Σε αντίθεση με τα συσκευασμένα τρόφιμα, η ευρωπαϊκή νομοθεσία δεν επιβάλλει στα οινοπνευματώδη ποτά την υποχρεωτική αναγραφή των συστατικών και των θερμίδων τους.
Από την έντυπη έκδοση
Tου Ιωάννη Παπαδόπουλου*
* Αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας
Σε αντίθεση με τα συσκευασμένα τρόφιμα, η ευρωπαϊκή νομοθεσία δεν επιβάλλει στα οινοπνευματώδη ποτά την υποχρεωτική αναγραφή των συστατικών και των θερμίδων τους. Τον Μάρτιο του 2017 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε μια έκθεση σχετικά με την αναγραφή των παραπάνω στοιχείων στην ετικέτα των οινοπνευματούχων. Σύμφωνα με αυτήν, δεν υφίσταται πλέον λόγος διάκρισης μεταξύ των τροφίμων και των ποτών από την οπτική γωνία της πληροφόρησης των καταναλωτών. Η Επιτροπή έδωσε έναν επιπλέον χρόνο στις ευρωπαϊκές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον κλάδο των ποτών για να προσαρμοστούν και να παρουσιάσουν μια πρόταση αυτορρύθμισης, κάτι που οι ίδιοι υποσχέθηκαν ότι θα τηρήσουν.
Τι σημαίνει «αυτορρύθμιση» και γιατί επιλέγεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε ορισμένες περιπτώσεις αντί της δεσμευτικής νομοθεσίας; Με τον όρο αυτόν εννοούμε την παραγωγή κανόνων για τη ρύθμιση μιας οικονομικής δραστηριότητας και την ανάληψη της ευθύνης για την ορθή τους τήρηση από τα αντιπροσωπευτικά όργανα αυτού του τομέα δραστηριότητας. Όταν λοιπόν, για παράδειγμα, οι παραγωγοί αλκοολούχων ποτών δεσμεύονται ότι θα αυτορρυθμιστούν σχετικά με την προστασία των καταναλωτών, αναμένουμε ότι θα επιλέξουν ελεύθερα και χωρίς εξωτερική πίεση τους τρόπους και τις διαδικασίες με τα οποία θα επιτευχθεί αυτός ο στόχος πολιτικής, ήτοι η προστασία των καταναλωτών, και ότι θα αναλάβουν την πειθάρχηση όσων παραγωγών αποκλίνουν από τα συμφωνηθέντα πρότυπα. Πότε και γιατί επιλέγεται αυτή η οδός του «ήπιου δικαίου» (soft law) αντί της κλασικής ρύθμισης μέσω δεσμευτικής νομοθεσίας (hard law), δηλαδή μέσω κανόνων που επιβάλλονται έξωθεν υπό την απειλή κυρώσεων σε περίπτωση παράβασής τους; Κυρίως όταν πρόκειται για έναν τομέα οικονομικής δραστηριότητας που πρέπει να αναπτυχθεί γρήγορα, προκειμένου να αποσπάσει ένα μερίδιο της αγοράς από τους διεθνείς ανταγωνιστές ή για να είναι ανοιχτός στις ταχύτατες τεχνολογικές αλλαγές. Σε αυτές κυρίως τις περιπτώσεις η Ε.Ε. γενικά θεωρεί ότι είναι καλύτερο να αφεθεί ένας κλάδος να πειραματιστεί ελεύθερα με μη δεσμευτικούς κανόνες και με «συμφωνίες κυρίων», χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι αν το πείραμα αποτύχει να επιφέρει τους επιδιωκόμενους σκοπούς δεν θα αντικατασταθεί από δεσμευτική νομοθεσία.
