Παρά την κάμψη της παραγωγικής δραστηριότητας το διψήφιο ποσοστό αύξησης των εξαγωγών καλλιεργεί προσδοκίες στον επιχειρηματικό κόσμο του κλάδου ένδυσης για συνέχεια του θετικού momentum. Είναι ενδεικτικό ότι το 2017 οι ελληνικές εξαγωγές ενδυμάτων κατέγραψαν αύξηση 10,6%.
Της Σοφίας Εμμανουήλ
[email protected]
Παρά την κάμψη της παραγωγικής δραστηριότητας το διψήφιο ποσοστό αύξησης των εξαγωγών καλλιεργεί προσδοκίες στον επιχειρηματικό κόσμο του κλάδου ένδυσης για συνέχεια του θετικού momentum. Είναι ενδεικτικό ότι το 2017 οι ελληνικές εξαγωγές ενδυμάτων κατέγραψαν αύξηση 10,6%.
Πρόκειται για ρεκόρ επταετίας, που έρχεται ως επιστέγασμα της στρατηγικής εξωστρέφειας που ακολούθησαν πολλές ελληνικές επιχειρήσεις κατά την περίοδο της οικονομική κρίσης. Αν και οι περισσότερες, κυρίως μικρού και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις, άρχισαν την εξαγωγική τους δραστηριότητα εξ ανάγκης -και με υψηλό κόστος λόγω του ρίσκου της χώρας- προκειμένου να αντισταθμίσουν απώλειες από τις πιέσεις που δέχονταν στην εγχώρια αγορά, ως αποτέλεσμα της κάθετης πτώσης της κατανάλωσης, εσχάτως δρέπουν καρπούς. Βλέπουν τις πωλήσεις τους να αναπτύσσονται στο εξωτερικό, σε ορισμένες χώρες μάλιστα με διψήφιο ρυθμό, γεγονός που δημιουργεί προϋποθέσεις για περαιτέρω ενίσχυση της εμπορικής τους δραστηριότητας, με διείσδυση σε νέες χώρες.
Σύμφωνα με στοιχεία που έδωσε προ ημερών στη δημοσιότητα ο ΣΕΠΕΕ, η αξία των ελληνικών εξαγωγών ενδυμάτων ξεπέρασε τα 603 εκατ. ευρώ καταγράφοντας αύξηση κατά 10,6% έναντι του 2016 (545 εκατ. ευρώ). Οι εξαγωγές πλεκτών ενδυμάτων ανήλθαν σε αξία σε 347 εκατ. ευρώ με αύξηση 5,9%. Επίσης οι πωλήσεις εξωτερικού των υφαντών ενδυμάτων έφτασαν τα 211 εκατ. ευρώ σημειώνοντας αύξηση 21,3% ενώ οι εξαγωγές των λοιπών κατηγοριών ενδυμάτων ανήλθαν σε 45 εκατ. ευρώ με αύξηση 3,2%.
Θετική πορεία ακολούθησαν και οι εξαγωγές όλης της αλυσίδας ένδυσης - κλωστοϋφαντουργίας αφού η πρωτογενής παραγωγή (βαμβάκι) κατέγραψε αύξηση εξαγωγών κατά 10,4%, με την αξία τους να διαμορφώνεται στα 406 εκατ. ευρώ το 2017 έναντι 368 εκατ. ευρώ το 2016. Αντίστοιχα οι εξαγωγές στον κλάδο της κλωστοϋφαντουργίας ανήλθαν το 2017 σε 378 εκατ. ευρώ έναντι 356 εκατ. ευρώ το 2016 σημειώνοντας αύξηση 4,9%. Συνολικά οι εξαγωγές της αλυσίδας ένδυσης - κλωστοϋφαντουργίας ανήλθαν πέρυσι σε αξία σε 1,39 δισ. ευρώ έναντι 1,27 δισ. ευρώ το 2016 καταγράφοντας αύξηση 8,9%.
