Θα τις περάσουμε τις εβδομάδες που έρχονται -μέχρι, ας πούμε, το Eurogroup του Ιουνίου, όπου αν δεν έχουν ολοκληρωθεί οι ουσιαστικές συμφωνίες για το μετά-το-Μνημόνιο-3, η ίδια η έννοια της εξόδου («καθαρής», «αρκετά καθαρής» ή «αυτοδύναμης») θα έχει γκριζάρει- με αρκετά παράλογα. Τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό.
Από την έντυπη έκδοση
Του Α.Δ.Παπαγιαννίδη
[email protected]
Θα τις περάσουμε τις εβδομάδες που έρχονται -μέχρι, ας πούμε, το Eurogroup του Ιουνίου, όπου αν δεν έχουν ολοκληρωθεί οι ουσιαστικές συμφωνίες για το μετά-το-Μνημόνιο-3, η ίδια η έννοια της εξόδου («καθαρής», «αρκετά καθαρής» ή «αυτοδύναμης») θα έχει γκριζάρει- με αρκετά παράλογα. Τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό.
Όπως πάντα, όσα συμβαίνουν στο εσωτερικό/στην πραγματική οικονομία/στην καθημερινότητα έχουν σαφώς μεγαλύτερη σημασία, όπως για παράδειγμα εκείνο που περιγράφει στο πρόσφατο Εβδομαδιαίο Δελτίο του ΣΕΒ για τα «παράδοξα [πιο προσεγμένη έκφραση από το δικό μας «παράλογο», αλλά περί του ιδίου πρόκειται] της βελτίωσης στην καταναλωτική εμπιστοσύνη με στασιμότητα στην ιδιωτική κατανάλωση». Όμως, επειδή τα δρώμενα στο διεθνές πιάνουν πιο άμεσα την προσοχή θα ξεκινήσουμε από αυτά.
Παράλογο πρώτο: ενώ «πηγές των Βρυξελλών», δηλαδή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, δηλαδή του κλίματος Μοσκοβισί-Γιουνκέρ άφηναν να διαρρεύσει δυσαρέσκεια για το ότι «ορισμένα μέλη του Eurogroup» (ανάγνωθι: Γερμανία παρά την διαδοχή Όλαφ Σολτς στη θέση του ναφθαλινοποιημένου, πλην πάντα παρόντος στο φόντο, Σόιμπλε, συν Ολλανδία με Βόβκε Χούστρα στη θέση του Ντάισελμπλουμ ως ΥΠΟΙΚ) συνεχίζουν να ζητούν/θέλουν την παραμονή του ΔΝΤ στην ευθύνη της post-Programme εποπτείας/επιτήρησης της Ελλάδας, δεν δείχνουν αντίστοιχα τάση απόκρουσης της πίεσης του Ταμείου για πρόωρη εφαρμογή του μέτρου μείωσης του αφορολογήτου (= αύξησης των φόρων, κατά το ισόποσο 1% του ΑΕΠ) αντί του 2020 το 2019. Και μάλιστα χωρίς να «κρατείται» η λογική των αντίμετρων, που τι θα ήταν; εξισορροπητική κίνηση κοινωνικών δαπανών, εφόσον επιτυγχάνεται το συμφωνημένο πρωτογενές πλεόνασμα, ώστε να μη λειτουργήσουν τα συμφωνημένα μέτρα σε Ασφαλιστικό (2019) και φορολογία (2020) αποθεματικά για μια αναπτυξιακά σερνάμενη οικονομία.
