετοχής της επιχείρησης (βλ. Κ. Ζοπουνίδης, 2013 Βασικές Αρχές Χρηματοοικονομικού Μάνατζμεντ, εκδ. Κλειδάριθμος).
Οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν τη μερισματική πολιτική (dividend policy ή ποιο γενικά pay-out policy μιας και υπάρχουν διάφορες μέθοδοι διανομής κερδών όπως επαναγορά μετοχών) ως ένα σημαντικό κομμάτι της χρηματοοικονομικής πολιτικής τους.
Πρακτικά οι αποφάσεις αυτές καθορίζουν το βαθμό της εσωτερικής χρηματοδότησης μιας επιχείρησης (ικανότητα αυτοχρηματοδότησης). Δηλαδή, η εταιρία μπορεί να διανείμει κάποια από τα κέρδη της στους μετόχους ή να τα χρησιμοποιήσει για να κάνει επενδύσεις. Η ικανότητα διανομής μερισμάτων παρέχει επίσης σημαντική πληροφόρηση στους μετόχους σχετικά με τις επιδόσεις και την πορεία της επιχείρησης, π.χ. εταιρίες με χαμηλή κερδοφορία δεν δύνανται να δώσουν μερίσματα, το ίδιο ισχύει φυσικά και για εταιρίες (ειδικά για νέες επιχειρήσεις) που θέλουν να εστιάσουν στην μεγέθυνση με αυτοχρηματοδότηση ως ποιο συμφέρουσα μέθοδο πιθανόν λόγο του κόστους εξωτερικής χρηματοδότησης. Δηλαδή, οι αποφάσεις διανομής μερισμάτων σχετίζονται με τις αποφάσεις που αφορούν τη διάρθρωση του κεφαλαίου της επιχείρησης (δάνεια/ίδια κεφάλαια) και τον προϋπολογισμό επενδύσεων κεφαλαίου (capital budgeting).
Ο/Η Χ.Δ. πρέπει να διασφαλίσει ότι η επιχείρηση διαθέτει αρκετό ρευστό, ώστε να ικανοποιήσει τις καθημερινές της υποχρεώσεις. Αυτό, το οποίο είναι γνωστό ως διαχείριση κεφαλαίου κίνησης, μπορεί να μοιάζει απλό αλλά στο πλαίσιο μιας νέας ή αναπτυσσόμενης επιχείρησης, μπορεί να αποτελεί την ειδοποιό διαφορά μεταξύ επιτυχίας και αποτυχίας (αυτό ισχύει σε πολλαπλάσιο βαθμό για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις όπου φυσικά λόγο μεγέθους ένα άτομο έχει συνήθως τον ρόλο και της γενικής και της χρηματοοικονομικής ευθύνης). Γενικότερα, ακόμη και επιχειρήσεις με σπουδαία προϊόντα χρειάζονται σημαντικούς πόρους για να αναπτύξουν και να κυκλοφορήσουν αυτά τα προϊόντα στην αγορά.
Δύο είναι οι βασικοί δείκτες που δείχνουν τη ρευστότητα της επιχείρησης. Η γενική ρευστότητα (Κυκλοφορούν Ενεργητικό/Βραχυπρόθεσμες Υποχρεώσεις) και η ειδική ρευστότητα (quick ratio, Κυκλοφορούν Ενεργητικό – Αποθέματα / Βραχυπρόθεσμες Υποχρεώσεις). Τα διεθνή στάνταρ για τους δύο αυτούς δείκτες είναι: Γενική Ρευστότητα ≥ 2 και Ειδική Ρευστότητα ≥ 1 (βλ. Κ. Ζοπουνίδης, 2013). Μια επιχείρηση συνήθως χρησιμοποιεί σημαντική ποσότητα πόρων πριν οι πωλήσεις το προϊόντος οδηγήσουν σε κέρδη (Νεκρό Σημείο). Η λειτουργία του Χ.Δ. είναι να διασφαλίσει ότι η περιορισμένη ρευστότητα δε θα σταθεί εμπόδιο στην επιτυχία της επιχείρησης (τελευταία βοήθεια για εμπλουτισμό της ρευστότητας είναι ο βραχυπρόθεσμος τραπεζικός δανεισμός ή βραχυπρόθεσμα ομόλογα).
Οι παραπάνω αποφάσεις του/της Χ.Δ. λαμβάνονται στο πλαίσιο του αντικειμενικού σκοπού της χρηματοοικονομικής διοίκησης που είναι κυρίως η μεγιστοποίηση του πλούτου των ιδιοκτητών, δηλαδή αύξηση της τιμής της μετοχής. Οι μέτοχοι έχουν επενδύσει στην επιχείρηση και έχουν γίνει ιδιοκτήτες της διακινδυνεύοντας τα χρήματά τους. Έτσι ο/η Χ.Δ. αποτελεί διαχειριστή – προστάτη των χρημάτων των μετόχων, λαμβάνοντας αποφάσεις προς όφελός τους. Πολλές επιχειρήσεις διαθέτουν χιλιάδες ιδιοκτήτες. Αυτοί οι μέτοχοι ποικίλλουν από μεγάλα ιδρύματα μέχρι μικρούς επενδυτές χωρίς προηγούμενη εμπειρία, από συνταξιούχους που βιοπορίζονται από τις επενδύσεις τους, σε νέους εργαζόμενους που μόλις τώρα ξεκινούν να «χτίζουν» το συνταξιοδοτικό τους κεφάλαιο. Κάθε ιδιοκτήτης θα έχει, κατά πάσα πιθανότητα, διαφορετικά συμφέροντα και προτεραιότητες. Ποια συμφέροντα και προτεραιότητες διαμορφώνουν τους στόχους της επιχείρησης; Μπορεί να σας προξενήσει έκπληξη το γεγονός ότι τα συμφέροντα των μετόχων συμπίπτουν για τις περισσότερες – αν όχι για όλες – τις σημαντικές αποφάσεις. Άσχετα με την προσωπική οικονομική κατάσταση και το στάδιο ζωής που βρίσκεται ο κάδε ιδιοκτήτης, όλοι οι μέτοχοι θα συμφωνήσουν ότι θα βρεθούν σε καλύτερη θέση αν η αξία της επένδυσής τους στην επιχείρηση μεγιστοποιηθεί. Τα τελευταία χρόνια οι επιχειρήσεις λαμβάνουν υπόψιν τους και άλλους παράγοντες που έχουν να κάνουν με την εταιρική κοινωνική ευθύνη (Corporate Social Responsibility) και που επηρεάζουν την μακροβιότητα της επιχείρησης, την εικόνα της, την τοπική κοινωνία και άλλους φορείς. Φυσικά αυτές οι αποφάσεις είναι ποιο γενικές και ξεφεύγουν από τα όρια του/της Χ.Δ.
Ακόμη και αν όλοι οι ιδιοκτήτες μιας ανώνυμης εταιρίας συμφωνούν με τους αντικειμενικούς της στόχους, αυτοί οι στόχοι πρέπει να εφαρμοστούν.
Ο/Η Χ.Δ. βρίσκεται στο μέσον μιας σημαντικής απόφασης για την επιχείρηση η οποία μοιράζεται ανάμεσα στο βασικό στόχο των ιδιοκτητών που δεν είναι άλλος από την αύξηση της τιμής της μετοχής (κεφαλαιοποίηση) και στο γενικότερο στόχο της επιβίωσης της επιχείρησης και της εικόνας της ως υπεύθυνης εταιρίας.