Nέο τοπίο στον κλάδο των τροφίμων και ποτών και δη ανάμεσα στις σχέσεις πρωτογενούς τομέα, μεταποίησης και λιανεμπόρων, θα διαμορφώσει η επικείμενη ρύθμιση κατά των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών που εφαρμόζονται εις βάρος των παραγωγών στην αλυσίδα εφοδιασμού τροφίμων, που αναμένεται να ανακοινώσουν την άνοιξη οι Βρυξέλλες.
Της Δανάης Αλεξάκη
[email protected]
Nέο τοπίο στον κλάδο των τροφίμων και ποτών και δη ανάμεσα στις σχέσεις πρωτογενούς τομέα, μεταποίησης και λιανεμπόρων, θα διαμορφώσει η επικείμενη ρύθμιση κατά των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών που εφαρμόζονται εις βάρος των παραγωγών στην αλυσίδα εφοδιασμού τροφίμων, που αναμένεται να ανακοινώσουν την άνοιξη οι Βρυξέλλες.
Πέρυσι το φθινόπωρο, ο Ευρωπαίος επίτροπος για τη Γεωργία Φιλ Χόγκαν προανήγγειλε ότι το 2018 η Κομισιόν θα εισαγάγει νομοθεσία που θα προστατεύει τους αγρότες από αθέμιτες πρακτικές, όπως οι καθυστερήσεις πληρωμών ή τα καταχρηστικά συμβόλαια στα οποία συχνά υποχρεούνται από τις αλυσίδες.
Επιδίωξη είναι η ρύθμιση αυτή να προβλέπει ένα κανονιστικό πλαίσιο που πρέπει να γίνει σεβαστό σε Β2Β επίπεδο (δηλαδή μεταξύ των επαγγελματιών που δραστηριοποιούνται εντός της εφοδιαστικής αλυσίδας), βασικός άξονας του οποίου να είναι η προστασία των αγροτών, έναντι των ισχυρών επαγγελματικών φορέων που δραστηριοποιούνται στην αλυσίδα εφοδιασμού τροφίμων.
Η φιλοσοφία της πρωτοβουλίας για τη βελτίωση της αλυσίδας εφοδιασμού τροφίμων κινείται στην κατεύθυνση της επίτευξης ισορροπίας μεταξύ όλων των κρίκων.
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η κοινή γεωργική πολιτική έχει γίνει πλέον περισσότερο «αγορακεντρική» και εξαρτάται λιγότερο από τη διαχείριση των αγορών. Επιπλέον, η ευρωπαϊκή γεωργία και η βιομηχανία γεωργικών ειδών διατροφής ενσωματώνονται ολοένα και περισσότερο στις παγκόσμιες αγορές. Το γεγονός αυτό έχει δημιουργήσει σημαντικές επιχειρηματικές ευκαιρίες, αλλά ευθύνεται και για την έκθεση των γεωργών σε μεγαλύτερη αβεβαιότητα στην αγορά, καθώς και για την αυξανόμενη αστάθεια των τιμών. Οι γεωργοί συχνά εργάζονται ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλον και συνεπώς διαθέτουν περιορισμένη δυνατότητα για συλλογικές διαπραγματεύσεις, που θα μπορούσαν να τους βοηθήσουν να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους έναντι των άλλων μερών της αλυσίδας τροφίμων, όπως οι μεταποιητές τροφίμων και οι έμποροι λιανικής πώλησης.
Μάλιστα, η ειδική ομάδα «Γεωργικές αγορές» (Agricultural Markets Task Force -AMTF), που συστάθηκε από τον επίτροπο Χόγκαν, κατά την αρχική εκτίμηση επιπτώσεων που προκαλούν οι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές (ΑθΕΠ)στους παραγωγούς, μεταξύ άλλων, επισημαίνει:
Η αναφορά υπογραμμίζει ότι οι μικρομεσαίες αγροτικές επιχειρήσεις δυσκολεύονται να επενδύσουν, να αναπτυχθούν/εξελιχθούν και να καινοτομήσουν.