Γιατί μιλούμε για «παράλογο»; Διότι ο λόγος που το ΔΝΤ είχε επιμείνει να υπάρχει προ-δέσμευση για μέτρα 2019-20 ήταν ότι αμφισβητούσε τους στόχους αύξησης του ΑΕΠ που είχαν τεθεί μεσοπρόθεσμα κατά λίγο-πολύ στο 2,5% . Ήδη, η πικρή αλήθεια είναι ότι το 2017 λέμε πώς έκλεισε με +1,4%, δηλαδή πιο κοντά προς τις προβλέψεις Ταμείου που γενικά σούρνονται περί το 1-1,2% μακροπρόθεσμα, παρά προς το 2-2,5%. Άμα τώρα αφεθεί να γίνει η διπλή «πατητή» (όπως θα ‘λεγαν τα παιδιά που παίζουν στη θάλασσα, σπρώχνοντας προς τα κάτω τον πιο αδύναμο, ώστε να μην μπορεί να πάρει ανάσα μέχρι να ομολογήσει ήττα!…) στην ελληνική οικονομία στο ξεκίνημα του 2019, μόλις δηλαδή θα έχει πάρει μιαν ανάσα το 2018 (προχωράει η εξόφληση των arrears του Δημοσίου προς ιδιώτες, τραβάνε κάπως και οι εξαγωγές και -πλην «απροόπτου» στο Αιγαίο- ο τουρισμός), τότε η δυσοίωνη πρόβλεψη του ΔΝΤ θα γίνει διπλά αυτοεπιβεβαιούμενη προφητεία.
Ενώ όμως οι Ευρωπαίοι λένε ακριβώς ότι δεν θα ‘πρεπε να εκτροχιασθεί πολιτικά στην τελευταία στροφή η πορεία του Ελληνικού Προγράμματος, με πιέσεις στο ούτως ή άλλως εύθραυστο Ελληνικό πολιτικό σύστημα, ακριβώς υπερεπιβάρυνση είναι αυτό που του φορτώνουν! Εδώ λοιπόν έρχεται το δεύτερο παράλογο: άνθησαν τελευταίως οι εκτιμήσεις -όχι δε μόνον από Ευρωπαϊκή Επιτροπή μεριά, αλλά και από το ESM/Ρέγκλινγκ- περί μη-αναγκαιότητας προληπτικού Προγράμματος πιστοληπτικής γραμμής στήριξης/PCCL. Άρα, με το cash buffer που θα έχει εξασφαλίσει η Αθήνα από τις τελευταίες δόσεις του τωρινού Προγράμματος, συν τις εξόδους της στις αγορές (ΑΝ οι αγορές παραμείνουν σε προβλεπτή πορεία, βέβαια…), ας αφεθεί να πορεύεται μέχρι και το 2020 και βλέπουμε. Όμως… όταν ακριβώς προς αυτές τις αγορές δίνεται αμφιλεγόμενο μήνυμα για την πορεία της Ελλάδας, δεν χτίζεται κι εδώ αυτοεπιβεβαιούμενη αρνητική προφητεία;
Πάμε όμως πίσω, σε εκείνο που είδαμε να επισημαίνει το Δελτίο του ΣΕΒ. Στο β’ 6μηνο της περασμένης χρονιάς (μετά και την «καυτή» δεύτερη αξιολόγηση) καταγράφηκε «μια έξαρση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης», που όμως δεν μεταφράστηκε σε αύξηση της κατανάλωσης των λιανικών πωλήσεων. Ιδίως το 2018… Ο ΣΕΒ, προσπαθώντας να άρει το παράδοξο, παραπέμπει στην «όξυνση της φοροδιαφυγής, οπότε αφενός δεν καταγράφονται οι λιανικές πωλήσεις, αφετέρου προκύπτουν μεγαλύτερα [μαύρα] εισοδήματα που βελτιώνουν τη [μετρούμενη] καταναλωτική εμπιστοσύνη». Και ο μεν ΣΕΒ αδράχνει την ευκαιρία να επισημάνει ότι μόλις το 25% των συναλλαγών πραγματοποιείται ηλεκτρονικά, μαζί με τα περί φοροδιαφυγής που προκαλείται από την υπερφορολόγηση. Όμως, αναγόμενος και στην εμπειρία των ΗΠΑ όπου η πολιτική μεροληψία/political βίας έχει διαπιστωθεί ότι στρεβλώνει τις μετρήσεις της καταναλωτικής εμπιστοσύνης, τελικά και των επενδύσεων, λέει την ουσία: «όσον πολώνεται η κοινωνία, τόσο μεγαλύτερη η αβεβαιότητα».
Εκεί κορυφώνεται το παράδοξο/παράλογο.