Η συγκυρία είναι θετική για την Ευρώπη συνολικά, με αγορές όπως η Πορτογαλία, ακόμη και η Γαλλία ή το Ηνωμένο Βασίλειο, να προσελκύουν επενδύσεις στον κλάδο, ενώ μία τάση που φαίνεται να ευνοεί τον επαναπατρισμό ελληνικών βιοτεχνιών, οι οποίες είχαν αποκτήσει τις τελευταίες δεκαετίες παραγωγική δραστηριότητα σε ξένες χώρες αναζητώντας χαμηλότερα κόστη λειτουργίας, είναι η αναζήτηση προμηθευτών από μεγάλους ευρωπαϊκούς παίκτες εγγύτερα ή εντός της περιοχής της Ευρώπης, ώστε να μειώσουν τα κόστη και τους χρόνους παράδοσης συγκριτικά με τα αντίστοιχα για μεταφορά από τρίτες χώρες.
Η τάση αυτή βέβαια προσκρούει ακόμη στην υψηλή φορολογία και στο έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της εσωτερικής αγοράς που συντηρεί τους πυρήνες επιχειρηματικότητας σε γειτονικές αγορές. Ένας άλλος παράγοντας που αποτελεί τροχοπέδη σύμφωνα με στελέχη του ΣΕΠΕΕ είναι η απαξίωση της τεχνογνωσίας που είχε συσσωρεύσει η ελληνική αγορά στον τομέα της παραγωγής και η έλλειψη καταρτισμένου εργατικού δυναμικού.
Οι πολυεθνικές δίνουν ώθηση στο λιανεμπόριο
Είναι επίσης ενδιαφέρον ότι οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις ένδυσης στην Ελλάδα, με βάση τους δημοσιευμένους ισολογισμούς του 2016 εμφάνισαν αύξηση κύκλου εργασιών κατά 1,5%. Η επεξεργασία των δημοσιευμένων ισολογισμών δείχνει ότι το 56% των επιχειρήσεων -μεταξύ των οποίων BSB, Pink Woman, Bluepoint, ΕΛΒΕ, Mayoral, VF Hellas, Eva Jo!!!, Minerva, Toi&Moi, Σιαμίδης κ.ά.- βελτίωσαν τον κύκλο εργασιών τους, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό την προηγούμενη χρονιά ήταν 40%.
Σημειώνεται ότι οι καλές επιδόσεις σε επίπεδο λιανικής πώλησης των προϊόντων ένδυσης-υπόδησης αποδίδονται εν πολλοίς στην ανάπτυξη των αλυσίδων. Με ναυαρχίδα τις πολυεθνικές εταιρείες, οι αλυσίδες ένδυσης συνεχίζουν το ανοδικό σερί που άρχισε το 2014 παρέχοντας σημαντική στήριξη στο σύνολο του κλάδου.
Μελέτη της Infobank Hellastat η οποία εξετάζει τον εγχώριο κλάδο παραγωγής ενδυμάτων επιβεβαιώνει την καλή πορεία του κλάδου το 2017, με τη βαθμιαία ομαλοποίηση των οικονομικών συνθηκών και την κατάσταση ισορροπίας που διαμορφώθηκε στον τραπεζικό κλάδο. Ωστόσο η έκθεση επισημαίνει ότι αν και ενισχύονται τα έσοδα του κλάδου η βιομηχανική παραγωγή αποδυναμώνεται.
Σύμφωνα με τον Αλέξη Νικολαΐδη, Economic Research & Sectorial Studies Senior Analyst, η επιδείνωση του οικονομικού περιβάλλοντος τα προηγούμενα χρόνια διατήρησε την πτωτική πορεία της παραγωγής και το 2016, με το σχετικό δείκτη βιομηχανικής παραγωγής της ΕΛΣΤΑΤ να μειώνεται περαιτέρω κατά 8,4%. Ωστόσο, ο κύκλος εργασιών των επιχειρήσεων ένδυσης στην εγχώρια αγορά το 2016 σημείωσε αύξηση 3,3%, καθώς το κλίμα στο λιανικό εμπόριο βελτιώθηκε, ενώ οι εξαγωγές παρέμειναν ικανοποιητικές.
Οι πωλήσεις των καταστημάτων ένδυσης και υπόδησης στο σύνολο του έτους αυξήθηκαν κατά 1,9%, γεγονός που οφείλεται στην ανοδική πορεία των πρώτων επτά μηνών. Επίσης, επισημαίνεται η αύξηση της επίδοσης των πολυκαταστημάτων κατά 4,1%, γεγονός που αποτυπώνει τη μετατόπιση μεγάλου μέρους των λιανικών πωλήσεων στις μεγάλες εμπορικές αγορές. Ένα παράδειγμα αποτελεί η σταθερή ανοδική πορεία των επιδόσεων της Αττικά Πολυκαταστήματα, που έκλεισε το 2017 με αυξημένες πωλήσεις κατά 5% (και ανεβάζει τον πήχη για το 2018 πάνω από τα 175 εκατ. ευρώ).