Στην περίπτωση του αλκοόλ, οι εταιρείες διατείνονται -και η Επιτροπή αποδέχθηκε- ότι είναι καλύτερο να αφεθούν ελεύθερες όσες θέλουν να αναγράφουν τα συστατικά και τις θερμίδες των ποτών στην ετικέτα τους και οι υπόλοιπες να αναρτούν αυτά τα στοιχεία στην ιστοσελίδα τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η βιομηχανία ποτών θεωρεί ότι θα αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η μεγάλη ποικιλία των προϊόντων και των εταιρειών στον κλάδο, καθώς οι ζυθοποιοί έχουν ήδη ενσωματώσει στην ετικέτα τους σε ποσοστό 60% τις παραπάνω πληροφορίες για τον καταναλωτή, ενώ οι υπόλοιποι παραγωγοί οινοπνευματούχων όχι. Επίσης, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις θα έχουν να αντιμετωπίσουν ένα κόστος λιγότερο, το οποίο δύσκολα μπορούν να εσωτερικεύσουν χωρίς να χάσουν ανταγωνιστικότητα. Συνεπώς, αυτή η ευελιξία, που μόνο το «ήπιο δίκαιο» μπορεί να παρέχει, γεφυρώνει τις διαφορές μεταξύ των παραγωγών και αφήνει τον κλάδο να εξελιχθεί ομαλά, προστατεύοντας μεν τους καταναλωτές, χωρίς όμως πλήγματα στην ανταγωνιστικότητά του.
Αυτή δεν είναι όμως η γνώμη των οργανώσεων καταναλωτών και προστασίας της δημόσιας υγείας. Οι οργανώσεις αυτές αντιτείνουν ορθώς ότι περίπου 15% των Ευρωπαίων δεν χρησιμοποιούν ποτέ το Διαδίκτυο, 35% δεν διαθέτουν έξυπνο κινητό, που είναι απαραίτητο για να ανιχνεύσουν τις χημικές και θερμιδικές πληροφορίες στο πρατήριο πωλήσεως, ενώ 45% δεν διαθέτουν βασικές ψηφιακές δεξιότητες, για παράδειγμα δεν μπορούν να «κατεβάσουν» την εφαρμογή που χρειάζεται για να σκανάρουν μια ετικέτα προϊόντος στο ράφι και να ανιχνεύσουν τα στοιχεία που τους ενδιαφέρουν. Υπό αυτές τις συνθήκες, η διακριτική ευχέρεια των παραγωγών να χρησιμοποιούν μόνο το Διαδίκτυο για τη διάχυση πληροφοριών σχετικά με τα προϊόντα τους, στην πραγματικότητα παραγνωρίζει τις ανάγκες των καταναλωτών. Είναι βεβαίως γεγονός ότι δεν υπάρχει χώρος πάνω σε μια ετικέτα για όλες τις χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με ένα οινοπνευματώδες ποτό, ωστόσο δεν είναι δυνατόν να παραμένουμε αδιάφοροι μπροστά στο γεγονός ότι η Ευρώπη και όλος ο δυτικός κόσμος ζει μια πανδημία παχυσαρκίας και καρκίνων που οφείλονται σε παθογόνα αίτια, μεταξύ των οποίων και στην αλόγιστη κατανάλωση οινοπνευματούχων. Κάποια ποτά περιέχουν τοξικές ουσίες όπως η καθαρή αιθανόλη, ενώ πολλά ποτά αποτελούν «ενεργειακές βόμβες», χωρίς να το έχουν συνειδητοποιήσει οι ανυπεράσπιστοι καταναλωτές. Υπό αυτές τις συνθήκες και με τις ιδιαιτερότητες αυτής της βιομηχανίας, η οποία δεν παράγει απλώς καταναλωτικά, αλλά δυνάμει επικίνδυνα προϊόντα, είναι καιρός να ξανασκεφτούμε ριζικά την εφαρμογή της αυτορρύθμισης στον συγκεκριμένο τομέα, αν πραγματικά θέλουμε να ελαχιστοποιήσουμε το ρίσκο που διατρέχουν οι Ευρωπαίοι πολίτες για έναν ανθυγιεινό τρόπο ζωής.