Κατάσκοποι της διπλανής πόρτας, ουσίες που παγώνουν τα μηνύματα του εγκεφάλου προς το σώμα, σκοτεινά δίκτυα, κυβερνοεπιθέσεις, συνωμοσίες, μυστικά και εγκλήματα, γράφει η Νατάσα Στασινού.
Από την έντυπη έκδοση
Tης Νατάσας Στασινού
[email protected]
Κατάσκοποι της διπλανής πόρτας, ουσίες που παγώνουν τα μηνύματα του εγκεφάλου προς το σώμα, σκοτεινά δίκτυα, κυβερνοεπιθέσεις, συνωμοσίες, μυστικά και εγκλήματα. Η επικαιρότητα των τελευταίων ημερών θυμίζει καλό αστυνομικό μυθιστόρημα, από εκείνα που ακόμη και εάν μαρτυρήσουν γρήγορα τον δολοφόνο κρύβουν ανατροπές έως την τελευταία σελίδα.
Όλα αυτά ξυπνούν μνήμες από την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, αλλά δεν είχαν ουσιαστικά σταματήσει ποτέ να συμβαίνουν. Γιατί λαμβάνουν τέτοια έκταση σήμερα; Γιατί τρομάζουν τόσο; Γιατί έρχονται σε μία περίοδο κατά την οποία αναβιώνει το προφίλ του παντοδύναμου ηγέτη, εκείνου που όχι μόνο συγκεντρώνει στα χέρια του κάθε δυνατή εξουσία (φροντίζοντας να βγάλει από τη μέση κάθε αντίπαλο και να φιμώσει κάθε φωνή κριτικής), αλλά δεν διστάζει καν να χρήσει εαυτόν ισόβιο αυτοκράτορα. Και όλα αυτά με «εκστρατείες κατά της διαφθοράς», με «φιλόδοξες συνταγματικές μεταρρυθμίσεις», με νοσταλγία για κάποιο «ένδοξο παρελθόν» και «όραμα για το μέλλον».
Αν στον Ψυχρό Πόλεμο όμως, που διήρκεσε από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έως και την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, είχαμε ένα ξεκάθαρο δίπολο, σήμερα οι μεγάλοι παίκτες και οι δυνητικές συμμαχίες είναι περισσότερα και οι κανόνες του παιχνιδιού πολυσύνθετοι. Και ενώ δεν απουσιάζει ο ανταγωνισμός σε γεωπολιτικό και στρατιωτικό πεδίο, τα όσα εξελίσσονται στο οικονομικό είναι ίσως ακόμη πιο σημαντικά.
Την ώρα που οι ΗΠΑ τάσσονται στο πλευρό της Βρετανίας και της Ε.Ε. κατά της Ρωσίας, στο εμπορικό μέτωπο δεν έχουν αποφασίσει εάν θέλουν πόλεμο ή ανταλλάγματα από τους «εταίρους». Και ενώ επιχειρούν προσέγγιση με τη Βόρεια Κορέα, παγώνουν και πάλι τις σχέσεις με την Κίνα, της οποίας η αυξανόμενη επιρροή μέσα από επενδυτικές επελάσεις και μεγαλεπήβολα επιχειρηματικά σχέδια ανησυχεί εξίσου και την Ευρώπη. Όσες υπερβολές, λάθη, ακατανόητες αντιδράσεις και εάν καταλογίσει κανείς στον Ντόναλντ Τραμπ, όσο και εάν διαφωνεί με τις ιδέες και τις πολιτικές του, δεν μπορεί παρά να παραδεχθεί ότι το φρένο που έβαλε στο προωθούμενο ως το μεγαλύτερο τεχνολογικό deal όλων των εποχών είχε λογική.
Το ίδιο μάλλον θα έπρατταν η Γερμανία της Μέρκελ και η Γαλλία του Μακρόν εάν μια εταιρεία της Σιγκαπούρης επιχειρούσε να αποκτήσει τον έλεγχο μιας από τις σημαντικότερες εταιρείες μικροεπεξεργαστών της χώρας τους και να την αποδυναμώσει έναντι του κύριου κινεζικού ανταγωνιστή της. Δεν είναι θέμα ιδεολογίας. Είναι πράγματι θέμα εθνικής ασφάλειας, με τον ευρύτατο ορισμό, που έχει αποκτήσει η έννοια στην εποχή του νέου Ψυχρού Πολέμου.