Τα ιστορικά στοιχεία δείχνουν ότι οι αλυσίδες εμφανίζουν θετικό πρόσημο την τελευταία τριετία ανακάμπτοντας σταδιακά μετά τη σημαντική υποχώρηση της προηγούμενης πενταετίας παρέχοντας ισχυρή στήριξη στον κλάδο που εμφανίζει ανώτερη επίδοση από το σύνολο του λιανικού εμπορίου.
Η έρευνα της Infobank Hellastat καταγράφει επίσης τη φθίνουσα ζήτηση των προηγούμενων ετών, σε συνδυασμό με την εισαγωγική διείσδυση έτοιμων ενδυμάτων και τη δυσχερή εξωτερική χρηματοδότηση, που οδήγησαν πολυάριθμες επιχειρήσεις σε επέκταση δραστηριότητας εκτός αγοράς, καθώς επίσης και αρκετές εταιρείες (ιδίως από τη Βόρεια Ελλάδα) σε μετεγκατάσταση σε γειτονικές χώρες, όπου επωμίζονταν χαμηλότερο κόστος λειτουργίας.
Σύμφωνα με τον Νικόλα Γκουζέλο, πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της Infobank Hellastat, «η αύξηση των εξαγωγών αποτελεί τη βασικότερη στρατηγική που μπορεί να στηρίξει μεσοπρόθεσμα τις εγχώριες επιχειρήσεις. Στα πλαίσια αυτά, προτείνεται η εφαρμογή στοχευμένων προγραμμάτων ενίσχυσης των εξαγωγών με οριζόντιες δράσεις (π.χ. οργάνωση δειγματισμών, αποστολές σε εκθέσεις του εξωτερικού κ.ά.)».
Οι διεθνείς τάσεις
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι και η παγκόσμια βιομηχανία μόδας αισιοδοξεί για το 2018, μια χρονιά που για πρώτη φορά πάνω από τις μισές πωλήσεις ενδυμάτων και υποδημάτων παγκοσμίως θα προέρχονται, εκτός Ευρώπης και Βόρειας Αμερικής, από αναδυόμενες αγορές των περιοχών Ασίας - Ειρηνικού και Λατινικής Αμερικής.
Ειδικότερα, προβλέπεται αύξηση των πωλήσεων της παγκόσμιας βιομηχανίας μόδας μεταξύ 3,5% και 4,5%, δηλαδή ρυθμός σχεδόν τριπλάσιος από αυτόν του 2016 (1,5%). Αλλά η ανάκαμψη δεν αναμένεται ομοιόμορφη σε ολόκληρο τον κόσμο.
Ο δείκτης McKinsey Global Fashion προβλέπει αύξηση των πωλήσεων για το 2018 σε διάφορες περιοχές, από 6,5% με 7,5% στην περιοχή Ασίας - Ειρηνικού και 5,5% με 6,5% στις αναδυόμενες αγορές της Ευρώπης, που σε συνδυασμό με την πρόβλεψη για αύξηση κατά 4% με 5% στις πωλήσεις του κλάδου πολυτελών ειδών και ισόποση αύξηση στον κλάδο discount οι αναλυτές συγκλίνουν σε μια αύξηση 3,5% με 4,5% στο σύνολο της βιομηχανίας.
Το 66% των επιχειρηματιών υποστηρίζει ότι το τρέχον έτος θα εστιάσει στη βελτίωση των πωλήσεων, έναντι 16% που ισχυρίζεται ότι θα εστιάσει στην ορθολογικοποίηση του κόστους και 18% που αναφέρεται σε έναν συνδυασμό και των δύο.
Η στροφή στο omnichannel, οι επενδύσεις στο ηλεκτρονικό εμπόριο και στις δυνατότητες του ψηφιακού μάρκετινγκ αναφέρονται ως κορυφαίες προτεραιότητες.
Επίσης, στοιχεία της McKinsey δείχνουν ότι έως το 2020 οι παγκόσμιοι καταναλωτές θα δαπανήσουν 1 τρισ. δολάρια στο διασυνοριακό ηλεκτρονικό εμπόριο.
