Η χαμηλή παραγωγικότητα του τριτογενούς τομέα, δηλαδή των υπηρεσιών, είναι η μεγαλύτερη απειλή για τις αναπτυγμένες οικονομίες και κυρίως για την Ελλάδα.
Από την έντυπη έκδοση
Tου Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Η χαμηλή παραγωγικότητα του τριτογενούς τομέα, δηλαδή των υπηρεσιών, είναι η μεγαλύτερη απειλή για τις αναπτυγμένες οικονομίες και κυρίως για την Ελλάδα. Ο αείμνηστος Πίτερ Ντράκερ, ο μεγάλος φιλόσοφος του μάνατζμεντ και όχι μόνον, είχε γράψει ότι για ένα έθνος ή για μία επιχείρηση η παραγωγικότητα είναι η πραγματική πηγή της ανταγωνιστικότητάς τους. Πάνω απ’ όλα δε, αυτή είναι που επιτρέπει την αύξηση των εισοδημάτων και κατ’ επέκταση την κοινωνική σταθερότητα. Στον σημερινό αναπτυγμένο κόσμο, έτσι, η άνοδος της παραγωγικότητας στα εργοστάσια επέτρεψε την εισοδηματική άνοδο των πληθυσμών και άμβλυνε στο έπακρο τις κοινωνικές συγκρούσεις. Είναι λοιπόν ζωτική ανάγκη η παραγωγικότητα να μεγαλώνει, αν θέλουμε να αποφύγουμε στο μέλλον μία νέα πάλη των τάξεων.
Με βάση τις σκέψεις αυτές, ο Πίτερ Ντράκερ (1909-2005) παρατηρούσε ότι στον αναπτυγμένο κόσμο οι υπηρεσίες κέρδιζαν έδαφος εις βάρος της βιομηχανίας και της γεωργικής παραγωγής, αλλά είχαν πολύ χαμηλότερη παραγωγικότητα από αυτήν της βιομηχανίας. Πίστευε έτσι ότι η κατάσταση αυτή θα δημιουργούσε κάποια στιγμή νέες κοινωνικές ανισορροπίες, με απρόβλεπτες συνέπειες. Στο πλαίσιο αυτό, ο διάσημος γκουρού του μάνατζμεντ αποτύπωσε τη θεωρία των «εργατών της γνώσης» και τόνιζε ότι η τεχνογνωσία των υπαλλήλων είναι η αφετηρία της παραγωγικότητας και της βελτίωσής της στον τριτογενή κυρίως τομέα.
Εντελώς προφητικά, επίσης, ο Πίτερ Ντράκερ έγραφε ότι αν η δημόσια διοίκηση μιας χώρας δεν υιοθετήσει κανόνες λειτουργίας που να στηρίζονται στη γνώση, στην ταχύτητα και στη βελτίωση της παραγωγικότητας των προσφερόμενων υπηρεσιών, η χώρα αυτή θα καταδικαστεί να φυτοζωεί ή να χρεοκοπήσει. Ακόμα χειρότερα, στον βαθμό που με αντιπαραγωγική και άκαμπτη γραφειοκρατία, λόγω πελατειακής πολιτικής μεταχείρισης, θα αντλεί εκβιαστικά καλύτερες αμοιβές εργασίας από τις αντίστοιχες του παραγωγικού τομέα της οικονομίας, τότε θα μπαίνουν τα θεμέλια ανόδου της ανεργίας και της βαθμιαίας φτωχοποίησης της κοινωνίας.
Ποιος αμφιβάλλει ότι η Ελλάδα σε υπερθετικό βαθμό -καθώς και άλλες χώρες, ίσως λιγότερο- βρίσκεται σε αυτή τη δυσάρεστη κατάσταση;
Σε μία Ελλάδα όπου η βιομηχανία αντιπροσωπεύει το 9% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) και ο παραγωγικός αγροτικός τομέας κάπου 3%-5%, η όποια μελλοντική ανάπτυξη είναι σοβαρότατα υποθηκευμένη. Ιδιαίτερα δε αν λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι ο πρωτογενής τομέας της οικονομίας είναι κατά 50% επιδοτούμενος τόσον από την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και από το ελληνικό κράτος. Κατά συνέπεια, πρόκειται για έναν τομέα που έχει πολύ χαμηλή παραγωγικότητα και μόνον τώρα, στα χρόνια της κρίσης, κάνει κάποιες προσπάθειες να αυξήσει την παραγόμενη στους κόλπους του προστιθέμενη αξία. Χαμηλή όμως είναι η παραγωγικότητα και στον δευτερογενή τομέα της οικονομίας - στον οποίον κάποιες υπερσύγχρονες βιομηχανικές μονάδες δεν μπορούν από μόνες τους να φέρουν την άνοιξη.
Παρά τις προσπάθειες που καταβάλλει ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανίας για μία γενική παραγωγική κινητοποίηση και ανασυγκρότηση του βιομηχανικού ιστού της χώρας, εγγενείς αδυναμίες κάνουν εξαιρετικά δύσκολο το όλο εγχείρημα. Παρατηρείται έτσι το φαινόμενο της αδυναμίας των εγχώριων επιχειρήσεων να καλύψουν ανταγωνιστικά την αύξηση της ζήτησης, γεγονός που οδηγεί σε άνοδο των εισαγωγών και άρα στην επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου.
Είναι λοιπόν κατάδηλο ότι το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας δεν έγκειται στο ότι πάσχει από έλλειψη ζήτησης που θα τονώσει την παραγωγή, αλλά στο αντίθετο: στο ότι αδυνατεί, δηλαδή, να καλύψει την εγχώρια ζήτηση με δική της ανταγωνιστική παραγωγή.
Συνεπώς, όπως έχουν επισημάνει και οι οικονομολόγοι Δημήτρης και Χρήστος Ιωάννου, μεγάλο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας δεν είναι η «ενεργός ζήτηση» αλλά η «ενεργός προσφορά». Και, δυστυχώς, χωρίς την τελευταία η όποια παραγωγικότητα της οικονομίας θα πέφτει συνεχώς, εις βάρος της ευημερίας και της κοινωνικής ισορροπίας.
Είναι δε περιττό να αναμένεται σωτηρία από χαμηλής προστιθέμενης αξίας υπηρεσίες και από ένα πλήρως αγκυλωμένο Δημόσιο, που αρνείται πεισματικά κάθε τεχνολογικό εκσυγχρονισμό και οποιαδήποτε διάχυση γνώσης στους κόλπους του.