Συνεπώς, σύμφωνα με την εισήγηση, πρέπει να ληφθούν αποφασιστικά και συνεπή μέτρα για να εξαλειφθούν πλήρως οι ΑθΕΠ στην αλυσίδα εφοδιασμού τροφίμων στην Ε.Ε. Λόγω του μεγέθους του προβλήματος απαιτείται η έγκριση κανόνων της Ε.Ε. που θα εξασφαλίζουν την ορθή λειτουργία των αγορών και δίκαιες και διαφανείς σχέσεις μεταξύ όλων των συμμετεχόντων της αλυσίδας εφοδιασμού τροφίμων. Οι ΑθΕΠ θα πρέπει να ορίζονται σαφώς, ενώ πρέπει να προβλέπονται και σαφείς κυρώσεις για όποιον τις χρησιμοποιεί. Επιπλέον, για την εφαρμογή των κανόνων αυτών πρέπει να είναι υπεύθυνες οι αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες θα έχουν τη δυνατότητα να δρομολογούν έρευνες με δική τους πρωτοβουλία και να δέχονται ανώνυμες καταγγελίες.
Τα τέσσερα σενάρια
Στο κείμενο της «Πρωτοβουλίας για τη Βελτίωση της Αλυσίδας Παραγωγής Τροφίμων», η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αφού πρώτα σκιαγραφεί το τοπίο που επικρατεί σήμερα στις σχέσεις λιανεμπορίου - προμηθευτών και παραδέχεται ότι οι παραγωγοί είναι τα πιο συχνά θύματα καταχρηστικών και αθέμιτων πρακτικών, βάζει στο τραπέζι τέσσερα εναλλακτικά σενάρια:
Σε κάθε περίπτωση, ενδεχόμενη αναπροσαρμογή των κανόνων στην εφοδιαστική αλυσίδα τροφίμων αναμένεται να προκαλέσει σημαντικές αλλαγές στην αγορά. Πολλοί αναλυτές του κλάδου κάνουν λόγο για αμφισβήτηση του «ταμπού» του ελεύθερου ανταγωνισμού, ενός από τους θεμέλιους λίθους του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, προς όφελος των αγροτών, ενώ κάποιες άλλες φωνές διαπιστώνουν «αλλαγή στρατηγικής στην προσέγγιση του ορισμού της ανάπτυξης εντός της Ε.Ε., υπό το πρίσμα ότι ο γεωργικός τομέας αποτελεί τον μεγαλύτερο εργοδότη στην Ένωση». Να σημειωθεί ότι στη γεωργία και στους συναφείς τομείς γύρω από αυτή απασχολούνται περίπου 44 εκατομμύρια άνθρωποι.
Πάντως, κινήσεις θωράκισης των παραγωγών έχουν ήδη λάβει χώρα, όπως για παράδειγμα η δυνατότητα που έδωσε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο πλαίσιο των συζητήσεων για τον Κανονισμό Omnibus, σε ομάδες και οργανώσεις παραγωγών να αποφασίζουν από κοινού για ένα μίνιμουμ επίπεδο τιμών πώλησης των προϊόντων τους, πυροδοτώντας βέβαια έντονες αντιδράσεις του λιανεμπορίου.
Η λογική των Βρυξελλών κινείται στην κατεύθυνση ότι οι βασικοί στόχοι της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, με πρώτο και κύριο την προστασία του εισοδήματος των αγροτών, έχουν προτεραιότητα έναντι του κοινοτικού δικαίου περί ανταγωνισμού. Επομένως, ενέργειες όπως η συνεννόηση μεταξύ συλλογικών σχημάτων παραγωγών για τον καθορισμό των τιμών, αλλά και τον έλεγχο των ποσοτήτων που διαθέτουν στην αγορά, μπορούν να γίνονται αποδεκτές δίχως να επισύρουν κυρώσεις από τις αρχές Ανταγωνισμού.
Αξίζει να σημειωθεί ότι βήματα προς αυτή την κατεύθυνση έχουν γίνει και στην Ελλάδα με τον πρόσφατο νόμο 4492/2017 (ΦΕΚ Α΄156) που ψηφίστηκε τον περασμένο Οκτώβριο. Ο νόμος αυτός αφορά τη «Διακίνηση και εμπορία νωπών και ευαλλοίωτων αγροτικών προϊόντων και άλλες διατάξεις» και περιλαμβάνει μια ιδιαιτέρως σημαντική διάταξη, που προβλέπει την από 1.1.2018 υποχρέωση του εμπόρου νωπών και ευαλλοίωτων αγροτικών προϊόντων ο οποίος πραγματοποιεί εμπορική συναλλαγή με αγρότη/παραγωγό που εκδίδει τιμολόγιο, να εξοφλεί το τιμολόγιο αυτό εντός 60 ημερών από την έκδοσή του, αποκλειόμενης κάθε αντίθετης συμφωνίας μεταξύ των μερών.