Οι προκλήσεις της λειτουργικής κερδοφορίας σε μια θεμελιωδώς μεταβαλλόμενη βιομηχανία και σε ένα απρόβλεπτο μακροοικονομικό περιβάλλον οδήγησε τους παίκτες της αγοράς να υιοθετήσουν αυτή την κατάσταση ως τη νέα κανονικότητα και να σχεδιάσουν τη στρατηγική τους με γνώμονα τι είναι υπό τον έλεγχό τους και αυτό να βελτιώσουν.
Στην πραγματικότητα, το 2017 σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής και το 2018 εκτιμάται ότι θα είναι η χρονιά κατά την οποία η βιομηχανία θα αντιμετωπίσει πρωτοφανείς προκλήσεις από τους όλο και πιο απαιτητικούς πελάτες, από την πόλωση μεταξύ ειδών υψηλής αξίας και προσιτής τιμής, αλλά και από τις συνεχιζόμενες αλλαγές στο σύστημα παραγωγής της μόδας. Είναι, δηλαδή, μια περίοδος που θα αναδείξει ισχυρούς ηγέτες αλλά και αδύναμους παίκτες να ανταποκριθούν στις εξειδικευμένες απαιτήσεις της νέας εποχής.
Στο τρέχον οικονομικό περιβάλλον η βιομηχανία βλέπει μεταβλητότητα, παγκοσμιοποίηση του ανταγωνισμού, μετατόπιση της ανάπτυξης από τη Δύση στον Νότο και στα Ανατολικά, αστικοποίηση αλλά και ανάπτυξη νέων τεχνολογιών που θα αλλάξουν παραδοσιακές πρακτικές.
Για παράδειγμα, ποιος φανταζόταν ότι μια διαδικασία, όπως αυτή του φινιρίσματος των τζιν, που για πολλά χρόνια γινόταν… χειροποίητα απασχολώντας μια στρατιά εργατικού δυναμικού επί σειρά ετών θα μπορούσε να γίνει από ρομπότ;
Αν σκεφτεί κανείς ότι στα επόμενα χρόνια πολλές πολυεθνικές θα ακολουθήσουν το παράδειγμα της Levi Strauss, που σχεδιάζει να αντικαταστήσει ως το 2020 με ρομπότ σχεδόν όλους τους υπαλλήλους που κάνουν τη συγκεκριμένη δουλειά, αντιλαμβάνεται τι αλλαγές δρομολογούνται στον κλάδο αυτό της βιομηχανίας.
Στην έκθεσή τους «The State of Fashion» οι McKinsey & Company και The Business of Fashion (BoF) χαρακτηρίζουν το 2018 έτος της μόδας, σημειώνοντας ότι η Δύση δεν θα είναι πλέον το παγκόσμιο φρούριο για τις πωλήσεις μόδας, ενώ προβλέπουν ανάπτυξη των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται αμιγώς στα είδη πολυτελείας, καθώς και στα είδη προσιτής πολυτέλειας. Ταυτόχρονα είναι σε εξέλιξη η διαδικασία μετασχηματισμού του κλάδου, με κυρίαρχη τάση την υιοθέτηση ψηφιακής τεχνολογίας από την παραγωγή μέχρι το λιανεμπόριο, καθώς και την αύξηση των προσδοκιών των καταναλωτών για εξατομίκευση, υψηλότερο επίπεδο εμπειρίας, ελέγχου και πρόσβασης σε καλύτερη ποιότητα και τιμή.
Ο καταναλωτής
Σε επίπεδο καταναλωτή, οι επιχειρηματίες βλέπουν ότι ο πελάτης είναι διασυνδεδεμένος, έχει τον έλεγχο, αξιοποιεί το οmnichannel ως εργαλείο στο ταξίδι των αγορών του, κοινοποιεί τις απόψεις του για προϊόντα και υπηρεσίες και στοχεύει στην ευκολία, στην ποιότητα και την προσιτή τιμή.
Ταυτόχρονα, η ψηφιοποίηση μπαίνει σε όλη την αλυσίδα αξίας της μόδας, με ανακαθορισμό της διάρθρωσης του κόστους. Ο ρυθμός της παραγωγής επιταχύνεται, με τους ηγέτες της αγοράς να πιέζουν τα όρια του χρόνου από τη σχεδίαση στο ράφι και νέες μάρκες που απευθύνονται απευθείας στον καταναλωτή να μπαίνουν στην αγορά μαζί με νέα επιχειρηματικά μοντέλα.
Τα παραπάνω οδηγούν σε 10 σημαντικές τάσεις που αναμένεται να επικρατήσουν στη βιομηχανία της μόδας το 2018 σύμφωνα με τις συγκλίνουσες εκτιμήσεις αναλυτών των McKinsey και BoF.
Ο ανταγωνισμός
Σε επίπεδο βιομηχανίας ο ανταγωνισμός είναι πολύ σκληρός για τα παραδοσιακά σήματα, με τους ηγέτες του κλάδου όπως Nike, Adidas, Puma κ.ά. να δαπανούν τεράστια ποσά κάθε χρόνο σε νέες τεχνολογίες (αναπτύσσοντας καινοτόμα προϊόντα από ρούχα που ενσωματώνουν ενεργειακά αποδοτικά υλικά ή μονωτικά πάνελ και εξαερισμό ακριβείας, παπούτσια με αερόσολες, υφάσματα υψηλής απόδοσης, μικροϊνών που μετακινεί τον ιδρώτα στην επιφάνεια του υφάσματος, όπου εξατμίζεται μέχρι wearables), marketing και υποστήριξη αθλητών και μεγάλων διοργανώσεων για να διατηρήσουν και να αυξήσουν τους οπαδούς τους και άρα την πελατειακή του βάση.
Ταυτόχρονα πρέπει να ανταγωνιστούν και τους νέους παίκτες, που μπαίνουν στην αγορά με αξιώσεις. Για παράδειγμα μέχρι πριν από 20 χρόνια κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ο Kevin Plank, ένας 23χρονος Αμερικανός που άρχισε το 1996 να αναπτύσσει μια πατέντα υφασμάτων με ίνες απόδοσης υγρασίας, κατάλληλα για αθλητικά ρούχα θα γινόταν ο επικεφαλής ενός αθλητικού brand που θα απειλούσε την πρωτοκαθεδρία της Nike έχοντας χτίσει αξία πάνω από 4,5 δισ. δολ.
Αλλά και στην Ελλάδα υπάρχουν παραδείγματα, αν και η αποβιομηχανοποίηση των τελευταίων δεκαετιών οδήγησε σε λουκέτο ιστορικές εταιρείες όπως π.χ. η Strike, ενώ η πρόσφατη κρίση προκάλεσε συρρίκνωση του κλάδου δοκιμάζοντας τις αντοχές εδραιωμένων σημάτων όπως η Bodytalk, η οποία μετά τη διψήφια πτώση πωλήσεων το 2016 (πτώση 14,3% του κύκλου εργασιών στην οικονομική χρήση 2016, με την πτώση στο δίκτυο καταστημάτων να φθάνει το 24% στο τελευταίο τετράμηνο), το 2017 έθεσε σε προτεραιότητα την περικοπή δαπανών εστιάζοντας στη στήριξη των πωλήσεων της εγχώριας αγοράς και στη σταθεροποίηση των αγορών της Μέσης Ανατολής αναστέλλοντας τα σχέδιά της για επένδυση σε Γαλλία, Σλοβενία και Κροατία.
Στον αντίποδα η Gepaworld, με το σήμα GSA, δείχνει ότι διαθέτει προδιαγραφές πολυεθνικής επεκτεινόμενη σε απαιτητικές αγορές όπως η αμερικανική και η ελβετική, πραγματοποιώντας ήδη εξαγωγές σε ευρωπαϊκές και ασιατικές χώρες.
Ο κλάδος στην Ελλάδα περιλαμβάνει κυρίως εισαγωγικές και λιγότερο παραγωγικές επιχειρήσεις, σε αρκετές δε περιπτώσεις οι δύο δραστηριότητες συνδυάζονται. Οι συνθήκες στο οικονομικό περιβάλλον προοιωνίζονται καλές αποδόσεις μακροπρόθεσμα για τις επιχειρήσεις που προτεραιοποιούν τη χρηματοοικονομική υγεία και την εξωστρέφεια, ενώ οι πολυεθνικές επιβεβαιώνουν την εμπιστοσύνη τους στις ελληνικές θυγατρικές, ως αποτέλεσμα και των καλών επιδόσεων των τελευταίων. Ενδεικτικά σημειώνουμε ότι οι δύο κορυφαίοι παίκτες Nike και Αdidas βλέπουν τις πωλήσεις τους να αναπτύσσονται με διψήφιο ρυθμό (στην οικονομική χρήση 2016 εμφάνισαν αύξηση κύκλου εργασιών κατά 14,5% και 22% αντίστοιχα). Αλλά και η Puma, μετά τη λήξη της συνεργασίας της με τους αδελφούς Γλου, επιβεβαιώνει τις βλέψεις της στην αγορά με τη συνεργασία που σύναψε με τον όμιλο Φάις, που επενδύει συστηματικά τα τελευταία χρόνια στην αγορά αθλητικών ειδών έχοντας προσθέσει στο χαρτοφυλάκιό του και την Under Armour.
Πρόκειται για μάρκες που έχουν κατακτήσει τον κόσμο. Είναι ενδεικτικό ότι η αξία του σήματος της Nike έχει εκτοξευθεί στα 29,6 δισ. δολ. και της Αdidas στα 7,9 δισ. δολ. (σύμφωνα με έρευνα του «Forbes» που κατατάσσει στη 2η θέση την ESPN με 15,8 δισ. δολ. στην 4η τη Sky Sports με 5,5 δισ. δολ. και την Under Armour στην 5η με 4,4 δισ. δολ.).
Το marketing
Tις προοπτικές της αγοράς αθλητικών ειδών ενθαρρύνουν οι τεράστιες επενδύσεις που κάνουν οι εταιρείες σε όλες τις χώρες του κόσμου σε επιθετικά προγράμματα marketing και χορηγιών σε δημοφιλή αθλήματα και διοργανώσεις, από μπάσκετ μέχρι κρίκετ και χόκεϊ, με στόχο να ενισχύσουν τη δημοτικότητα των σημάτων τους. Η στρατηγική τους είναι συνυφασμένη με τις επιδόσεις διάσημων αθλητών όπως ο Ronaldo, ο Messi, ο Federer, η Serena Williams, η Tendulkar κ.ά., καθώς έτσι προσελκύουν μια τεράστια βάση οπαδών/πελατών.
Τη βιώσιμη ανάπτυξη του κλάδου ευνοούν και οι διεθνείς καταναλωτικές τάσεις, με το καταναλωτικό κοινό να βρίσκει στα συγκεκριμένα προϊόντα άνεση (75%), δίκαιη (67%) ή και χαμηλή τιμή (49%), αντοχή (62,5%), υψηλή ποιότητα (52%), στιλ (33%) και ειδικές λειτουργίες (προσαρμογή, στεγανοποίηση, αδιάβροχα κ.ά. - 29%).
Καθώς το R&D του κλάδου δίνει συνεχώς εξελιγμένα και καινοτόμα προϊόντα, τα οποία ακολουθούν τις τάσεις της μόδας και διατίθενται σε προσιτές τιμές, πολλοί παρατηρητές της αγοράς αρχίζουν να μιλούν για τη μεθοδολογία του fast fashion και τις συνέργειες με το retail, ως ένα μοντέλο που μπορεί να δώσει ισχυρή ώθηση στη βιομηχανία. Σε κάθε περίπτωση το retail διαδραματίζει κομβικό ρόλο σε μια εποχή που οι καταναλωτές αλλάζουν συνήθειες δημιουργώντας νέες τάσεις, όπως η έμφαση σε νεοεισερχόμενους παίκτες αλλά και οι αγορές απευθείας από το ιδιόκτητο κανάλι λιανικής της προτιμητέας μάρκας. Στην Ελλάδα πέρα από τα αποκλειστικά καταστήματα των αθλητικών σημάτων υπάρχουν ισχυρά δίκτυα multibrand καταστημάτων, όπως αυτά της Intersport του ομίλου Fourlis, με ηγετική θέση στην αγορά, της Zakcret Sports, της Cosmos Sport κ.ά.
Επίσης όπως είχε τονίσει στο πρόσφατο συνέδριο της «N» για το λιανεμπόριο ο Απόστολος Πεταλάς, διευθύνων σύμβουλος της Fourlis A.E. Συμμετοχών, οι δύο βασικές τάσεις στον τρόπο σκέψης του καταναλωτή είναι: η αναζήτηση του προϊόντος που ταιριάζει στις ανάγκες του στη μικρότερη δυνατή τιμή και η ψυχολογική διασύνδεση του καταναλωτή με κάποια προϊόντα.
Από την πλευρά του ο Μιχάλης Τσικνάκης, Managing Director, Cosmos Sport, τονίζει ότι το μεγάλο στοίχημα για όλες τις εταιρείες είναι τα social media και οι ευρηματικοί τρόποι με τους οποίους αυτό το εργαλείο μπορεί να αποδώσει πραγματικά.
Μάχη για τις επιδόσεις σε μια αγορά που οδεύει στα 230 δισ. δολ. παγκοσμίως
Μια αγορά που καταδεικνύει με προφανή τρόπο τις αλλαγές που επιφέρει στο επιχειρείν η σύγχρονη τεχνολογία είναι η αγορά αθλητικών ειδών.
Η συνεχής επένδυση σε νέες τεχνολογίες, R&D και χορηγίες, η υψηλή πιστότητα των προϊόντων και οι καλές τιμές θέτουν τη βιομηχανία αθλητικών ειδών στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος επιχειρηματιών του λιανεμπορίου, οι οποίοι αναζητούν μεθοδολογία ανάπτυξης σε μια αγορά που επιδεικνύει αμυντικά χαρακτηριστικά στην κρίση.
Η αξία της παγκόσμιας αγοράς αθλητικών ειδών εκτιμάται ότι θα ξεπεράσει τα 230 δισ. δολ. την επόμενη πενταετία, ενώ ειδικά στην Ελλάδα ορισμένα σήματα αναπτύσσονται με διψήφιο ρυθμό.
Σύμφωνα με έκθεση της Global Industry Analysts, η παγκόσμια αγορά ειδών αθλητισμού και γυμναστικής εκτιμάται ότι θα φτάσει τα 231,7 δισ. δολ. μέχρι το 2024, με την ανάπτυξη να καθοδηγείται από ένα αυξανόμενο τμήμα του πληθυσμού που υιοθετεί πιο υγιεινό τρόπο ζωής και συμμετέχει σε αθλητικές δραστηριότητες. Η έρευνα δείχνει επίσης ότι οι τεχνολογικές εξελίξεις που αποσκοπούν στη βελτίωση της άνεσης και της απόδοσης έχουν ευνοήσει την αύξηση των πωλήσεων αθλητικών ενδυμάτων. Ως αποτέλεσμα, τα αθλητικά είδη μετατρέπονται σε μια πολύ δημοφιλή τάση της μόδας.
Μάλιστα έκθεση του Euromonitor International δείχνει τον σημαντικό ρόλο των αθλητικών ειδών στη βελτίωση των επιδόσεων της συνολικής βιομηχανίας ενδυμάτων και υποδημάτων.
Αυτό ισχύει και στην ελληνική αγορά, η οποία βρέθηκε σε τροχιά επιβράδυνσης και μάλιστα με διψήφιο ρυθμό τουλάχιστον μια πενταετία μετά το ξεκίνημα της πρόσφατης κρίσης, το 2008. Στοιχεία της ICAP Group αναφέρουν ότι το μέγεθος της φαινομενικής κατανάλωσης σε σετ αθλητικών φορμών εμφάνισε πτώση κατά την περίοδο 2000-2010, με μέσο ετήσιο ρυθμό 8,4%, τάση η οποία αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στη στροφή του καταναλωτικού κοινού από τα πλήρη σετ αθλητικών φορμών σε αγορές μεμονωμένων μερών αθλητικής ένδυσης. Όσον αφορά τα αθλητικά υποδήματα, την περίοδο 2000-2007 οι πωλήσεις τους αναπτύσσονταν με μέσο ετήσιο ρυθμό 10,5% περίπου, ενώ κάμψη εμφανίζεται από το 2008 και μετά.
Στο σύνολο της αγοράς η ύφεση κλιμακώθηκε την περίοδο 2010-2012 και έκτοτε οι πιέσεις εκτονώνονται, ενώ την τελευταία διετία καταγράφεται αισθητή βελτίωση, με τον κλάδο να αντισταθμίζει πιέσεις άλλων τομέων στο συνολικό χαρτοφυλάκιο της αγοράς ένδυσης - υπόδησης (με δείκτη κύκλου εργασιών γύρω στο 1% έναντι περίπου 0,5% του γενικού δείκτη σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ).